"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΙΝΩΝΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Ελλάς Πλινθοτόκος



Κι ο ηγέτης ρώτησε: Τί θα έχουν τα παιδιά μας αύριο;
Κι ο λαός αποκρίθηκε: Να χτίσουμε! Το οικόπεδο είναι φιλέτο, τρίφατσο και χιλιοπαινεμένο. Μοναδική ευκαιρία!


Χτίσαμε, λοιπόν. Με αντιπαροχή.


Ένα δυτικοφανές Σαράι με φόντο το γαλάζιο και βέργες στην ταράτσα για το δικαίωμα υψούν. Μπετά, θέσεις, τούβλα, νόμοι, μπογιές, συστήματα, συντάξεις, βιβλία, κανόνες, διατάξεις, πόρτες, επιδόματα, πέτρες, κίνητρα, παράθυρα, δικλείδες, μισθοί, μάντρες και ξύλα ατάκτως ερριμένα. 


Σχέδια χιλιάδες. Μεταξύ άλλων, επαναστατικά, νεοκλασσικά, μοντέρνα, φουτουριστικά, μεταμοντέρνα. Ο κάθε πρωτομάστορας –ειδικός ή μη– ήθελε να βάλει τη δική του πινελιά.  


Προσπάθεια για ομοιομορφία; 


Καμία. Μας κυνηγούσε, βλέπεις, η παράγκα και το μωσαϊκό. Για μελέτη στατικότητας δε, ούτε λόγος...


Από υλικά όμως, άλλο τίποτα! 


 Άλλωστε, με τόσο χώμα και τόσο ήλιο, πως να μην αφθονούν οι πλίνθοι; 


 Θα σας το επιβεβαιώσουν κι οι πόρτες υπουργείων, πρυτανικών γραφείων και λοιπών εντευκτηρίων, που σφραγίστηκαν πολλάκις με το εθνικό μας υλικό.  Εξάλλου, ως γνωστόν, όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα. Αν δεν έβγαινε, λοιπόν, το σχέδιο, κανένα πρόβλημα. Γκρέμισμα και φτου κι απ’ την αρχή! Σημειωτέον δε, ότι η προσφιλής αυτή μέθοδος ανακαίνισης, βαφτίστηκε μεταξύ άλλων αλλαγή, νέο ξεκίνημα, μεταρρύθμιση, προσαρμογή, ανασύσταση, ακόμα κι ελπίδα.  


Αλλά γίναμε μάστορες περίφημοι.Ειδικά στο πανωσήκωμα, άφταστοι. Και καταφερτζήδες: ακόμη κι όταν το οικοδόμημα έτριζε, λίγο η θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα (αν δε στοιχειώσεις άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει), λίγο τα νέα υλικά απ’ τας Ευρώπας, το δυτικοφανές Σαράι μας στήθηκε κι επέζησε διακόσια σχεδόν χρόνια.


Από καιρού εις καιρόν, βέβαια, εμφανιζόταν και κάποιος πρωτομάστορας που με μαεστρία και χωρίς να προσβάλλει ευθέως την εθνική περηφάνια για το λατρεμένο Σαράι, δεν αρκέστηκε στις συνηθισμένες γύψινες διακοσμήσεις, στους πλουμιστούς σταυρούς και στις συχνές εργασίες ελαιοχρωματισμού, αλλά προσπάθησε να εστιάσει στη λειτουργικότητα των χώρων και να ενισχύσει κάπως τα λιγοστά θεμέλια.  


Αποτέλεσμα;  


Ο πρωτομάστορας απαλασσόταν τελικά των καθηκόντων του ως στερούμενος εθνικής αισθητικής. Σημειωτέον δε, ότι η παραπάνω διαδικασία απαλλαγής εμπλούτισε σημαντικά το καθημερινό μας λεξιλόγιο με αγαπημένους όρους: ανάθεμα, κάθαρση, διαπλοκή, οσφυοκαμψία, λαοσυνάξεις, προδοσία, περηφάνια και  αξιοπρέπεια.


Καθώς, όμως, το κτίσμα είχε προκύψει από αντιπαροχή, που άλλοτε βαφτίστηκε δάνειο, επένδυση, βοήθεια, τεχνογνωσία και ούτω καθεξής, δεν υπήρξαν λίγες οι φορές που οι σχέσεις οικοπεδούχου –αλλοδαπού (κυρίως) εργολάβου, δοκιμάστηκαν εντόνως.  


Χωρίς σαφή προσδιορισμό των διαμερισμάτων, με τον τρέχοντα οικοπεδούχο να έχει απλά την επικαρπία, τα παιδιά του να έχουν την ψιλή κυριότητα και τον εργολάβο να ταλαντεύεται μεταξύ προσωρινής και μόνιμης εγκατάστασης, ο μεν δήλωνε πως το Σαράι ανήκει στους Έλληνες κι ο δε απαιτούσε τη συμμόρφωση προς τας υποδείξεις. 


Μ’ αυτά και μ’ αυτά, περνούσαν τα χρόνια κι έφτασε το δυτικοφανές Σαράι μας ν’ αντιμετωπίζεται σα μουσειακό είδος. Από τον οικοπεδούχο για το ένδοξο οικόπεδο κι από τη γειτονιά για τη μοναδικότητά του. Διότι τέτοιο δυτικοφανές πλίνθινο Σαράι με ιδοκτησιακό καθεστώς κουβάρι και βαλκανιο-ανατολίτικους κίονες, αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία και απαράμιλλη αρχιτεκτονική κληρονομιά.    


Κι ήρθαν καιροί χαλεποί: σεισμοί, λιμοί και καταποντισμοί.
Κι ήρθε ο φόρος ακίνητης περιουσίας.
Και το Σαράι ήθελε συντήρηση.


Κι ο εργολάβος έλεγε:  

Πλήρωσε και δώσε μου οριστικά το ρετιρέ. Αλλιώς, δε δίνω μία για έξοδα συντήρησης –θα πέσει.


Κι ο οικοπεδούχος έλεγε:  
Δεν πληρώνω. Δε φτάνει που έδωσα τέτοιο οικόπεδο, φιλέτο, τρίφατσο και χιλιοπαινεμένο, μου στέλνεις λογαριασμό επονείδιστο. Άσε που εγώ έχω μόνο την επικαρπία. 


Και ο έχων την ψιλή κυριότητα ήταν ακόμη αγέννητος. 


Κι αφού πέρασαν από σεισμολόγους, παραλόγους και χιλιάδες διαλόγους, είπαν να εμπιστευθούν όλοι μαζί έναν πολιτικό μηχανικό ειδικό στους πλίνθους– μπας και το σώσει.


Κι αν ζούσε ο Παλαμάς, θα έλεγε: Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: