ΠΑΣΟΚ 💚
— Παλιό ΠΑΣΟΚ (@pasokpalio) May 16, 2018
Δύναμη Ευθύνης, Δύναμη Προοπτικής pic.twitter.com/xT6GySm75W
Toυ ΠΕΤΡΟΥ ΛΑΖΟΥ
Οι φορολογικές τροπολογίες που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ στο σχετικό κυβερνητικό νομοσχέδιο, επέφεραν έκτακτη ειδική φορολόγηση κερδών 5% για τις τράπεζες και μείωση του ΦΠΑ κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Φυσικά, πρόκειται για κλασικά παραδείγματα εξαγγελιών λαϊκιστών πολιτικών που προχωρούν σε εντυπωσιακές εξαγγελίες με στόχο τα κέρδη εντυπώσεων βραχυπρόθεσμα.
Αυτό που δεν λένε και προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρύψουν είναι οι εξαιρετικά μεγάλοι κίνδυνοι και οι τεράστιες πιθανές ζημίες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, που μπορούν να επιφέρουν αυτά τα μέτρα στην οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας.
Η συνταγή για το "παραμύθι" είναι γνωστή και αναλλοίωτη στο πέρασμα των χρόνων. Οι προτάσεις προβάλλονται ως μέτρα ενίσχυσης της κοινωνικής δικαιοσύνης και ανακούφισης των πολιτών. Στην πραγματικότητα, θα επιφέρουν αποσταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος μεγαλύτερη από 1% και απώλεια εμπιστοσύνης προς την χώρα, από τις διεθνείς αγορές. Χωρίς από την άλλη, κάποια ρεαλιστική ελπίδα για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Η πρόταση για την επιβολή προσωρινού φόρου 5% στα τραπεζικά κέρδη του 2023 και 2024, βασίζεται στην θεωρία ότι τα τραπεζικά κέρδη είναι υπερβολικά, πως η οικονομική τους κατάσταση το επιτρέπει και ότι η δημοσιονομική κατάσταση είναι τέτοια ώστε να υπάρχει περιθώριο για την επιβολή ενός τέτοιου φόρου.
Τίποτε δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Ναι, η οικονομία πηγαίνει καλά αλλά υπάρχουν θέματα και τα πολιτικά προβλήματα στην ΕΕ δεν επιτρέπουν αισιοδοξία και πειραματισμούς με τα Ελληνικά δημοσιονομικά. Με την Γαλλία και την Γερμανία σε σοβαρότατες πολιτικές κρίσεις, οι οποίες σύντομα θα επεκταθούν και σε οικονομικές, οποιαδήποτε χώρα προκαλέσει επιπλέον ζητήματα, απλώς θα παραμεριστεί και θα αφεθεί να τα βγάλει πέρα μόνη της.
Επιπλέον, η άποψη περί φορολόγησης "υπερκερδών" αγνοεί (εσκεμμένα;) την ευαίσθητη και εύθραυστη κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Η πρόοδος που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια είναι μεγάλη και αξιέπαινη, αλλά οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό (47-75% αναλόγως το ίδρυμα) σε εποπτικά κεφάλαια που περιλαμβάνουν "αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις", τα γνωστά DTC. Δηλαδή εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου με αντίκρισμα την φορολογία τους ή αλλιώς "αέρας κοπανιστός με ευθύνη του φορολογούμενου να τον καλύψει, εάν τα πράγματα πάνε στραβά".
Η φορολόγηση των κερδών θα περιόριζε τη μετατροπή των εγγυήσεων σε ζεστό χρήμα και άρα τη δυνατότητα των τραπεζών να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση και θα μπορούσε να μειώσει την ικανότητά τους να χρηματοδοτούν την οικονομία και να προωθούν την ανάπτυξή τους.
Εκτός αυτού, ένα τέτοιο πλήγμα στην κερδοφορία θα οδηγούσε σε απώλεια εμπιστοσύνης στις ακολουθούμενες πολιτικές και άρα υψηλότερο κόστος δανεισμού τόσο για τις τράπεζες, όσο και για το κράτος, αποδυναμώνοντας έτσι την διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, η πρόταση για μείωση του ΦΠΑ κατά 2% παρουσιάζεται ως παρέμβαση για τη σωτηρία των καταναλωτών από την άνοδο των τιμών και τον πληθωρισμό. Ωστόσο, ο δημοσιονομικός αντίκτυπος ενός τέτοιου μέτρου είναι δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με τα οφέλη του. Ο ΦΠΑ αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο των φορολογικών εσόδων, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 30% των συνολικών φορολογικών εσόδων - μια μείωση κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες θα σήμαινε ετήσια απώλεια εσόδων μεγαλύτερη των €2,5 δις.
Χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα, όπως άλλες αυξήσεις φόρων ή περικοπές δημοσίων δαπανών, το έλλειμμα αυτό θα αύξανε το δημοσιονομικό έλλειμμα και θα ασκούσε τρομερή πίεση στο δημόσιο χρέος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως η δημοσιονομική πειθαρχία είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των αγορών, ιδίως για οικονομίες με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα.
Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ότι η αγορά θα περάσει την μείωση στους καταναλωτές. Το πιθανότερο, όπως έχει δείξει και η εμπειρία από άλλες χώρες (π.χ. Ισπανία) είναι να μην υπάρξει καμία αισθητή μείωση τιμών. Στην καλύτερη περίπτωση θα υπάρξει μια αρχική μείωση η οποία όμως στην συνέχεια θα εξαφανισθεί, από τις επιχειρήσεις που δεν θα μπορούν να την διατηρήσουν. Και όχι εντελώς άδικα, μιας και κατά καιρούς π.χ. το λιανεμπόριο έχει απορροφήσει πολλές αυξήσεις και τα περιθώρια στις παρούσες συνθήκες , είναι μάλλον ισχνά.
Σε απλά ελληνικά, τα αποτελέσματα της εφαρμογής αυτών των 2 μέτρων θα ήταν:
Α. Αστάθεια και σημαντικά προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Β. Αύξηση ελλείμματος και χρέους, άρα και επιβολή περικοπών και αύξηση της άμεσης φορολογίας, δηλ. μείωση παροχών σε υγεία εκπαίδευση και χρηματοδότηση υποδομών κι επομένως μείωση των αναπτυξιακών ρυθμών και της ανταγωνιστικότητας.
Γ. Κανένα ...
διατηρήσιμο, σε βάθος χρόνου, κοινωνικό όφελος για τους πολίτες. Αντίθετα, οι πιθανότητες για αυξημένες επιβαρύνσεις και πολύπλευρα προβλήματα, είναι κάτι περισσότερο από υψηλές.
Σε μια εποχή που η ελληνική οικονομία έχει σταθεροποιηθεί και έχει επιτύχει βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, οι προτάσεις αυτές δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από αναβίωση μεθόδων που βιώσαμε, και πληρώσαμε πανάκριβα, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. Αντί για φανφαρονισμούς που στοχεύουν σε προσωρινά δημοσκοπικά αποτελέσματα, χρειάζεται υπεύθυνη αντιπολίτευση και στρατηγικές που ενισχύουν τη σταθερότητα και ταυτόχρονα προωθούν δίκαιη ανακατανομή των πόρων.
Η οικονομική ιστορία της Ελλάδας δείχνει ότι οι λαϊκιστικές λύσεις, οδηγούν πάντα σε αδιέξοδα. Κι ο μόνος τρόπος για να οικοδομηθεί μια ισχυρή και ανθεκτική οικονομία, με ουσιαστικές δυνατότητες στήριξης των αδυνάτων, είναι ο σχεδιασμός, η πρόταση και η εφαρμογή πολιτικών που στοχεύουν σε οράματα και όχι παραμυθιών αρπαγής ψήφων!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου