Του Γιώργου Ι. Κωστούλα
Πρώτα, ας θυμηθούμε ολόκληρο το Θουκυδίδειο χωρίο, καθώς εξ αιτίας των ευνόητων, απλοϊκών, εφηβικών συνηχητικών συνειρμών κυκλοφορεί κουτσουρεμένο, περιορισμένο στο πρώτο του σκέλος, το αναφερόμενο στις καλλιτεχνικές επιδόσεις των Αθηναίων. Αυτό είναι που έχουμε αποστηθίσει οι περισσότεροι (και αν…): "Φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας" […] Μέχρις εκεί.
Ας το αποκαταστήσουμε, λοιπόν, πλήρως εδώ- δεν είναι και πολύ […] "πλούτω τε έργου μάλλον καιρώ ή λόγου κόμπωχρώμεθα και το πένεσθαι ουχ ομολογείντινιαισχρόν, αλλά μη διαφεύγειν έργω αίσχιον".
Το αποδίδω, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα μεταφράσεων (βλ. Υστερόγραφο): "Είμαστε εραστές του ωραίου, αλλά χωρίς σπατάλη (ή την αγάπη μας για το ωραίο ικανοποιούμε χωρίς σπατάλη) και καταγινόμαστε με τα γράμματα χωρίς να καταντούμε μαλθακοί. Ο πλούτος εξάλλου μας χρησιμεύει ως ευκαιρία μάλλον προς εκτέλεσιν έργων, παρά ως ελατήριο κομπορρημοσύνης. Και το να ομολογεί κανείς τη φτώχεια του δεν είναι αισχρό. Το να μην προσπαθεί όμως να την αποφύγει, με την εργασία του, είναι αισχρότερο".
Καταδικασμένο, λοιπόν, από γυμνασιόπαιδες και από όλους μας, το δεύτερο σκέλος του κειμένου υπέκυψε στην άνιση αναμέτρησή του με την αγοραία ελαφρότητα που περιέχεται στο πρώτο τμήμα του αριστουργηματικού λόγου, και κανένας πια δεν άκουσε, ποτέ, τίποτα γι’ αυτό.
Στερώντας μας έτσι τη σπουδαία Θουκυδίδεια παραγγελία. Κλειδί της παραγγελίας, η παρουσία στο κείμενο της αυστηρής - απόλυτα προστακτικής -, φοβερής δοτικής: "έργω": [...] "αλλά μη διαφεύγειν (τη φτώχεια) έργω αίσχιον".
Ναι μεν σαφής η ενθάρρυνση για την εξατομικευμένη αποφυγή της φτώχειας και την αναζήτηση του πλούτου, αλλά (πώς όμως;): "έργω", μέσα δηλαδή από το έργο μας, ως αποτέλεσμα της εργασίας μας- και μόνο.
Η φράση, κόκκινο πανί για τους απανταχού βολεψιματίες της ήσσονος προσπάθειας, τους πολέμιους της εντατικοποίησης, τους αλλεργικούς στην αριστεία, συνιστά έναν ύμνο προς την φιλελεύθερη οικονομική δημοκρατία. Όπου το δικαίωμα στην εργασία είναι ένα φυσικό, διεκδικήσιμο αγαθό ενσυνείδητης επιλογής, που ταιριάζει σε ανθρώπους υψηλού δείκτη αυτοβουλίας, αλλά που δεν είναι τόσο ισχυροί ώστε να είναι υπεράνω του νόμου.
Ανθρώπους που αξιούν να αποκομίσουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από τα εφόδιά τους και απαιτούν αυτή τη δυνατότητα να τους την παρέχει ένα νομικό πλαίσιο που επιτρέπει τα πάντα, όσα δεν βλάπτουν την υγεία ή το περιβάλλον ή το δημόσιο συμφέρον.
Ανθρώπους που πιστεύουν ότι εργάζομαι σημαίνει: θέλω και συμμετέχω ενεργά, με τις ατομικές μου δυνατότητες στην κοινή προσπάθεια για τη διατήρηση και την προκοπή της ζωής. Ανταμείβομαι γι’ αυτό με δυο σημαντικές αμοιβές: Με τις υλικές προϋποθέσεις για την ατομική μου επιβίωση, αλλά και με ένα κύριο συστατικό της ατομικής ψυχικής υγείας, το αίσθημα της προσωπικής αξιοπρέπειας. Κι αυτό γιατί, η εργασία αποτελεί καθήκον της ηθικής προσωπικότητας και όρο για την ύπαρξη της φυσικής προσωπικότητας.
Ανθρώπους που "βρίσκονται σε κατάσταση ώστε, ενώ τα πάθη τούς παρακινούν να γίνουν κακοί, το συμφέρον τους είναι να μη γίνουν", κατά τη διατύπωση του Μοντεσκιέ.
Και όλα αυτά στο πλαίσιο λειτουργίας ενός κράτους, το οποίο προσφέρει προς όλους τους πολίτες του τα εργαλεία για να πετύχουν και την ελευθερία να αποτύχουν.
Μια κοινωνία, με άλλα λόγια, η οποία, μεταξύ ισότητας και ελευθερίας προτιμά την ελευθερία.
Η ισότητα, αγαπημένη του Έλληνα συντακτικού νομοθέτη, κορωνίδα των δικαιωμάτων στη χώρα μας, υπήρξε πάντοτε ευνοημένη ανοικτά εις βάρος της αδελφής της, δηλαδή της Ελευθερίας.
Η ισότητα, κατά τη διατύπωση του Ν. Δήμου, είναι πρωτεύουσα αλλά όχι πρωταρχική αξία.
Είναι αναγκαία, όχι όμως και αρκετή. Η ισότητα, αυτή καθαυτή, δεν έχει αυθυπαρξία. Δεν αυξάνεται η αξία δυο ανθρώπων επειδή είναι ίσοι. Κι ακόμα, η ισότητα δεν εμπεριέχει την ελευθερία. Ίσοι μεταξύ τους είναι και οι φυλακισμένοι.
Ο κόσμος προχωράει χάρη στην ευγένεια και την ανάγκη των ανθρώπων να επιζητούν και να μοχθούν για το "κάτι επιπλέον" στο αποτέλεσμα της δουλειάς τους. Χάρη στους ανθρώπους που προσπαθούν να δώσουν το καλύτερό τους σε ό,τι κάνουν, κάθε φορά. Κι αυτό, με την πρώτη φορά.
Τα παραπάνω, με λόγια και του Αρίστου Δοξιάδη, (βλ. άρθρο του: "Τα πάθη και τα συμφέροντα", Καθημερινή), περιγράφουν μια αστική κοινωνία, με μεγάλη ακμάζουσα μεσαία τάξη.
Μια μεσαία τάξη παραγωγική, που δεν εξαρτάται από κρατικά επιδόματα και προνόμια, και γι’ αυτό δεν έχει ισχυρούς λόγους να γίνεται οπαδός και πελάτης του κάθε πολιτικού που υπόσχεται να τη φροντίσει. Άνθρωποι που δεν φανατίζονται εύκολα και πάντως όχι για μεγάλη διάρκεια.
Γι’ αυτό και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη φιλελεύθερη δημοκρατία στη σημερινή Ελλάδα, είναι...
να μην υπάρχει η κρίσιμη μάζα πολιτών που θα την υπερασπισθούν.
Θα επιβιώσει και θα αναπτυχθεί μια τέτοια μεσαία τάξη στα επόμενα χρόνια;
Αυτό είναι το μεγάλο διακύβευμα, που θα προσδιορίσει και το μέλλον της δημοκρατίας και της χώρας.
Προς το παρόν περιβαλλόμαστε από ανθρώπους, ιδιαίτερα νέους, οι οποίοι εξουθενωμένοι αναφωνούν, εν απογνώσει, τη σπαρακτική φράση του Κάφκα: "Έχω ασφαλώς δυνατότητες, αλλά κάτω από ποια πέτρα βρίσκονται;"
Υ.Γ.: Είχα στο μυαλό μου να χρησιμοποιήσω, ως πιο πρόχειρη, τη μετάφραση του Ελ. Βενιζέλου. Όμως, προς μεγάλη μου έκπληξη, διαπίστωσα ότι αυτή αφήνει (ανεπίτρεπτα) αχρησιμοποίητη-αμετάφραστη την περί ης ο λόγος δοτική, "έργω", του αρχαίου κειμένου, πάνω στην οποία - στο κάτω κάτω- στηρίζεται το άρθρο μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου