Στις εθνικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, που ανέβασαν τον ΣΥΡΙΖΑ στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου και του χάρισαν την εξουσία για πάνω από τέσσερα χρόνια (με την ευγενική χορηγία του – προτελευταίου – ακροδεξιού κόμματος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων), η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή κατέκτησε για πρώτη φορά στην ιστορία της την τρίτη θέση και, παρά τη μικρή διαφορά ψήφων (μόλις 15.000) από το τέταρτο Ποτάμι, πανηγύρισε δεόντως την επιτυχία της.
Οπως κατέδειξαν ο Παναγιώτης Κουστένης και ο Ηλίας Νικολακόπουλος με την ωμή γλώσσα των αριθμών («ΤΑ ΝΕΑ», 8/2/2015) η Χρυσή Αυγή, παρά το χάλκινο μετάλλιό της, σημείωσε φθίνουσα και όχι αύξουσα πορεία: με 388.447 ψήφους (ποσοστό 6,28%) υπολειπόταν σημαντικά της δικής της επίδοσης στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014, όταν είχε κατορθώσει να υπερβεί το φράγμα των 500.000 ψήφων. Ωστόσο, με δεδομένο ότι, τόσο τον Μάιο του 2014 όσο και τον Ιανουάριο του 2015, είχε καταφέρει να αποσπάσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι από την εκλογική πίτα, σε μια περίοδο όπου οι βουλευτές της είχαν ήδη προφυλακιστεί και η κρατική οικονομική χρηματοδότηση είχε διακοπεί μέχρις ότου η δικαιοσύνη αποφανθεί εάν αυτό το κομματικό μόρφωμα είναι ή δεν είναι εγκληματική παραστρατιωτική οργάνωση (κάτι που δεν θα συνέβαινε παρά μονάχα πέντε χρόνια αργότερα), η εκλογική της ανθεκτικότητα μαρτυρούσε μια σειρά από «συμπτώματα» που δύσκολα θα παραδέχονταν ή θα κατάπιναν αμάσητα οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου.
Ως κερασάκι στην τούρτα και για του λόγου το αληθές πλάκωσε το εκλογικό αποτέλεσμα οκτώ μήνες αργότερα: τον Σεπτέμβριο του 2015 η Χρυσή Αυγή απέσπασε ελαφρά λιγότερες ψήφους από τον Ιανουάριο (379.581), αν κι ελαφρά μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου των ψηφισάντων (6.99%), που είχε να κάνει περισσότερο με την υψηλή αποχή από τις κάλπες. «Ισα βάρκα, ίσα νερά», θα σχολίαζε κάποιος ψύχραιμος παρατηρητής – και γιατί άλλωστε να αλλάξει εντυπωσιακά η εκλογική της επίδοση μέσα σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα; Ισως επειδή – θα αντέτεινε κάποιος από εμάς, τους όχι και τόσο ψύχραιμους – ο Νίκος Μιχαλολιάκος, τρεις ημέρες πριν από τις εκλογές, την παραμονή συμπλήρωσης δύο χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ανέλαβε δημόσια την πολιτική ευθύνη για τη διάπραξή της. Βεβαίως, οι λιγότερο αιθεροβάμονες, όσοι είχαμε πικρή προσωπική εμπειρία από τον κοινοβουλευτικό κι εξωκοινοβουλευτικό «ακτιβισμό» της Χρυσής Αυγής (έναν καιρό μάλιστα, προ Φύσσα, είχαμε φθάσει στο παρανοϊκό σημείο να θέτουμε σε δημόσια διαβούλευση εάν πρέπει να επιτρέπεται οι χρυσαυγίτες βουλευτές να οπλοφορούν ακόμη και στην… αίθουσα της Ολομέλειας), γνωρίζαμε ότι, από τη στιγμή που δεν ίδρωσε το αφτί του μέσου ψηφοφόρου της με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα καθεαυτή, μάλλον θα καμάρωνε για την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον αρχηγό της.
Επρεπε να το πάρουμε επιτέλους απόφαση: ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος, που άλλοτε προσέγγιζε και άλλοτε υπερέβαινε το 10%, όχι μόνο δεν απεχθανόταν την επίδειξη βίας και αυθαιρεσίας, αλλά απεναντίας την επικροτούσε και την επιβράβευε. Από τις «σφαλιάρες» που θα μας μοίραζε ο Κασιδιάρης «λίγο πιο άνετα», όσον καιρό θα τον προστάτευε η βουλευτική του ασυλία, έως τους μαχαιρωμένους μετανάστες στα χρυσαυγίτικα πογκρόμ, το μήνυμα που έφθανε ως εμάς δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση: υφίσταται ένας τύπος νεοέλληνα «λεβεντομαλάκα» ψηφοφόρου που σαγηνεύεται σταθερά από τον αυταρχισμό και τους εκάστοτε εκφραστές του.
Μπορεί η Χρυσή Αυγή να είναι πλέον «περσινά ξινά σταφύλια», ξεδοντιασμένη και αποδεκατισμένη, αλλά διαγκωνίζονται οι ντεκαφεϊνέ φασίστες επενδυτές στις δημοπρασίες για να αποκτήσουν τα εκλογικά της ιμάτια: πολιτευτές από όλο το κομματικό φάσμα – αλλά πρωτίστως, όπως είναι φυσικό, από τη δεξιά της Δεξιάς – σκοπεύουν να καθαρίσουν τα εν λόγω ιμάτια από τους ναζιστικούς τους λεκέδες και να κρατήσουν ατόφια μονάχα την αυταρχική τους ύφανση.
Η υψηλή δημοτικότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ελλάδα, πρόσκαιρα και όχι ιδιαίτερα πληγωμένη από την απόφασή του να εισβάλει στην Ουκρανία, δεν φαντάζει τόσο «εκκεντρική» εάν την εξετάσουμε υπό το φως της διαχρονικής σαγήνης που ασκούν οι αυταρχικοί ηγέτες στη χώρα μας. Ασφαλώς και ο ίδιος ο Πούτιν έχει βάλει το χεράκι του, την έχει «ιδρώσει τη φανέλα» για να κερδίσει τη δημοτικότητά του, δίχως βεβαίως το θετικό ή το αρνητικό του «ίματζ» στην πατρίδα μας να αποτελεί και την πρωταρχική του σκορδοκαΐλα.
Αφού λοιπόν δεν ενοχλήσουμε όσους συμπατριώτες μας πιστεύουν ακράδαντα ότι ο Πούτιν φλέγεται να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη προκειμένου ευθύς κατόπιν να μας την παραδώσει (συνιστάται οι συγκεκριμένοι συμπατριώτες μας να εξομολογηθούν αυτήν την πεποίθηση σε κάποιους πιο ειδικούς από εμάς), ας εξετάσουμε με ποιους ακριβώς τρόπους κατάφερε ο αφιλότιμος να κλέψει τις καρδιές μας. Κοινώς, να μας τουμπάρει.
Οσοι διακρίνουν ευθύς εξαρχής στον Πούτιν έναν φλογερό ρώσο πατριώτη (όπως διέκρινε το σπινθηροβόλο βλέμμα του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, όταν τον συνάντησε πρώτη φορά στη Σλοβενία) μπορούν ευκολότερα να πεισθούν ότι ο Βλαντίμιρ, εκτός από τον δικό του πατριωτισμό, χολοσκάει και για τον πατριωτισμό των άλλων.
Ο Πούτιν είναι φλογερός πατριώτης, αλλά δεν είναι και κανένα κορόιδο: γνωρίζει πόσο εύκολα χειραγωγείς τους απανταχού πατριώτες, αρκεί να πιστέψουν ότι τα δικά σου εθνικά συμφέροντα συνάδουν με τα δικά τους.
Ετσι κατάφερε, λόγου χάριν, να ενσταλάξει τόσο στους ακραίους εθνικιστές του VMRO όσο και στους δικούς μας, τους εκ διαμέτρου αντίθετους, τη βεβαιότητα ότι η λύση στην ονομασία του γειτονικού μας κράτους είναι μία και μοναδική: Μακεδονία σκέτη, χωρίς εδαφικό ή άλλον προσδιορισμό – και ας δίνει ο καθένας στη «σκέτη» το νόημα που επιθυμεί.
Αναλόγως χειρίστηκε τις θρησκευτικές μας ευαισθησίες. Οικοδόμησε την προσωπική του μυθολογία ως Προορισμένου της Ορθοδοξίας αρκετά νωρίς, όταν...
κάηκε η ντάτσα του ολοσχερώς, τον Αύγουστο του 1996, αλλά βρέθηκε άθικτο το αγαπημένο του σταυρουδάκι. Εκτοτε δεν άφησε θαυματουργό κειμήλιο που να μην προσκυνήσει, συμπεριλαμβανομένης της «Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου» που περιέφερε ο αγιορείτης ηγούμενος Εφραίμ ανά την υφήλιο.
Πώς συμβιβάζει τη βαθιά του ευλάβεια με τη σφαγή του αδελφικού ορθόδοξου λαού της Ουκρανίας;
Δεν τη συμβιβάζει.
Σπαράζει η ψυχούλα του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου