Ειδικά στον στίβο της πολιτικής, προηγείται καθοριστικά η διαφορά του απλώς διαχειριστή (αναγκών, προβλημάτων, προγραμμάτων) από τον ρηξικέλευθο μεταρρυθμιστή (θεσμών, οργανωτικών σχημάτων, κοινωνικών λειτουργιών).
Ας φανταστούμε, λ.χ., ποιες μανιασμένες αντιμαχίες θα προκαλούσε μια τυχόν αναγνώριση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Στέφανου Μάνου ως ταλαντούχων, σοβαρών και ευπρεπών διαχειριστών, αλλά μέτριων ή και ατάλαντων κοινωνικών μεταρρυθμιστών. Η τυχόν αναγνώριση του Ανδρέα Παπανδρέου και του Αλέξη Τσίπρα ως ταλαντούχων κοινωνικών μεταρρυθμιστών, ευνοημένων από τις συγκυρίες, αλλά φορέων ολέθριου αμοραλισμού, κύριων συντελεστών δραματικής κοινωνικής αποσύνθεσης.
Δεν είναι δυνατό να συζητηθούν στην Ελλάδα αξιολογήσεις δημόσιων προσώπων, δεν διαθέτουμε νηφαλιότητα και απροκατάληπτες πηγές πληροφόρησης, έχουμε και ισχυρογνωμοσύνη, ιδίωμα των απαιδεύτων. Γι’ αυτό και παραδινόμαστε, με αυτοκαταστροφική απερισκεψία, στα παιχνίδια και τερτίπια των χρυσοπληρωμένων μαστόρων του τεχνητού εντυπωσιασμού.
Μας κάνουν ό,τι θέλουν, στυγνότερη απολυταρχία από αυτή των διαφημιστών και των κατασκευαστών κοινής γνώμης δεν γνώρισε ποτέ ο λαός των Ελλήνων. Συλλογική σωτηρία δεν μοιάζει να μπορεί να υπάρξει, πολιτικοί και διαφημιστές έχουν πια ενωθεί «εις σάρκα μίαν» – δεν ξεχωρίζουν ούτε τα συμφέροντα, ούτε τα μυαλά τους.
Μοναδική δυνατότητα αντίστασης είναι η ατομική ανταρσία: Να μάθουμε να ξεχωρίζουμε την κατασκευασμένη εντύπωση από τον ρεαλισμό της πληροφορίας. Να διακρίνουμε το ψέμα πίσω από τα ρητορικά στολίδια κάθε σκόπιμης εξαπάτησής μας.
Τι εννοεί ο πρωθυπουργός όταν δηλώνει (με καύχηση): «τους πολιτικούς μου αντιπάλους δεν τους στέλνω στα δικαστήρια»;
Είναι παρτίδα ατομικής μετοχής του σε παιχνίδι η διαχείριση της εξουσίας που του εμπιστεύθηκε ο λαός, παιχνίδι με συμπαίκτη κατασφαλισμένης ατιμωρησίας;
Από πού αντλεί το δικαίωμα ο πρωθυπουργός να αμνηστεύει αδίκαστους τους πολιτικούς του αντιπάλους; Ποιος του δίδαξε αυτό το είδος της «δημοκρατίας»;
Απροσμέτρητο αμοραλισμό προδίδει και η δήλωσή του για την (τάχα και) «συνθήκη» των Πρεσπών: «Την καταψήφισα, αλλά τώρα τη σέβομαι, επειδή την ενέκριναν τα δύο κοινοβούλια, αποτελεί πλέον μέρος (sic) του Διεθνούς Δικαίου»! Θα μπορούσε ίσως (οι γνώμες στασιάζονται) μια συνθήκη να δημιουργεί κανόνα Δικαίου που να ρυθμίζει τις σχέσεις δύο λαών, αν με δημοψηφίσματα την αποδεχθούν αβίαστα και οι δύο λαοί. Αλλά με δυο αποφάσεις κοινοβουλίων, προκλητικά και εξόφθαλμα «μαγειρεμένες» (με αντιπαροχές υπουργοποιήσεων, ομολογημένους χρηματισμούς και ωμή τρομοκρατία), όχι, προς Θεού, δεν προσλαμβάνει το κουκλοθέατρο των Πρεσπών κύρος Διεθνούς Δικαίου.
Τι φιλοδοξεί να είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης;
Παρακολουθούμε εμβρόντητοι οι πολίτες την ψυχαναγκαστική εμμονή του Κ.Μ. στην προτεραιότητα «προσέλκυσης ξένων επενδυτών». Δηλαδή, για μυριοστή φορά, περιμένουμε την «ανάκαμψη» στην Ελλάδα από τους ξένους, που θα επενδύσουν στην εντόπια εδώ βιομηχανική έρημο. Ούτε καν διανοείται την προτεραιότητα της ανάγκης να τολμηθούν οι μεταρρυθμίσεις κρατικών δομών και λειτουργιών ικανών να υποδεχθούν τυχόν επενδυτές – όχι. Ο Κ.Μ. εκλιπαρεί τους ξένους να έρθουν να επενδύσουν σε δονκιχωτικούς ανεμόμυλους.
Η κυρίως διαφορά του διαχειριστή από τον μεταρρυθμιστή είναι ότι:
Ο διαχειριστής θα ψάχνει πάντοτε τις «καλύτερες» (και πιο εντυπωσιακές) λύσεις, τις καλύτερες και πιο αποτελεσματικές εφαρμογές των λύσεων, τους πιο εργατικούς και συνεπείς εφαρμοστές.
Ο στόχος, για τον μεταρρυθμιστή, δεν είναι μια ουτοπική, «ιδεώδης» κοινωνία. Η φύση των ανθρώπων θα είναι πάντοτε αυτή που είναι, έλεγε ο Αριστοτέλης – ένστικτα και ορμές αυτοσυντήρησης, κυριαρχίας, ηδονής. Στόχος δεν είναι η τιθάσευση της κτηνωδίας, είναι η χαρά της ελευθερίας από την αναγκαιότητα. Αυτή συνιστά την «πολιτικήν τέχνην και επιστήμην».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου