Σαν ύστατο χαιρετισμό προς την πατρίδα, προσεύχονταν σ’ αυτό και το έραιναν λουλούδια, χαράζοντας ύστερα πορεία νοτιοδυτική για να συναντήσουν τους στόχους τους".
Τους στόχους τους: τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα και άλλα πλοία, καταμεσής του Ειρηνικού.
Επρεπε να πετάνε λίγα μέτρα πάνω από τη θάλασσα και να εφορμούν κάθετα στον πύργο ελέγχου του πλοίου.
Ο κύριος Γκρι μου διάβασε το απόσπασμα της αρχής. Προέρχεται από ένα ωραιότατο βιβλιαράκι που μόλις έσκασε από τις εκδόσεις Ροδακιό, το οποίο υπογράφει ο ποιητής Δημήτρης Χουλιαράκης. «Η εκδίκηση των ανέμων» είναι ο τίτλος του και εδώ ο Χουλιαράκης αποδίδει (από τα αγγλικά) τα κύκνεια άσματα που άφηναν πίσω τους, συχνά, μέσα στο πιλοτήριο, την τελευταία στιγμή, οι μελλοθάνατοι ιπτάμενοι χειριστές.
Πένθιμα χαϊκού που όμως αποθεώνουν τη ζωή.
«Αν τώρα δείλιαζα, εκείνη δε θα μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της.
Οπως και να ’χει θα πεθάνω – είναι το έσχατο μυστήριο αυτό. Ρουφάω το μπουμπούκι των χειλιών της πάλι και πάλι – ετούτο το φιλί τέλειωσε πια».
«Αυτό που μας προκαλεί εντύπωση διαβάζοντας τους στίχους που μας άφησαν», σημειώνει ο Χουλιαράκης, «είναι η εντέλεια και η εκφραστική τους δύναμη, παρότι έχουν γραφτεί όχι από δόκιμους τεχνίτες του λόγου αλλά από ιδιαίτερα νέους στην ηλικία ερασιτέχνες, και μάλιστα σε στιγμές εξαιρετικά φορτισμένες συναισθηματικά».
Ο κύριος Γκρι διατρέχει τις ωραίες αποδόσεις του Χουλιαράκη (ο οποίος, παλαιότερα, μας είχε δώσει και ένα ποίημα αφιερωμένο στο Γκουανταλκανάλ, στις νήσους του Σολομώντα, στο Νότιο Ειρηνικό, που το 1942 αποτέλεσε φονικό πολεμικό θέατρο Αμερικανών και Ιαπώνων). «Κοίτα τι έγραφαν προτού σκοτωθούν οι εικοσάρηδες αυτοί:
“Δε μου απομένουν παρά ελάχιστες στιγμές
αλλά μπορώ ακόμη τη σελήνη στον ουρανό της μέρας ν’ αγναντεύω”».
Οι Αμερικανοί έστεκαν με ανοιχτό το στόμα: πώς πολεμάς κάτι τέτοιο; Κάποιον που δεν υπολογίζει τη ζωή του; Πώς τον νικάς;
«Κι όμως τον νίκησαν», σχολίασε ο κύριος Γκρι. «Διότι οι Αμερικανοί πολεμούσαν για να ζήσουν, όχι για να πεθάνουν.
Η Ιστορία το έχει δείξει αμέτρητες φορές έστω και καθυστερημένα:
Βεβαίως, τα παιδιά αυτά ήθελαν να ζήσουν, το δείχνουν και οι θαυμάσιοι στίχοι τους.
“Τρία χαζοκόριτσα με γόνατα ασπρουλιάρικα, που ακουμπούν τη
ράχη τους στον τοίχο του σχολείου – αδύνατον απ’ το νου μου να τα βγάλω”.
Αλλά τους φόρεσε η πατρίδα αυτή την λατρεία του θανάτου.
Κάποια πάντως αρνήθηκαν να απογειωθούν· δεν ήταν μόνον ο φόβος ήταν και η άρνηση ορισμένων να κατανοήσουν αυτό το καταστροφικό ξόδεμα ζωών και υλικών. Μιλάμε για τη βιομηχανική υπεροχή των Αμερικανών με απαξίωση – μα αυτό ήταν ζωή, όχι θάνατος».
Κι ωστόσο η ποίηση καθρεφτίζει την αγάπη των νέων αυτών αγοριών για τη ζωή, για κορίτσια και τις λατρεμένες τους ανθισμένες κερασιές:
«Ο έρωτας που απόδιωξα
δε θα γυρίσει πίσω.
Ο,τι θυμάμαι, το μεταξένιο δέρμα, τα μάγουλά της, τα γόνατά της».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου