"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ (ΔΕΝ) ΣΒΗΝΟΥΝ: Οι πλοιοκτήτες με τα μονόξυλα και τ’ αλφαβητάρι μιας ζωής

Πρώην πρόεδρος ΔΣΑ.


Τις δύο πρώτες τάξεις δημοτικού τις έβγαλα στην Περατιά, ένα ωραίο χωριό, της Ακαρνανίας, απέναντι από τη Λευκάδα. Η επικοινωνία γινόταν διά θαλάσσης ή για ν’ ακριβολογώ πρώτα πέρναγες τη λιμνοθάλασσα και στη συνέχεια, μέσω ενός περάσματος θαλάσσιου, έφθανες στη Λευκάδα. 


Τρόπος μεταφοράς ήταν το μονόξυλο με κουπί και στη συνέχεια, εφόσον φύσαγε, με πανί. 


Δύσκολες συνθήκες. Υπήρχαν τρία μονόξυλα και χειμώνα-καλοκαίρι έκαναν αυτή τη διαδρομή. Ανθρωποι και πράγματα στοιβαγμένα με προσοχή μην μπατάρει το μονόξυλο. Να υπάρχει ισορροπία. Η μεταφορά από την ξηρά ήταν πολύ δύσκολη έως ακατόρθωτη και μόνο με άλογο μπορούσες να πας στην πόλη. Ετσι όλοι προτιμούσαν το μονόξυλο και μάλιστα με βροχή και κρύο, όταν ήταν απαραίτητο.


Τρεις ήταν οι πλοιοκτήτες αυτοί που διέθεταν το μεταφορικό αυτό μέσον. Τους θυμάμαι τόσο καλά. Ο ένας έμενε δίπλα μας. Ο μπαρμπα-Θοδωράκης. Πρόκοψε πολύ η οικογένειά του. Εφευγαν λοιπόν τα μονόξυλα, από μια υποτιθέμενη προβλήτα, που αν δεν πρόσεχες θα έπεφτες στα λασπωμένα νερά, λίγο πιο κάτω από το εικονοστάσι του Αϊ Γιάννη. Εκεί ψάρευαν γυναίκες και άνδρες με ένα ιδιότυπο τρόπο. Εκαναν μια κίνηση με το χέρι αναδεύοντας το νερό, το ψάρι τρομαγμένο κρυβόταν στη λάσπη. Θόλωνε το νερό και με το χέρι έβγαζαν τα εγκλωβισμένα ψάρια. Μετά με βούρλα τα μετέφεραν στο χωριό. Κυρίως γοβιούς.


Θυμάμαι τις πρώτες μέρες στο σχολείο. Για τσάντα είχα ένα ταγάρι, που το κρεμούσα στον ώμο μου. Δυσφορούσα, όχι για το ταγάρι, αλλά για το σχολείο.  Επέστρεφα και όταν η μάνα μου προσπαθούσε να δει πώς πήγε το μάθημα, διαπίστωνε ότι τα βιβλία είχαν σκορπιστεί στον δρόμο. Απ’ τη χαρά μου που τελείωσα το σχολείο, ήταν τέτοιο το τρεχαλητό, με αλαλαγμούς χαράς! Δύο - τρεις φορές με κάτι σφαλιάρες της μάνας μου συνήλθα και ήμουν πιο προσεκτικός. Οχι τόσο στο διάβασμα αλλά στο να μη μου σκορπίζονται τα βιβλία.


Ετσι ήταν η ζωή μας στο χωριό. Καλοσυνάτοι άνθρωποι, αρκετοί οι συγγενείς, ελευθερία στις κινήσεις και κάθε Κυριακή, όλοι στην εκκλησία. Μετά το σχόλασμα της εκκλησίας στη μικρή πλατεία του χωριού (τη λάκκα) μαζευόμασταν να παίξουμε. Αλλά η σκόνη πήγαινε σύννεφο. Και είχαμε βάλει τα καλά μας και το μαλλί χτενισμένο (φράντζες) με λίγο νερό. Το νερό το παίρναμε από ένα πηγάδι, όλο το χωριό και το μεταφέρανε σε πήλινο σταμνί, γέμιζαν τη βρυσούλα του σπιτιού και έπλεναν το πρόσωπο. Το Σάββατο, όμως, είχε γενική καθαριότητα, στη σκάφη, που έπαιζε τον ρόλο του μπάνιου. Αυστηρή πολύ η μάνα μου σε τέτοια ιδίως θέματα. Την υπεραγαπούσα όμως, και φοβόμουν μην τη χάσω. Είχε άσθμα από τότε που με γέννησε και ο ρόγχος το βράδυ με τρόμαζε και μ’ αναστάτωνε.


Είχαμε, όμως, πολύ καλούς συγγενείς και όποτε έρχονταν από τη Λευκάδα διά της θαλασσίας οδού, είχαμε γιορτή στο σπίτι. Εγώ νόμιζα ότι με κοιτάνε και έβαζα τα δυνατά μου να εντυπωσιάσω στην μπάλα. Κάποτε μου είχαν φέρει και κάποιο παντελονάκι μαύρο με κόκκινη γραμμή στο πλάι και να σου ο νέος Δομάζος. Κάπως έτσι με φανταζόμουν, να σπέρνω πανικό και να ζαλίζω τους αντιπάλους με τις περίτεχνες ντρίμπλες μου. Αλλιώς, όμως, ήλθαν τα πράγματα και οι προσδοκίες μου διαψεύστηκαν παταγωδώς…
 

Αλωνίζαμε, επίσης, όλο το χωριό, δίπλα στις αλωνιστικές μηχανές με τα τεράστια δεμάτια σανό, που βουτούσαμε και χοροπηδάγαμε.


Κανείς μας δεν τολμούσε να πάει στην πλατεΐτσα που ήταν το καφενείο. Εκεί καθόταν ο κυρ δάσκαλος και δεν αστειευόταν. Αν σ’ έπιανε, όπως με τον ξάδελφό μου τον Κώστα, σ’ έβαζε να γράφεις ασκήσεις το καλοκαίρι. Αλλωστε και το καλοκαίρι έκανε μάθημα στα παιδιά, για να δώσουν εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Ακόμη έχω ένα τετράδιο με ασκήσεις του. Κι ένα άλλο για τα έξοδα-έσοδα του μήνα. Υπόλοιπον μηνός: Τριάντα δραχμές.


Αξέχαστα χρόνια, με...
 
 συναίσθημα γεμάτα. Να ’ναι καλά όλοι τους. 
 
Ο κυρ δάσκαλος και η κυρά δασκάλα, όπως ονομάτιζαν τη μάνα μου, τη φρόντιζαν και μαζί και εμάς.  
 
Δεν μας ξέχασαν και ιδίως τον πατέρα μου, που έβγαλε επιστήμονες και κυρίως σεβαστικούς ανθρώπους. Εφυγε ταλαιπωρημένος από αρρώστιες και λυπημένος γι’ αυτά που έρχονταν.
 
«Δεν με νοιάζει για μένα, με νοιάζει για την Ελλάδα» έγραψε σ’ ένα χαρτί λίγο πριν φύγει από τη ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: