"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Ως πότε ηρωικοί και πένθιμοι;

Του Χρήστου Χωμενίδη


Διαβάζοντας το δημοσίευμα των «New York Times» για την Ελλάδα στο φύλλο της 5ης Αυγούστου, το χείλι σου θα σκάσει στην έβδομη παράγραφο. Εκεί ο συντάκτης του, παρασυρμένος από το μένος εναντίον της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, αποκαλύπτει τη βαθιά ιστορική του άγνοια. «Η δικτατορία» σημειώνει «η οποία διήρκεσε από το 1967 μέχρι το 1973...». Ο,τι ακριβώς δηλαδή κραύγαζαν οι «Αγανακτισμένοι» του 2011 - «Η Χούντα δεν τελείωσε το '73, εμείς θα την τελειώσουμε απόψε στην πλατεία!» - ανήξεροι ότι η Μεταπολίτευση, καλή ή κακή, συνέβη τον Ιούλιο του 1974.

 
Με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις. Τα γράμματα που έμαθε ο Ματθαίος Τσιμιτάκης στον δρόμο, κατά τον αντιμνημονιακό αγώνα, τού έφτασαν για να εκτοξευθεί επαγγελματικά. Να προσληφθεί στο γραφείο Τύπου τού απελθόντος πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και να αρθρογραφεί, κατόπιν εορτής, στην εγκυρότερη ίσως αγγλόφωνη εφημερίδα διεθνώς.


Το ερώτημα προφανώς δεν είναι ο κύριος Τσιμιτάκης αλλά οι «New York Times». Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι η εικόνα μιας Ελλάδας η οποία ολισθαίνει προς τον αυταρχισμό έχοντας πέσει στα νύχια μιας δράκας ακροδεξιών εκφράζει το 31% που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα όφειλε η εφημερίδα να δημοσιεύει και την αντίθετη άποψη, εκείνων - των περισσότερων - που εμπιστεύθηκαν τη Νέα Δημοκρατία; Προς ενημέρωσιν, αν μη τι άλλο, των αναγνωστών της...


Από το σημείο αυτό ξεκινούν οι υποψίες, που στο μυαλό των πιο ευφάνταστων αποκτούν διαστάσεις συνωμοσίας. Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποκτήσει βαθιές ρίζες στα διεθνή ΜΜΕ. Οτι κάποια ισχυρά συμφέροντα επιμένουν να τον στηρίζουν, ποντάροντας στη - σε βάθος χρόνου - επάνοδό του. Πως τα γραμμάτια που υπέγραψε όσο ήταν στα πράγματα εξοφλούνται ήδη.


Η αλήθεια - επιτρέψτε μου να το πιστεύω - είναι απείρως απλούστερη.


Στις αρχές του 2012 μού τηλεφώνησε μια ιταλίδα δημοσιογράφος, η οποία βρισκόταν με τηλεοπτικό συνεργείο στην Αθήνα και ήθελε τη γνώμη κάνα δυο «πνευματικών» - μετά συγχωρήσεως - «ανθρώπων» για την πολιτική κατάσταση. Της έδωσα ραντεβού σε ένα ουζερί στην Κυψέλη, στη σκιά ενός υπεραιωνόβιου πλάτανου. Οσο διαρκούσε η συνέντευξη, η ίδια και ο καμεραμάν κοιτούσαν νευρικά γύρω τους. «Πού τρώνε οι άνθρωποι σκουπίδια; Πού σπάνε βιτρίνες; Πού ρίχνει ξύλο η αστυνομία;» με ρώτησαν στο τέλος. 


«Θα σας απογοητεύσω, όμως σήμερα ειδικά δεν έχουμε στην πόλη ταραχές. Οι δε Ελληνες μπορεί να ζορίζονται χοντρά, μα δεν λιμοκτονούν...». 


«Και τι εικόνες θα στείλουμε στη Ρώμη; Ο διευθυντής μάς ζήτησε αίμα, εκρήξεις, καπνούς! Αμα του δείξουμε εσένα με φόντο τις φυλλωσιές, θα ακούσουμε τα σχολιανά μας!» μού ομολόγησαν με αφοπλιστική ειλικρίνεια.


Από τα σπάργανά της κιόλας η πατρίδα μας κέρδιζε το ενδιαφέρον - και τη συμπάθεια - της Δύσης όποτε ακροβατούσε στο χείλος του γκρεμού.



Η Σφαγή της Χίου, το 1822, ενέπνευσε τον χρωστήρα του Ντελακρουά και ξεσήκωσε κύματα φιλελληνισμού. 


Η Πολιορκία και η Εξοδος του Μεσολογγίου συνδέθηκε με τον θάνατο του λόρδου Μπάιρον και δόνησε όλες τις ευαίσθητες ψυχές. 


Η Καταστροφή της Σμύρνης καταγράφηκε σε φιλμ, προβλήθηκε στα «επίκαιρα» των κινηματογράφων σε Ευρώπη και Αμερική. 


Ο ποιητής Πολ Ελιάρ παρασημοφορήθηκε στον Γράμμο το 1949 και διέδωσε το «έπος του Δημοκρατικού Στρατού» στα καφενεία του Παρισιού, του Ζαν - Πολ Σαρτρ επαυξάνοντος.


Τι φυσικότερο από το να γίνει αντιληπτή η χρεοκοπία του κράτους μας το 2010, με όλα τα συμπαρομαρτούντα της - Μνημόνια, πολιτικοοικονομικό ξεχαρβάλωμα -, σαν ένα ακόμα επεισόδιο της αέναης ελληνικής τραγωδίας, με τον Γιάνη Βαρουφάκη σε ρόλο σύγχρονου Κανάρη; 


Τι πιο αναμενόμενο από το να βαφτίζεται η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη όχι καινούργια αρχή μα παλινόρθωση του παλαιού, σάπιου, κατεστημένου;

Είπαμε, η Ελλάδα μόνο δυστυχούσα πουλάει.


Δυστυχούσα και εξωτική. Με Ζορμπάδες και παπάδες στις καρτ-ποστάλ, με χαρούμενες πόρνες, βλοσυρούς φαντάρους και μπαρουτοκαπνισμένους αντάρτες - αντάρτες πόλεων έστω - στη σκιά αρχαίων ερειπίων και τουρκομπαρόκ αυθαιρέτων. Οτιδήποτε ξεφεύγει ουσιαστικά από το παραπάνω στερεότυπο, οποιοσδήποτε αρνείται την πατρίδα μας ως ηρωική και πένθιμη εξαίρεση στον δυτικό κανόνα φαντάζει ίσαμε σήμερα στην ίδια τη Δύση παράταιρος. Αντιεμπορικός. Ακόμα και εάν εμπνέεται από τον πυρήνα της ελληνικότητας. Τον τόπο και τη γλώσσα. Το μέτρο και το πάθος.
 

Τα όσα εξήγγειλε η νεοπαγής κυβέρνηση - γενναίες μεταρρυθμίσεις, μεγάλα έργα - ένα πρέπει να έχουν τελικό σκοπό


Να πάψει να μοιάζει η χώρα με ανέκδοτο στα μάτια καταρχήν των πολιτών της.


Να μην τη λέμε πλέον Ελλαδιστάν, Ψωροκώσταινα, συγκαταβατικά Ελλαδίτσα.

Να...

 μην την έχουμε για υστερική - πλην κατά βάθος στοργική - μητέρα, η οποία περιφέρει τα ράκη και την τρέλα της, το μεγαλείο και την αθλιότητά της. Μα για συντεταγμένη, ευνομούμενη πολιτεία.

 
Αυτός θα είναι ο άριστος φόρος τιμής για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821.

Δεν υπάρχουν σχόλια: