"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Κάποτε σε μια παραλία

Κάποια παραλία, στην Ελλάδα ή στην Ιταλία, τέλη της δεκαετίας του ’50 ή αρχές εκείνης του ’60, δύο κορίτσια χαμογελούν στον φακό. Η χαρά τους ξεφλουδίζει τον χρόνο που περνά.
 


Πεθαίνοντας οι άνθρωποι αφήνουν πίσω τα άδεια σπίτια τους. Αδεια από τους ίδιους, γεμάτα όμως από τη ζωή που έζησαν εκεί. Ετσι, οι ζωντανοί κηδεύουν μία φορά τον άνθρωπό τους και άλλη μία φορά ακόμη αδειάζοντας και καθαρίζοντας το σπίτι του. Και αυτή, η δεύτερη, είναι συνήθως μια κηδεία διαρκείας.


Ψάχνοντας, σκαλίζοντας, ξεχωρίζοντας και πετώντας, βρίσκεις πολλή, πάρα πολλή ζωή εκεί μέσα. Η γνωστή ιστορία. Γράμματα, κάρτες, κιτρινισμένα στέφανα γάμου, μπαγιάτικα κουφέτα μισού αιώνα, αεροπορικά εισιτήρια (από τα παλιά, τα χάρτινα, που δεν υπάρχουν πια, με το λογότυπο αεροπορικών εταιρειών που επίσης δεν υπάρχουν πια) και, βέβαια, φωτογραφίες.

Οταν έχει φύγει και το τελευταίο μέλος μιας οικογένειας είναι πολύ πιθανό να βρεθείς ξαφνικά με φωτογραφίες αγνώστων προσώπων, που ίσως να σημάδεψαν τη νιότη, το παρελθόν, τη μνήμη εν τέλει του νεκρού, αλλά που δεν υπάρχει πια κανένας για να πιστοποιήσει την ταυτότητα αυτών των προσώπων. Μονάχα ο νεκρός τα θυμάται πια.


Ο κύριος Γκρι εδώ και εβδομάδες βρίσκεται σε αυτήν τη διαδικασία που ισοδυναμεί με ταξίδι και συνάμα με αποχαιρετισμό διαρκείας. Και σήμερα μου δείχνει την εικόνα δύο κοριτσιών που διέσωσε μέσα από τον χαμό. Δύο λουόμενες, μια καστανόξανθη και μια μελαχρινή, γονατισμένες στην ακρογιαλιά, πάνω στη βρεγμένη άμμο. Τις χωρίζει ένα ορφανό κούτσουρο (από αρμυρίκι;). Το μέτωπο της μιας ακραγγίζει εκείνο της άλλης. 


Δεν ξέρουμε ποιες είναι και πιθανότατα να μη μάθουμε ποτέ. Ο κύριος Γκρι νιώθει πια σαν να τις ξέρει λίγο. Σαν να τις επινόησε ο ίδιος. Δημιουργήματα της φαντασίας του – των φαντασιώσεών του.


Η καστανόξανθη κοπέλα είναι που χαμογελά όλο ευτυχία· η μελαχρινή, η πιο μεσογειακή, δείχνει πιο συγκρατημένη μα και πιο πονηρή. Το πλατύ χαμόγελο της μιας συναγωνίζεται το πονηρό, υπαινικτικό μειδίαμα της άλλης. Το λευκό ολόσωμο της μελαχρινής και το –μάλλον πληθωρικό– μπικίνι της καστανόξανθης, όπως και η κόμμωση (όσο έχει μείνει ανέπαφη από το θαλασσινό νερό) προδίδουν λίγο την εποχή: τέλη της δεκαετίας του ’50 ή αρχές εκείνης του ’60.


«Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτές τις δύο κοπέλες, που δείχνουν τόσο ανέμελες, τόσο καλοκαιρινές. Για κάποιο λόγο όμως, πιστεύω ότι...


 ο φακός, το βλέμμα που τις απαθανάτισε, ήταν ανδρικό. Οσο αυθόρμητα κι αν πόζαραν (ούτε αυτό το γνωρίζουμε), ξέρω ότι κάπως έτσι θα τις έστηνα για να τις φωτογραφίσω. Και η ματιά τους – είναι, νομίζω, η ματιά μιας γυναίκας προς έναν άνδρα που της κλέβει την ψυχή με την κάμερα».


Μια αναμνηστική φωτογραφία είναι αναμνηστική εφόσον απεικονίζει κάποιον που ήξερες. Αλλά τότε αυτή η φωτογραφία δύο αγνώστων τι είναι;  


Κινηματογραφική; 


Θα μπορούσε. Σίγουρα είναι μια παύση μέσα στον ανελέητο χρόνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: