"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ (ΔΕΝ) ΣΒΗΝΟΥΝ: Τα πρώτα «γράμματα» (Αρθρο στη μνήμη του εξαιρετικού ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ που έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή 4/12/2024 )

 


Του ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

Δε δίστασα για 60 χρόνια που διακονώ τον κοινό λόγο να γίνω δυσάρεστος
. Αλλά και εγώ και η γενιά μου είχαμε εκ των γεγονότων του βίου μας αυτό το δικαίωμα. Γεννήθηκα μέσα στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά. Ο πατέρας μου είχε γυρίσει με τα πόδια από την Αλμυρά Λίμνη της Μικράς Ασίας μετά την επώδυνη ήττα της εκστρατείας. Πήγα στο σχολείο, τότε δεν υπήρχαν νηπιαγωγεία, σε μια επαρχιακή κωμόπολη το 1943, με τους Γερμανούς να λυσσάνε για την επερχόμενη ήττα. Ο πατέρας μου εκπαιδευτικός, η μητέρα μου απλή οικοκυρά και με τα δυο παιδιά της τότε είχαν, με την απόσπαση του πατέρα, καταφύγει στη γενέτειρα της μητέρας, με πεθαμένο τον δάσκαλο πατέρα της και μητέρα με επώδυνο καρκίνο κατάκοιτη. Ο αδελφός της μητέρας μου, αγρότης, ενημερωμένος αντάρτης σε ομάδα που κυνήγησε από τα βουνά και τα χωριά του τόπου του τους κατακτητές.

Το ωραίο σχολείο, το Δημοτικό της κωμόπολης, από τα πέτρινα αριστουργήματα που είχε γεμίσει την Ελλάδα ο υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου την περίοδο 1928 – 1932.  

Ο πατέρας μου και το σύνολο των συναδέλφων του στο Γυμνάσιο ήταν ενταγμένοι στην Αντίσταση, κρύβοντας μαθητές, λειτουργώντας συσσίτια και οργανώνοντας σχολικές εκδηλώσεις που τόνωναν το ήθος και τον πατριωτισμό. Ο αντάρτης θείος μου είχε παντρευτεί μέσα στην Κατοχή μια δασκάλα που είχε καταφύγει στα μέρη εκείνα, αφού είχε χάσει τη δουλειά της. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία πριν τον Χίτλερ παιδαγωγικά και είχε με μια ελληνίδα ειδικό εισαγάγει στην εκπαίδευση τις μεθόδους Ντεκρολί και τη γερμανική εκπαιδευτική εμπειρία. Εγώ, πριν πάω στην πρώτη δημοτικού, με την καθοδήγηση και τη μεθοδικότητα της θείας μου, είχα διδαχθεί τη γνώση με «βιβλίο» διδασκαλίας τη Φύση.

Σε μια επαρχιακή κωμόπολη ο βίος των οικόσιτων ζώων, ο φυτικός πλούτος και ο έναστρος ουρανός ήταν πρόσφορη και αποκλειστική γνώση. Παραστάθηκα στη γέννα της φοράδας, στη σφαγή του χοίρου, έκανα το τραπέζι του σαλονιού της γιαγιάς (που άνοιγε μόνο γιορτάδες μέρες) τροφείο για μεταξοσκώληκες. Η μάνα μου με κάθιζε δίπλα της στον αργαλειό, την παρακολουθούσα στο ζύμωμα του ψωμιού, στο φούρνισμα στον φούρνο της αυλής, έμαθα πώς γινόταν το πράσινο σαπούνι, πώς έμπαινε στα καλούπια και πώς ετοιμάζονταν ο φούρνος για να δεχθεί τα ταψιά. Υπήρχε και μελίσσι στο κτήμα και μαζί με τις θείες και τη μάνα μου φορέσαμε τα καλύμματα της κεφαλής, όταν το μελίσσι έφευγε από την κυψέλη και, καπνίζοντάς την, το γυρίζαμε στον χώρο του.

Οι πάπιες, οι χήνες, τα κουνέλια είχαν τον τόπο τους στη μικρή αυλή και βέβαια οι κότες προμήθευαν αυγά και κρέας και ο κόκκορας ήταν το ξυπνητήρι μας

Οχι, δεν είναι ειδυλλιακή η ζωή του αγρότη. Δεν μπορεί κανείς, αν δεν το γνωρίσει, τι τραγικό είναι το γεγονός μιας καταρρακτώδους βροχής, ένα πρώιμο χιόνι ή μια παρατεταμένη ξηρασία για τις καλλιέργειες. Ενα χαλάζι καταστρέφει καρπούζια, πεπόνια, μήλα, αχλάδια και πρόωρα ρημάζει τις ελιές που γίνονται χαμάδες σκόρπιες γύρω από τη ρίζα, μειώνοντας την εμπορική αξία των ελαιών της κάδης και την ποιότητα του λαδιού.

Η μάνα μου, σπουδαία υφάντρα, με μύησε σε όλη τη διαδικασία, από το κούρεμα του αρνιού, το πλύσιμο του μαλλιού, τη δημιουργία της κλωστής με την ανέμη και το σφοντύλι, το πέρασμα στον αργαλειό και ύστερα τη βαφή στα μεγάλα καζάνια. Δεν ήταν πλούσιο το σπίτι της γιαγιάς και των θείων μου. Ηταν, όμως, όπως όλα τα σπίτια της υπαίθριας Ελλάδος, ένας ολόκληρος οργανισμός παραγωγής αγαθών, από το ψωμί ως τα λουκάνικα, τις χυλοπίτες και τις πίτες ως τα χαλιά και τα σεντόνια, το λάδι, το κρασί, τα γλυκά του κουταλιού, το μαλλί και τις κλωστές ως και τα πλεκτά φορέματα. Φόρεσα για χρόνια πολλά ως την εφηβεία μου αρβυλάκια και μποτάκια από το δέρμα του χοίρου που κι αυτός, εκτός από το κρέας και το δέρμα, εξασφάλιζε στο νοικοκυριό το λίπος, θεμέλιο της μαγειρικής. Αφήνω τα λουκάνικα και το δέρμα για τις αρβύλες και τα πέδιλα. Ακόμα και τις ουρές που γίνονταν μυγοσκοτώστρες. Ξύδι, οινόπνευμα, ιώδιο, γάλα, αυγά, άντερα υπήρχαν στο κατώι και μόνο ειδικά προϊόντα, όπως η μελάσα, η ποτάσα, το αλάτι, το πιπέρι αναζητούσαμε στην αγορά. Ολα αυτά τα γνώριζε ένα παιδί της εποχής, ακόμη και αδιάφορο.

Πρωτοδίδαξα σε νυχτερινό γυμνάσιο εμποροϋπαλλήλων και θυμάμαι...

 

 σε μια ημερήσια εκδρομή στα Μεσόγεια οι μικροί μαθητές μου, αλλά και μεγάλοι που μπήκαν αργότερα στην εκπαίδευση, έμειναν άναυδοι, όταν τους οδήγησα σε μιαν αγροικία, όπου σε ένα πρωί γνώρισαν από κοντά την οικιακή παραγωγή, το πηγάδι, τον φούρνο, το αλέτρι, το αμόνι, τον αργαλειό, τον μύλο του καφέ και τα βαρέλια με το λάδι, το ξύδι, το κρασί και τις ελιές.



Δεν υπάρχουν σχόλια: