"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Καρπούζι και γενναιοδωρία

 

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

Δεν ξέρω αν χόρτασε φράουλες η φράου Ζαχάροβα. Πάντως, απ’ όσο φαίνεται στο σχετικό βίντεο όπου κρατάει μια στα χείλη και τη βυζαίνει επιδεικτικά  (για να δείξει στους Δυτικούς την οικονομική επάρκεια της χώρας της), τής αρέσουν. Πρέπει να της αρέσουν, ίσως πιο πολύ κι απ’ τη βότκα. 

Θα μπορούσε να κάνει κάτι σχετικό κι ένας έλληνας πολιτικός, αν είχε το ανάλογο κόμπλεξ με τη Δύση: να βγει σε βίντεο με ένα καρπούζι στη μασχάλη, ή ενώ το καταβροχθίζει και φτύνει ψηλοκρεμαστά τα κουκούτσια, τώρα, καλοκαιριάτικα, που τα καρπούζια αφθονούν στη χώρα, ενώ αλλού είναι πιο ακριβά και από το αέριο του Πούτιν – εννοώ το αέριο προς καύση, κι όχι το άλλο, το εκ των ένδον.

Θυμάμαι  έναν εγγλέζο τουρίστα στο μπαρ, που καθότανε παραδίπλα: είχε αγοράσει ένα καρπούζι από το μανάβικο, το είχε αφήσει μπροστά του, πάνω στο τραπεζάκι και το φυλούσε λες και ήταν χρυσαφικό απ’ τον Ζολώτα, κάτι πολύτιμο, ένα τιμαλφές – κοιτούσε γύρω τούς διερχόμενους, φοβούμενος μην του το κλέψουν. Λογικό: πού να βρει τόσο λαχταριστό, ολόκληρο καρπούζι εκτός Ελλάδος – απ’ όσο έχω δει στην Ευρώπη τα πουλάνε κομμένα σε στενές, σι-θρού φέτες, μέσα σε σελοφάν και πανάκριβα, σχεδόν σε συσκευασία δώρου. Ενα ευρώ η δαγκανιά – τουλάχιστον.

Και μη νομίσουμε πως οι Ευρωπαίοι που τους αγαπάμε και μας αγαπούν, θα υποφέρουνε απ’ το αέριο, ή από διάφορα άλλα, υγρά, ή στερεά. Είναι μαθημένοι στην οικονομία, στην τσιγκουνιά, στον έλεγχο των τιμών – στα όρια της γυφτιάς.  Είναι θέμα κουλτούρας το καβούρι στην τσέπη, δεν είναι σαν κι εμάς τους σπάταλους, τους χουβαρντάδες και τους γενναιόδωρους – διότι έτσι ήμασταν, μιαν εποχή, με ξένα λεφτά, βέβαια, ενώ τώρα που σφίξανε τα γάλατα, πληρώνει ο καθένας τα δικά του, και η κούτρα και οι τρακαδόροι έχουν πολλαπλασιαστεί. Τέρμα τα ξεβράκωτα μεγαλεία.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έλεγε πως η Μεσευρώπη έχει οικοδομηθεί πάνω στην τσιγκουνιά.  

Ο δε Καμύ έγραφε πως «στο Αλγέρι γνώρισα τη φτώχεια, ενώ στο Παρίσι γνώρισα τη μιζέρια» – εξ ου και η έρευνα τιμών που είναι τρόπος ζωής στην ΕΕ, οι διακοπές που κλείνονται από τον Iανουάριο και τα βραχιολάκια all inclusive.  

Σφιχτοχέρηδες από άποψη οι Ευρωπαίοι και, από μια μεριά, ευτυχώς, διότι μας έσωσαν όταν φαλιρίσαμε και μας σώζουν ακόμα – γι’ αυτό, ακόμα και οι Εγγλέζοι, ανάλογης νοοτροπίας, ίσως έχουν δίκιο βλέποντας ένα καρπούζι σαν να είναι χρυσό περιδέραιο.

Εμείς, έχοντας καταρχήν τραγική σκέψη και άλλη αντίληψη του θανάτου, είμαστε ακόμα αυτοκτονικά ανοιχτοχέρηδες, κερνάμε, είμαστε χουβαρντάδες από νοοτροπία. Πλούσια τα ελέη – κι αύριο βλέπουμε.  

Και ανάμεσα στα πλουσιοπάροχα ελέη είναι και το καρπούζι: αυτή η εικόνα των αγροτών, των παραγωγών, που κατεβαίνουν στις πόλεις με καρότσες γεμάτες (και γαμάτες) καρπουζάρες είναι η εικόνα της θεάς της γονιμότητας, της γενναιοφροσύνης, της ευφορίας, μια ένδειξη ότι η χώρα αποτελεί ακόμα ένα προάστιο του Παραδείσου. Ολα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω – ακόμα εν Ελλάδι, μια καρπουζάρα σε μέγεθος νάρκης βυθού είναι πάμφθηνη. Μεγάλα σφαγμένα καρπούζια φιγουράρουν κατακόκκινα πάνω στην πράσινη στοίβα της καρότσας, σε γνέφουν, σε φλερτάρουν μαζί με τη φωνή του καρπουζά – πόσο μπορείς να αντισταθείς; Ωοειδή, ή σφαιρικά, είναι ο ορισμός του θέρους, του Ελληνισμού, της δροσιάς, του πάθους, της θνησιγενούς νεότητας.

Ελεγε κάποιος στο μπαρ, βλέποντας τον Εγγλέζο: «Ελα, μωρέ, τι να μας πούνε κι αυτοί οι Ευρωπαίοι που αγοράζουν πανάκριβα το καρπούζι σε φέτες, ενώ εμείς το έχουμε για να ταΐζουμε τα γουρούνια». Μέσα στην ελληνική υπερβολή του, ο άνθρωπος είχε από μια μεριά δίκιο – μιαν άλλη φορά, περιμένοντας στον Πειραιά, το καράβι για τα νησιά, άκουσα ένα γκαρσόνι να λέει βλέποντας τα λεφούσια των αλλοδαπών που συνέρρεαν: «Ολοι αυτοί οι ξένοι που βλέπεις είναι κορόιδα. Δουλεύουνε μια ολόκληρη ζωή για να πάνε μια βόλτα ως την Πάρο, και μάλιστα με βραχιολάκι».

Θυμάμαι τον παππού μου στην Καβάλα, που ενώ με περίμενε να πάω εκεί για διακοπές, επειδή ήξερε την αδυναμία του εγγονού του, γέμιζε όλο το χαγιάτι του σπιτιού με δεκάδες καρπούζια και πεπόνια, ενώ είχε έτοιμο φτιαγμένο ρετσέλι, έναν ολόκληρο τενεκέ, αυτό το έξοχο γλυκό από σύκα που τώρα, μετά από χρόνια, άρχισαν να το πουλάνε ως σούπερ, δυσεύρετο γλυκό στα ντελικατέσεν, με σπέσιαλ συσκευασία. Μιλάμε για την ευτυχία της αφθονίας – και όντως, θυμάμαι, αρκετά, ολόκληρα ή μισοφαγωμένα καρπούζια, που τα τάιζε, ο παππούς, και στα ζώα του αφειδώς.

Οπότε, δεν ξέρω τι θα κάνουμε με τα αέρια του Πούτιν και της Ζαχάροβα, πάντως, μέχρι τον χειμώνα, θα ευχαριστηθούμε καρπούζι. Είτε από καρότσα, είτε από οπωροπωλείο, προσφέρονται απλόχερα και πάμφθηνα στον καθένα. Είναι ένα μη-ταξικό φρούτο, το φρούτο της Φρουτοπίας. Δεν ενδείκνυται για αντιπολίτευση. Λαϊκό κι αριστοκρατικό ταυτόχρονα, για όλους – δεν έχει ανάγκη από δημοσιονομικό χώρο για να αγοραστεί. Η καρδιά του καρπουζιού, ερυθρή, πυρέσσουσα, λαχταριστή, εκρηκτική, έχει εμπνεύσει πολλούς ζωγράφους και πολλούς πίνακες – ίσως περισσότερο αυτό το αίσθημα της δροσερής επάρκειας και του ταυτόχρονου πάθους που εκπέμπει.

Καλές και οι φράουλες της Ζαχάροβα, δεν λέω, αλλά νομίζω πως στη Μακεδονία (και όχι μόνον) καλλιεργούμε καλύτερες.  

Αλλά, το κυριότερο: 

 

Στη Ρωσία πού να βρεις καλό καρπούζι; Μποστάνια; 

Διαβάζω ότι κάποιος ρώσος ολιγάρχης (την έχει γλιτώσει ως τώρα) σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο της Ηλείας, πήγε και αγόρασε είκοσι τόνους καρπούζια και τα κέρασε στους ενοίκους του Hotel. Κάνανε γρανίτα από καρπούζι, χυμούς, κοκτέιλ – επί έναν μήνα οι ένοικοι χόρτασαν καρπούζι. Γενναιοδωρία, μάνα μου Ελλάς.



Δεν υπάρχουν σχόλια: