(Απο τη Μακεδονία τς Κυριακής 24 Μαρτίου 2019)
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι πολίτες επιχειρούν να
αποτιμήσουν την πορεία του ελληνικού κράτους, σχεδόν δύο αιώνες μετά τη
συγκρότησή του. Αφορμή φυσικά αποτελεί η τρέχουσα οικονομική κρίση, η
οποία αναπόφευκτα πολλαπλασιάζει τα σχετικά ερωτήματα. Ανέκαθεν,
άλλωστε, το ιστορικό παρελθόν αποτελούσε τη δεξαμενή αναζήτησης γνώσης
για τις παθογένειες του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, η αναδρομή στην
ιστορία του ελληνικού κράτους συνιστά πολύτιμη διαδικασία για όποιον
ενδιαφέρεται να κατανοήσει αρκετά από τα τεκτονικά συμβάντα της
τρέχουσας καθημερινότητας. Φτάνει μόνο η αναδίφηση αυτή να γίνεται με
σεβασμό στους κανόνες της ιστορικής επιστήμης που απαιτούν νηφαλιότητα,
κριτική σκέψη και αναλυτική ικανότητα για την εξαγωγή των συμπερασμάτων.
Στο σημείωμα αυτό θα συνοψίσω σύντομα τις δικές μου σκέψεις πάνω στο ζήτημα.
Η ελληνική επανάσταση του
1821 και η συγκρότηση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους
αποτέλεσαν ένα κορυφαίο γεγονός με διαστάσεις εθνικές, βαλκανικές,
ευρωπαϊκές και παγκόσμιες. Από κοινού με την αμερικανική, τη γαλλική και
την επανάσταση στη νότια Αμερική, η ελληνική Παλιγγενεσία συγκίνησε τα
φιλελεύθερα πνεύματα που αντιμάχονταν το συντηρητισμό των παλαιών
μοναρχικών καθεστώτων. Οι ιδεολογικοί καθοδηγητές της ελληνικής
Επανάστασης εμφορούνταν από τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και
αγωνίζονταν για τη συγκρότηση μιας ευνομούμενης, φιλελεύθερης και
δημοκρατικής πολιτείας, κατά των προτύπων των φωτισμένων κρατών της
δυτικής Ευρώπης. Οι ιδέες τους, ρηξικέλευθες και προοδευτικές, κορύφωσαν
τις ελπίδες για την αναγέννηση του Ελληνισμού και την επανατοποθέτησή
του στο χάρτη των πρωτοπόρων εθνών της ανθρωπότητας.
Το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού που είχε σαρώσει τη Βαλκανική
μετά το 1750 είχε φροντίσει να προετοιμάσει ιδεολογικά τον ξεσηκωμό του
Γένους. Η Επανάσταση του 1821 ήταν ένα κατεξοχήν πολιτικό κίνημα, το
οποίο πήγαζε και εμπνεόταν από τα αντίστοιχα κινήματα που σημειώνονταν
την ίδια περίοδο στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική, ενώ είχε οργανωθεί
κατά τα συνωμοτικά πρότυπα των καρμποναρικών οργανώσεων. Οι
πρωταγωνιστές του Αγώνα γνώριζαν καλά τόσο το σκοπό όσο και το
περιεχόμενο των πρωτοβουλιών τους.
Ακόμη
και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε πλήρη συναίσθηση της αποστολής του.
«Τα βιβλία οπού εδιάβαζα ήτον η ιστορία της Ελλάδος, η ιστορία του
Αριστομένη και Γοργώ και η ιστορία του Σκεντέρμπεη», έγραφε, «Η γαλλική
επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμη μου, να ανοίξουν τα
μάτια του κόσμου. Πρωτήτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους
ενόμιζον ως θεούς της γης και ό,τι και αν έκαμναν, το έλεγαν καλά
καμωμένο. Διά αυτό και είναι δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν»,
σημείωνε στα Απομνημονεύματά του ο Γέρος του Μοριά. Προσέθετε
μάλιστα πως η κίνηση των Ελλήνων ήταν δίκαιη, αφού ήταν εθνική και
στόχευε στην αποτίναξη της σκλαβιάς: «η επανάστασις η εδική μας δεν
ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσαις γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της
Ευρώπης αι επαναστασεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος
πόλεμος. Ο εδικός ας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με έλλο
έθνος, ήτον με ένα λαόν όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθή ως
τοιούτος, ούτε να ορκιστή, παρά μόνον ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο
Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήση τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως
σκλάβους». Ο ίδιος ήταν μάλιστα ενήμερος της επικινδυνότητας των
εγχειρήματος που είχαν αναλάβει: «εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της
Πατρίδος. Αν εχαλιώμεθα, εκινδυνεύαμε να μη κάμωμε ορδί πλέον».
Οι ιδέες και το πνεύμα της Επανάστασης αποτυπώνονται με ενάργεια στις επαναστατικές προκηρύξεις των Ελλήνων
επαναστατών. «Το Ελληνικόν Έθνος βεβαρυμένον πλέον να στενάζη υπό τον
σκληρόν ζυγόν υπό τον οποίον τέσσαρας περίπου αιώνας καταθλίβεται
επονειδίστως, τρέχει με γενικήν και ομόφυλον ορμήν εις τα όπλα διά να
κατασυντρίψη τας βαρείας αλύσους τας υπό των βαρβάρων Μωαμεθανών
περιτεθείσας εις αυτό», διακήρυτταν οι πρόκριτοι της Ύδρας, ενώ εκείνοι
των Σπετσών υποστήριζαν πως «Ομογενείς! Οι προεστεύοντες των ελληνικών
νήσων και όλοι οι κάτοικοι αυτών, ο πόλεμος των οπίον κάμνομεν κατά των
ασεβών τυράννων δεν είναι κλέπτικος αλλ’ όλου του Έθνους μας,
αποφασισμένος θεόθεν και ωργανισμένος από μεγάλους άνδρας, ζητούμεν την
ανεξαρτησίαν του Γένους μας και δι’ αυτήν συνεισφέρομεν όλοι και όπλα
και πλοία και σώματα».
Οι Έλληνες καλούνταν στα όπλα, οι Τούρκοι καταγγέλλονταν συλλήβδην
ως δυνάστες και απολίτιστοι, ενώ η επίκληση του αρχαίου παρελθόντος
σκορπούσε ρίγη συγκίνησης. «Μη δειλιάσετε απόγονοι του Μιλτιάδου και
Θεμιστοκλέους, μη φανήτε ανάξιοι της ελευθερίας σας, ο πόλεμος γίνεται
διά την πίστιν και την πατρίδα, συλλογισθήτε πόσα κακά, πόσας τυραννίας
υποφέρετε από τους Τούρκους, συλλογισθήτε πόσα κακά θέλουν κάει, εάν (ό
μη γένοιτο) θριαμβεύσωσι».
Για
την πίστη και την πατρίδα, για την ελευθερία του έθνους και την
οργάνωση μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής πολιτείας. Αυτές ήταν οι
ιδέες και οι αξίες που κινητοποίησαν και ενέπνευσαν τους Έλληνες δύο
αιώνες νωρίτερα. Οι ιδέες αυτές άλλωστε εκφράζονται με ενάργεια στο
κείμενο της Διακήρυξης της Πρώτης Εθνικής Συνελεύσεως που εκδόθηκε στην
Επίδαυρο τον Ιανουάριο του 1822: «Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών,
μακράν του να στηρίζηται εις αρχάς τινάς δημαγωγικάς και στασιώδεις ή
ιδιωφελείς μέρους τινός του σύμπαντος ελληνικού έθνους σκοπούς, είναι
πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η
ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας
και της τιμής, τα οποία, ενώ την σήμερον όλοι οι ευνομούμενοι και
γειτονικοί λαοί της Ευρώπης τα χαίρουσιν, από ημάς μόνον η σκληρά και
απαραδειγμάτιστος των Οθωμανών τυραννία επροσπάθησε με βίαν ν’ αφαιρέση
και εντός του στήθους ημών να τα πνίξη».
Ωστόσο, στην ελληνική χερσόνησο των αρχών του 19ου αιώνα
κυριαρχούσαν ιδεολογίες και τοπικές ομάδες που αντιμάχονταν τον
προσανατολισμό προς τη Δύση. Η θέση τους μάλιστα ισχυροποιούνταν και από
το γεγονός ότι τελικώς πολύ λίγοι από όσους θεωρητικά
υποστήριζαν τη συγκρότηση μιας ελληνικής πολιτείας οργανωμένης σε
φιλελεύθερα πρότυπα μπορούσαν να καυχώνται για την ανιδιοτέλειά τους. Το
έδειξαν αυτό ξεκάθαρα οι χειρισμοί των περισσότερων από όσους
ενεπλάκησαν στην υπόθεση των δανείων της Επανάστασης. Για τους
προύχοντες η πρόσληψη του μέλλοντος του Ελληνισμού υπήρξε κατά βάση η
αναπαραγωγή των κατεστημένων οθωμανικών δομών της Τουρκοκρατίας -υπό τη
δική τους βέβαια εξουσία. Επρόκειτο για δικαιολογημένη αντίδραση μιας
προνεοτερικής κοινωνικής ομάδας η οποία ήταν δύσκολο να αντιληφθεί τις
προτεραιότητες της νέας εποχής.
Το
δυστύχημα όμως είναι ότι ...
εκείνη η σύγκρουση για το χαρακτήρα και το
μέλλον του νεοσύστατου ελληνικού κράτους δεν περιορίσθηκε μόνο στη
διάρκεια της Επανάστασης. Αντίθετα συνεχίσθηκε -και κατά τη γνώμη μου
συνεχίζεται ακόμη- με διαφορετικούς κάθε φορά πρωταγωνιστές και
πολιτικές προτεραιότητες.
Έως σήμερα ο «λαϊκιστικός κοτζαμπασισμός»
εξακολουθεί να αντιμάχεται τη συγκρότηση ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού
κράτους, όπου οι θεσμοί θα λειτουργούν ανεξάρτητα από τις διαθέσεις της
άρχουσας τάξης, πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής.
Η αντίληψη για
το «κράτος – λάφυρο», επενδυμένη με ισχυρές δόσεις απομονωτισμού και
συνωμοσιολογίας και με συνθηματολογία που θωπεύει τα κατώτερα ένστικτα
του λαού, εξακολουθεί να αποπροσανατολίζει από τα μεγάλα ερωτήματα και
διλήμματα που απασχολούν τα πρωτοπόρα έθνη. Όμως οι πρόγονοί μας
πρόκοψαν επί αιώνες στη Διασπορά λόγω ακριβώς της εξωστρέφειας και του
κοσμοπολιτισμού τους, παραδοσιακών αξιών ενός Οικουμενικού Ελληνισμού.
Αυτές τις αξίες θεωρώ πως είναι απαραίτητο να ανακαλέσουμε σήμερα, πριν η
κλεψύδρα αδειάσει εντελώς.
Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης
Αναπληρωτής Καθηγητής
Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου