ίσως καί μεθυσμένο
νά τραγουδά λυπητερά
στήν άκρη καθισμένο.
•••
Ήτανε μελαγχολικός
ο τής φωνής του τόνος
όπως στόν Επιτάφιο
ακούγεται ο πόνος.
•••
Ρώταγε, ξαναρώταγε
ποιό είναι τ’ όνομά του
απάντηση δέν έπαιρνε
κι εκείνος τό χαβά του.
•••
Κουρελιασμένος, άπλυτος
έμοιαζε μέ ζητιάνο.
Έλεγε στό μουρμούρισμα
«Εδώ εγώ τί κάνω;
•••
Είναι Terra incognita
εξήντα τόσα χρόνια
η χώρα πού μού ράντισε
τήν κεφαλή μέ χιόνια.
•••
Παρακαλώ τά σύννεφα
πού βλέπουνε τά πάντα
πού βρίσκομαι, πού έζησα
νά φέρουν τά μαντάτα
•••
καί νά μού εξηγήσουνε
τί κάνω εδώ πέρα
τρώγοντας κουρελόχαρτα
καί βρόμικο αέρα».
•••
«Άκρα του τάφου σιωπή
στον κάμπο βασιλεύει
λαλεί πουλί, βρίσκει σπυρί
κι η μάνα το ζηλεύει».
(…)
«Ζητιάνα» ονομάζεται
η γηραιά κυρία
πού περπατά συνέχεια
καί σβήνει ιστορία.
•••
Λέει τά λιανοτράγουδα
κρατώντας μαντολίνο
καί από νέα λάτρευε
τής παρθενιάς τόν κρίνο.
•••
Μ’ ένα καλάθι αδειανό
Τράπεζα, τραπεζάκι
ελεημοσύνη αναζητά
σέ κάθε μαγαζάκι.
•••
Ζητιάνα ασυζητητί
πουλάει καί τό σώμα
είτε μέ κλινοσκέπασμα
είτε γυμνή στό στρώμα.
•••
Πάντες οι μαγαζάτορες
λιγάκι τήν ταΐζουν:
τά κόκαλά της τρίζουν.
•••
Τρίζουνε ανυπόφορα
γιατί οι συγγενείς της
τόσο πολύ τήν πρόδωσαν
πού άλλαξ’ η φωνή της.
Τό σπίτι της εχάθηκε
σέ μία τρικυμία
καί ξορκισμούς αναζητά
μέσα στόν Καζαμία.
Ζητιάνες μά καί γέροντες
θά βρείς σ’ αυτό τόν τόπο.
Πήγαινε στόν καθρέφτη σου
μήν κάνεις άλλον κόπο.
…………………………………………………………………
«Δυστυχισμένε μου λαέ,
καλέ κι ηγαπημένε,
πάντοτ’ ευκολοπίστευτε
και πάντα προδομένε».
Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου