"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΣΥΡΙΖΑίικο ΣΟΥΡΓΕΛΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΙΚΟ: Τι δεν καταλαβαίνουν οι «παλιοί» του ΣΥΡΙΖΑ

Καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Έδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick (www.htsoukas.com)

Η εκλογή προέδρου στα κόμματα εξουσίας (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) άλλαξε ριζικά το 2004, όταν το ΠΑΣΟΚ, υιοθετώντας την πρόταση του Γιώργου Παπανδρέου, κατάργησε τον παραδοσιακό τρόπο εκλογής του προέδρου. Τη θέση ενός κλειστού κομματικού σχήματος (συνήθως συνέδριο) πήρε η ανοικτή διαδικασία εκλογής από τη βάση – μελών και «φίλων».  

Όπως μαρτυρούν οι εσωκομματικές εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ, η σχεδόν εικοσάχρονη ανοικτή εκλογική διαδικασία ήρθε για να μείνει στο πολιτικό σύστημα. Μπορεί στον ΣΥΡΙΖΑ να μην ψήφισαν «φίλοι» αλλά, επί της ουσίας, τα 40.000 «νέα μέλη» που προστέθηκαν ανήμερα των εκλογών, έναντι αντιτίμου 2 ευρώ, ήταν, πιθανότατα, μέλη μιας χρήσεως, δηλαδή «φίλοι». Στην εποχή των ανοικτών δικτύων και της ακατάπαυστης επικοινωνίας, είναι απίθανη η επιστροφή σε κλειστά κομματικά σχήματα εκλογής –θα ήταν τόσο εκτός εποχής, όσο η επιστροφή της ποδιάς στα σχολεία. 

Η μετάβαση από την κλειστή στην ανοικτή εκλογή είναι κολοσσιαίας σημασίας. 

Γιατί;  

Διότι η ανοικτή εκλογή, από ένα εν μέρει απροσδιόριστο εκλογικό σώμα, καθιστά το αποτέλεσμά της αβέβαιο. Η εκλογή Σαμαρά και Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΝΔ επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Και οι δύο ήταν αουτσάιντερ. Ο κομματικός μηχανισμός δεν θα τους εξέλεγε. Εξελέγησαν μετά την υιοθέτηση ανοικτής εκλογικής διαδικασίας.  

Σε μια κλειστή κομματική διαδικασία, το αποτέλεσμα είναι σχετικά προβλέψιμο. Τα κλειστά κομματικά σχήματα είναι χειραγωγήσιμα, τα ανοικτά όχι. 

Σε ένα κλειστό κομματικό ακροατήριο κυριαρχεί η λογική της συναλλαγής: οι υποψήφιοι υπόσχονται σε κομματάρχες ή στελέχη επιρροής έναντι ανταλλαγμάτων. Ευνοούνται οι ήδη κομματικά ισχυροί – η νομενκλατούρα.  

Αντιθέτως, σε ένα ανοικτό σώμα, η συναλλαγή δεν είναι εφικτή. Αντ’ αυτής, κυριαρχεί η αδιαμεσολάβητη σχέση υποψήφιου-εκλογικού σώματος. Στην εποχή των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ), η σχέση αυτή έχει μικρό κόστος σύναψης, αποκτά αμεσότητα και διαθέτει αυξημένο συμβολικό-συναισθηματικό φορτίο. Ο καθένας μπορεί να απευθυνθεί στη μάζα. Ο υποψήφιος έρχεται σε απευθείας επαφή, οπτικά και ηχητικά, με τον ψηφοφόρο. Η αδιαμεσολάβητη σχέση είναι προσωπική: ο Ένας απευθύνεται άμεσα στους πολλούς.  

Το ηχητικό-οπτικό μήνυμα του υποψηφίου αναδεικνύει τα προσωπικά χαρακτηριστικά του, δεν προσφέρεται για άρθρωση προγραμματικού λόγου. Τα ολιγόλογα μηνύματα στα ΜΚΔ δεν αναλύουν· επικεντρώνονται σε ατάκες και συμβολισμούς. 

Πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, με αφορμή την «ανοικτή» εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου, είχα γράψει στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» (4/3/2004): «Η ιδιότητα του «φίλου» δεν προϋποθέτει, κατ΄ αρχήν, έλλογη προσχώρηση σε ένα κόμμα, αλλά υποδηλώνει πρωτίστως συναισθηματική σχέση μαζί του. Όπως από τους «Φίλους της Χάρλεϋ Ντάβιντσον» δεν αναμένουμε μια έλλογη εξήγηση γιατί αγαπούν τόσο πολύ τις ομώνυμες μηχανές (η επιλογή τους έχει να κάνει με κοινά ενδιαφέροντα, συναισθηματική ταύτιση με το αντικείμενο του πόθου, και λάιφ στάιλ), έτσι κι από τους «φίλους» του ΠΑΣΟΚ δεν περιμένουμε να μας εξηγήσουν γιατί είναι «φίλοι». Η σχετική απροσδιοριστία του εκλογικού σώματος και η αδιαμεσολάβητη επικοινωνία του υποψηφίου μαζί του ευνοούν τον συγκινησιακό, ασαφή, προσωποκεντρικό πολιτικό λόγο. Εν ολίγοις, ενώ ο κλειστός τρόπος εκλογής ευνοεί τη λογοκρατική προσέγγιση, έστω και στην απεχθώς ξύλινη μορφή της, ο ανοικτός τρόπος ευνοεί τον εξεικονισμό, έστω και στην αγοραία εκδοχή του. Ο υποψήφιος που επιδίδεται σε έξυπνη (με τα τρέχοντα κριτήρια των ΜΚΔ) καμπάνια και συμβολίζει το νέο ξεχωρίζει. Αν, δε, αυτό που προσφέρει απηχεί την προδιάθεση του εκλογικού σώματος για αλλαγή, κάτι που δεν είναι γνωστό μέχρι αυτή να εκδηλωθεί εκλογικά, ο υποψήφιος συντονίζεται με το κοινό αίσθημα και γίνεται η έκφρασή του. Κάθε πολιτική υποψηφιότητα, σε μια ανοικτή διαδικασία, είναι ένα στοίχημα. Η έκβαση είναι αβέβαιη. Το κομματικό κατεστημένο – ο Γολιάθ – στηρίζεται στην παραδοσιακή ισχύ του. Ο αμφισβητίας – ο Δαβίδ – παρακάμπτει το κατεστημένο, εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας που του παρέχουν τα επικοινωνιακά εργαλεία της εποχής του. 

Εξού και ο Στέφανος Κασσελάκης – νέος, ωραίος, ευκατάστατος, ευφυής, πολλαπλώς διαφορετικός. Αν και παραδοσιακά ξένος προς τον ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι θα κερδίσει την προεδρία του. Η νομενκλατούρα του κόμματος, πορευόμενη επί δεκαετίες σαν ζόμπι της δεκαετίας του 1970, δεν κατάλαβε την επιθυμία της βάσης για ουσιαστική αλλαγή. Ο Κασσελάκης, άνθρωπος της εποχή τους, το κατάλαβε. Η προγραμματική του κενότητα δεν είναι σημαντικό μειονέκτημα. Στον εξεικονισμένο (βιρτουαλικό) κόσμο, οι συγκινησιακοί συμβολισμοί μετράνε.  

Η νομενκλατούρα θρηνεί το θρίαμβο της «μεταπολιτικής».  

Στις μετεκλογικές δηλώσεις του ο κ. Τσακαλώτος είπε: «Έδωσα μια μάχη με πολλούς συντρόφους και συντρόφισσες για τις ιδέες της Αριστεράς, για την ιστορία της Αριστεράς, για την προοπτική της Αριστεράς. […] Είμαι αναγκασμένος να πω ότι η μεταπολιτική – η έμφαση στο πρόσωπο, η έμφαση στην εικόνα- έχουν διεισδύσει εκεί που δεν το περιμένει κανείς, έναντι … ενάντια στην ουσία της πολιτικής». Σαν το παιδί που σφυρίζει στο σκοτάδι για να μη φοβάται, ο κ. Τσακαλώτος και η νομενκλατούρα του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι αρκεί να προφέρεις τη λέξη «Αριστερά» σε κάθε πρόταση για να κερδίζεις ψήφους ή να διαχειρίζεσαι αποτελεσματικά τα προβλήματα της χώρας. Δεν καταλαβαίνει ότι σε συνθήκες εξεικονισμού της πολιτικής (πείτε το μεταπολιτική), αλλάζει ο τρόπος άσκησης της πολιτικής. 

Δεν θα απο-επινοηθούν τα ΜΚΔ, όπως δεν απο-επινοήθηκε η τυπογραφία και το Διαδίκτυο. Όπως το εκκλησιαστικό ιερατείο έπρεπε να προσαρμοσθεί σε συνθήκες μαζικής διάδοσης του γραπτού λόγου μέσω της τυπογραφίας, έτσι και η πολιτική πρέπει να προσαρμοσθεί στις νέες επικοινωνιακές συνθήκες. 

Πώς κάνεις ουσιαστική πολιτική σε συνθήκες μεταπολιτικής; 

Πώς ανανεώνεται στ’ αλήθεια ένα κόμμα μετά από μια συντριπτική εκλογική ήττα; 

Πώς αναδύεται το ρηξικέλευθα νέο;  

Ο κ. Τσακαλώτος διεκτραγωδεί τη διείσδυση της «μεταπολιτικής» «εκεί που δεν το περιμένει κανείς» – στην Αριστερά. Η παρατήρηση αυτή αποκαλύπτει θεμελιωτιστική (fundamentalist) νοοτροπία. Οι αριστεροί δεν κατοικούν εκτός κοινωνίας, είναι μέρος της. Κάνουν κι αυτοί διαδικτυακές αγορές, διαβάζουν ιστοσελίδες, χρησιμοποιούν τα ΜΚΔ. Είναι άνθρωποι της εποχής τους, όχι αναχωρητές. Η αντίληψη ότι η Αριστερά είναι ένας ιερός τόπος, αμόλυντος από τέτοιες επιρροές, είναι εξωπραγματική: απο-συντονίζει την Αριστερά από την λοιπή κοινωνία, ωθώντας την στο περιθώριο

Επιπλέον είναι, δυνητικά, επικίνδυνη, εφόσον...

 

 μόνον ένα Αριστερό Ιερατείο γνωρίζει την «ουσία της πολιτικής», οι μάζες όχι. 

Αυτή η αντίληψη ηττήθηκε στις εσωκομματικές εκλογές της 17ης Σεπτεμβρίου. 

Αυτή η αντίληψη, πιθανότατα, θα ηττηθεί ξανά στις 24 Σεπτεμβρίου. Για το καλύτερο ή για το χειρότερο.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: