"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η δική μου δεκαετία του 40… (Της νύχτας τα καμώματα…)

Κατάθεση αναμνήσεων και ψυχής 

Πώς να κοιμηθεί κάποιος που έζησε τον 1ο και τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο;

Με το που πέφτει σκοτάδι η Ερασμία βάζει λάδι και φυτίλι στο καντήλι, τ’ ανάβει και σταυροκοπιέται τρεις φορές. Στρώνει τα κρεβάτια και, στο καθ’ ένα βάζει τέσσερις κουβέρτες. Το κρύο πονάει κι’ όλοι είναι ντυμένοι σαν κρεμμύδια. Στο χολ ανάβει το μαγκάλι αλλά, αν δεν καθίσεις κοντά δεν ζεσταίνεσαι.

Σκεπασμένος ως τη μύτη παρακολουθεί τις σκιές που η φλόγα του καντηλιού ρίχνει στους τοίχους. Με τα παράθυρα κλειστά και τα τζάμια καλυμμένα με μπλε κόλες για συσκότιση, το σκοτάδι είναι «πίσσα» ημέρα και νύχτα. Στο χολ ανάβει λάμπα πετρελαίου με σκαλιστά στολίδια και φουσκωτό, κοντό γυαλί. Μοιάζει με τη κυρία που μένει στο διπλανό στενό. Στο ισόγειο είναι το χολ, η «καλή» τραπεζαρία, η κουζίνα και το δωμάτιο που μένουν οι νοικάρηδες. Ο Παναγιώτης, που είχε πλεκτήριο στη Πλάκα, μεσοτοιχία με το ποδηλατάδικο του Αρμένη. Πριν την υποχώρηση έφτιαχνε φανέλες για τον στρατό. Μετά την κατάρρευση του μετώπου το ’κλεισε κι’ έφερε στο σπίτι δύο πλεκτικές μηχανές και 50 μπάλες νήμα. Έβαλαν τις μηχανές στο διάδρομο και τις μπάλες σε δύο σειρές πίσω απ’ τα παράθυρα για να μη περνάνε οι σφαίρες. Οι γείτονες ζήλευαν αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο. Φρούριο ήταν το σπίτι.

Τον Δεκέμβρη του 1944 η μάχη της Αθήνας μαίνεται. Ο ΕΛΑΣ κρατάει το λόφο Κυνοσάργους, τον Νέο Κόσμο, τη Χαραυγή και τα προσφυγικά του Δουργούτη. Οι δεξιοί με τους Άγγλους και τους Νεοζηλανδούς έχουν τη Συγγρού, το Κουκάκι, τα σπίτια κάτω απ’ την Ακρόπολη και τον ίδιο τον Βράχο. Το σπίτι είναι ψηλά στο λόφο. Απ’ τη ταράτσα βλέπει τη Συγγρού και το κτίριο που στεγάζεται το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Η θέση του έχει στρατηγική σημασία γι’ αυτό, δύο μέρες το παίρνουν οι ελασίτες, μετά οι Άγγλοι, ύστερα πάλι ο ΕΛΑΣ. Οι αντάρτες στήνουν στη ταράτσα πολυβόλα και χτυπάνε τη λεωφόρο, τους γύρω δρόμους και το Σύνταγμα Χωροφυλακής. Πεσμένος μπρούμυτα στα πλακάκια της ταράτσας μαζεύει τους κάλυκες που πέφτουν απ’ τη θαλάμη. Τους βάζει στις τσέπες, στο σκούφο και στο κράνος που βρήκε σ’ ένα οικόπεδο στην οδό Βρεσθένης. Μάταια η μάνα του φωνάζει να τσακιστεί να κατεβεί. Ο ήχος του πολυβόλου είναι πιο δυνατός απ’ τη φωνή της.

Η ατμάκατος είναι ένα φτηνό παιχνίδι που πουλάνε στα πανηγύρια. Βάζει λάδι και φυτίλι, τ’ ανάβει κι’ η φλόγα κάνει το νερό από πάνω να βράσει. Από πίσω βγαίνει ατμός. Πατ-πατ-πατ και το καραβάκι κάνει κύκλους στη μπανιέρα. Όταν βαριέται φτιάχνει διοράματα. Με χοντρό γκρι ή καφέ χαρτόνι, αλευρόκολλα και λεπτά, χρωματιστά χαρτιά που παίρνει απ’ το μαγαζάκι στη γωνία Ιγγλέση και Κλαδά. Εκεί πάει και για τα ψώνια της μάνας του. Για να μη ξεχάσει τα λέει φωναχτά. Βελόνες-καρφίτσες-κλωστή ή, βελόνες-κουμπιά-ούγια-τσιγάρα. Η Μαρία κι’ η αδελφή της Χαρίκλεια μένουν στα πίσω δωμάτια. Μυρίζει πότε λιβάνι, πότε κατσαρόλα ανάλογα με τη μέρα και την ώρα. Κάθε που πάει χαζεύει το εμπόρευμα. Καραμέλες, γλειφιτζούρια, πινέζες, κλωστές, δαχτυλήθρες, κουμπιά, βόλοι, γυάλινες γκαζές, ξύλινες σβούρες. Η Χαρίκλεια κατσουφιάζει που στέκεται «μπάστακας» κι’ εμποδίζει τους πελάτες. «Φύγε σκασμένο», λέει, και του δίνει ένα βόλο ή μία γκαζά να τον γλυκάνει.

Τα διοράματα είναι «όλα τα λεφτά». Χαρτόνια με τυπωμένες φιγούρες, κομμένες σε «περφορέ». Την πιέζεις κι’ ανασηκώνονται. σπίτια, δέντρα, εκκλησίες, αυτοκίνητα, τρένα. Στα παράθυρα κολλάει μπλε και κόκκινες ζελατίνες, ανάβει από πίσω ένα κεράκι και φωτίζονται όπως τ’ αληθινά. Τα καλύτερα τα ακουμπάει στο περβάζι του παραθύρου

- Ησυχία. Στην Ευδόξου πέφτουν πυροβολισμοί, λέει ο Δήμος

- Παναγιά μου βόηθα, παρακαλεί η Ερασμία αφού τίποτα δε γίνεται χωρίς την έγκριση της.

Αυτός είναι ο λόγος που έχει δύο ονόματα. Κωνσταντίνος-Ευάγγελος, το δεύτερο επειδή τον έχει «τάξει» στη Παναγία της Τήνου. Πολλές μανάδες «τάζουν» τα παιδιά τους πιστεύοντας πως τα προστατεύουν απ’ τον πόλεμο και τις αρρώστιες. Το διπλό όνομα του προξένησε σοβαρά προβλήματα αφού ένας πιωμένος Καταγραφέας έβαλε το δεύτερο όνομα πρώτο με αποτέλεσμα να έχει δύο προσωπικότητες. Μία για τον Ευάγγελο και άλλη για τον Κωνσταντίνο

Η σιωπή σπάει από ριπές αυτομάτων. Κανείς δε δίνει σημασία.

-Θα φάμε; Έχω πλιγούρι λέει.
Έβαλε φαί στα πιάτα, έκανε το σταυρό της και άρχισε να τρώει. Το ίδιο ο πατέρας

- Τρώγε!

- Δε μ’ αρέσει

- Φάε χαρούπια

Τρελαίνεται για χαρούπια. Τα παίρνουν στα μπακάλικα και στα προαύλια των εκκλησιών μετά τη κυριακάτικη λειτουργία κι’ ο Άγιος Παντελεήμονας Ιλισού δεν είναι εξαίρεση

- Τελειώσατε να μαζέψω; Χωρίς να περιμένει άδειασε το τραπέζι

- Όταν τελειώσει ο πόλεμος θα τα φτιάξω, μουρμούρισε ο Δήμος κοιτώντας τις ρωγμές στους τοίχους. Και να ’θέλε δεν μπορούσε. Το επάγγελμα του δικηγόρου περνάει κρίση. Οι μόνοι, λέει, που έχουν λεφτά είναι οι μαυραγορίτες, που παίρνουν τις περιουσίες του κόσμου για ένα τενεκέ λάδι.

Κυνοσάργους Η περιοχή πήρε τ’ όνομα της όταν οι Αθηναίοι θυσίασαν ένα σκύλο στο ιερό του Ηρακλή. Από τη στιγμή που τ’ άκουσε δεν σταμάτησε να σκέφτεται τον σκύλο. Δεν αντέχει να βλέπει ζώα πεινασμένα κι’ αδύνατα σαν σκελετοί. Κάθε που βρίσκει κάποιο το πάει σπίτι κάνοντας την Ερασμία να φωνάζει. Στο ταρατσάκι έχει δύο γατιά κι’ ένα σκυλάκι.

Στο χολ καίει το μαγκάλι. Η Ερασμία αφήνει χαραμάδα στο παράθυρο να μπαίνει αέρας καθαρός. Βάζει κι’ ένα κύπελλο νερό με φύλα ευκαλύπτου. Οι ατμοί δεν αφήνουν τον αέρα να ξεραθεί. Όταν αρρωσταίνει του σκεπάζει το κεφάλι με πετσέτα και χώνει τη μούρη του στον ατμό. Αναπνέει 10 λεπτά και γίνεται «περδίκι». Το βράδυ κοιμούνται στρωματσάδα στο ισόγειο γιατί έχει μεγαλύτερη ασφάλεια. Κοιτάει την πόρτα του μπάνιου που είναι στραβή. Πάνω ακουμπάει, στο κάτω μέρος αφήνει 10 πόντους. Λίγο η γιαγιά, πιότερο η μάνα του, που έχει εικονοστάσια σ’ όλα τα δωμάτια και, πιστεύει πως, πίσω από κάθε μαύρη, ψηλή πόρτα είναι η σκάλα για τον Άδη.

-Κάτσε καλά γιατί θα σε κλειδώσω στην αποθήκη…

Σκοτεινή, με ένα γιούκο ρούχα που μυρίζουν ναφθαλίνη είναι ο προθάλαμος της Κόλασης. Άλλωστε ξέρει πως είναι ο διάβολος, οι φωτιές και πως βράζουν στα καζάνια οι ψυχές. Τα είδε στο βιβλίο που γράφει «Η Κόλαση του Δάντη».

Με το που κάνει αταξία τον κλειδώνει στην αποθήκη κάτω απ’ τη σκάλα. Κάθεται στο γιούκο και περιμένει να τον ελευθερώσει. Ο παραμικρός θόρυβος τον τρομάζει. Ώρα είναι να έρθει ο Βελζεβούλης.

-Θα κάτσεις καλά να σε βγάλω, ρωτάει, και κάνει πως δεν υπάρχει μέχρι που ανησυχεί και τον αφήνει.

Στη κουζίνα τίποτα δεν είναι ίσιο. Το τραπέζι έχει τρία ίδια πόδια κι’ ένα κοντύτερο. Οι καρέκλες είναι δεμένες με σπάγκο κι’ οι ψάθες είναι τρύπιες. Ο νεροχύτης γέρνει δεξιά κι’ η βρυσούλα, ένα πράσινο οβάλ ντεπόζιτο στο τοίχο, στάζει. Η σήτα του «φαναριού», που βάζουν ψωμί και φαγητό για να μη «τα τρώνε οι μύγες», είναι τρύπια. Ο πατέρας λέει πως, όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα κάνει αγωγή στο κράτος για πολεμικές αποζημιώσεις και θα τις φτιάξει


Εμφύλιος. Στις 10 το βράδυ η πόρτα της αυλής ανοίγει κι’ η φιγούρα ενός άντρα γεμίζει το κενό. Φοράει χλαίνη και άρβυλα. Στο στήθος σταυρωτά τα φυσεκλίκια. Στο δεξί κρατάει οπλοπολυβόλο. Το φως της λάμπας πέφτει στα μακριά του γένια κάνοντας τον να δείχνει άγριος κι’ απόκοσμος

- Ποιοι μένουν εδώ, λέει, σπρώχνοντας πίσω το δίκοχο και κρεμώντας το όπλο στον ώμο.

- Εμείς, ο μικρός κι’ οι νοικάρηδες λέει ο Δήμος

- Άλλος;

- Κανείς

- Πως σε λένε

- Κωνσταντίνο…

- Τι κάνεις εδώ;

- Παίζω

- Με τι;

- Με σφαίρες. Έχω πολλές. Θα μου δώσετε άλλες;

- Τι τις θέλεις;

- Τις θέλω

Έβλεπε τους αντάρτες να περνούν στο δρόμο. Τους άκουγε να μιλάνε με το χωνί, αλλά αληθινό ελασίτη πρώτη φορά έβλεπε από κοντά.

Με αργές κινήσεις βγάζει τα γάντια και βάζει το χέρι στη τσέπη.
- Άνοιξε τις χούφτες σου

Με τις παλάμες ενωμένες, στάθηκε σε στάση προσοχής. Τις γέμισε σφαίρες
- Είναι από Τόμσον, είπε

- Μπα, που κακό χρόνο να ’χεις θα μας σκοτώσεις με δαύτα, λέει η Ερασμία σκαλίζοντας τη στάχτη στο μαγκάλι. Κόκκινα κάρβουνα βγαίναουν στην επιφάνεια κι’ η μυρουδιά του ψημένου κάστανου πλημύρισε το δωμάτιο

- Θέλετε ένα;

- Όχι ένα, δέκα λέει ο ελασίτης. Δύο μέρες έχω να φάω και κάνει και ψοφόκρυο
Τ’ ακούμπησε σ’ ένα χαρτόνι

Ο άντρας τράβηξε τη καρέκλα. Κάθισε ακουμπώντας κάτω το όπλο
- Μπορώ να το πιάσω;

- Μπορείς…
Απασφάλισε τον γεμιστήρα που ξεκούμπωσε με ένα ξερό κλικ. Τον έβαλε στη τσέπη. Τράβηξε το κλείστρο. Η τελευταία σφαίρα έπεσε στη παλάμη του
- Δική σου. Πρόσεξε μη μας σκοτώσεις

Άρχισε να τρώει. Ήταν φανερό πως πεινούσε
- Μη φοβάστε. Το σπίτι το πήρε ο ΕΛΑΣ. Κανείς δε σας πειράζει

- Και οι χίτες, ψέλλισε ο πατέρας. Το πρωί ήταν απέναντι. Ένας φύλαγε σκοπός στη πόρτα της ταβέρνας

- Ακόμα εκεί είναι αλλά, δεν κουνιέται, είπε ο ελασίτης
Πήρε άλλο. Έριξε τα φλούδια στη φωτιά. Δύο γλώσσες πήδησαν κι’ οι σκιές κινήθηκαν στο ταβάνι
- Ωραία είναι, όμως πρέπει να φύγω

Έβαλε τα γάντια, κάνοντας μια κίνηση να τεντώσουν στα δάχτυλα. Πέρασε τ’ όπλο στον ώμο
- Ευχαριστώ

Η Ερασμία έσκυψε το κεφάλι. Με τόσα που γίνονταν δεν ήξερε τι να πει. Δεν ήταν καιρός για ηρωισμούς. Πριν δύο μέρες είχαν σκοτώσει τον αδελφό του Λευτέρη. Χτύπησαν το παράθυρο και, με το που άνοιξε, τον πυροβόλησαν στο μέτωπο. Κάποιοι είπαν ότι τον εκτέλεσαν οι χίτες άλλοι οι αντάρτες.

- Οι ελασίτες θα χτυπήσουν του Μακρυγιάννη, κι’ οι Άγγλοι το σπίτι, είπε ο Δήμος κλείνοντας τη πόρτα. Έβαλε το χαλάκι στη χαραμάδα να μη περνάει το κρύο.

- Παναγιά μου βοήθα, είπε η Ερασμία κάνοντας το σταυρό της

- Αγία Φωτεινή, μεγάλη η χάρη σου, συμπλήρωσε η Μαρία

Άρχισε να τακτοποιεί τις κουβέρτες στα στρώματα στο πάτωμα. «Είναι καλύτερα για το παιδί αν πέσει καμιά οβίδα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: