Είναι πια σαφές ότι ο άνθρωπος ένιωθε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Κι όμως. Δεν επέστρεψε στο νοσοκομείο να τους ζητήσει να κάνουν το προφανές. Να τον εξετάσουν, να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες, να αποτρέψουν έναν θάνατο. Από το χρονικό και τις μαρτυρίες καταλαβαίνεις ότι ο άνθρωπος δεν έκανε καβγά, δεν φώναξε, δεν έβρισε. Και αυτό πονάει πιο πολύ.
Δεν είπε καν αυτό που σκεφτόμαστε όλοι τώρα.
Οτι πληρώνουμε φόρους για έχουμε δημόσιες και δωρεάν παροχές υγείας. Ισως το πιο σύντομο ανέκδοτο.
Υπάκουσε ό,τι του είπαν. Κι ας πονούσε. Θανάσιμα. «Αν αργούσα τρία λεπτά, θα τον έβρισκα νεκρό στο πάρκινγκ του νοσοκομείου». Τρία λεπτά μετά ο άνθρωπος ξεψυχά στη θέση του συνοδηγού.
Δηλώσεις του προέδρου του Σωματείου: «Η νοσηλεύτρια που ήταν σε βάρδια ήταν στη θέση της, έκανε το αυτονόητο, πήρε το ιστορικό και είχε και τη μαρτυρία ότι είχε πάει το πρωί σε ιδιώτη γιατρό να εξεταστεί».
Τον ακούς και σαστίζεις. Ενας άνθρωπος πέθανε διότι μια νοσηλεύτρια έκανε μόνη της διάγνωση και δεν φώναξε κάποιον από τους δεκάδες γιατρούς που ήταν στο κτίριο και ο συνδικαλιστής σπεύδει να σχολιάσει ότι ήταν στη θέση της.
Τον λόγο παίρνει το μέλος της επιτροπής γιατρών του νοσοκομείου: «Δεν φταίνε οι γιατροί για αυτό που συνέβη. Οταν το νοσοκομείο είναι σε γενική εφημερία, θεωρείται ότι δεν υπάρχει και είναι κλειστό». Σαν να μιλάει για μαγαζί με ρούχα.
Απουσία ενσυναίσθησης, ακόμα και στοιχειώδους συναίσθησης.
Συνδικαλιστική αντιμετώπιση του θανάτου.
«Δεν με δέχτηκαν, μου είπαν εφημερεύει το Ρίο, δεν μπορώ να πάω μόνος μου, δεν είμαι καλά, κάνε γρήγορα σε παρακαλώ». Ενας χαμηλών τόνων πολίτης που...
χωρίς να κάνει καβγά έκανε αυτό που του είπαν.
Και πέθανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου