Τον τελευταίο καιρό πολλά λέγονται και γράφονται για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και τον ρόλο των δικαστών, όχι μόνο λόγω των αποφάσεων που αφορούσαν πολιτικά πρόσωπα, αλλά και ενόψει των εκλογών και πιθανών αμφισβητήσεων νομιμότητας. Οπότε κάποιες διευκρινίσεις ίσως φανούν χρήσιμες.
Η Δικαιοσύνη καλείται να χειριστεί τις νομοθετικές προβλέψεις και ειδικότερα τις παρανομίες, οφείλει να κρατάει αποστάσεις από την πολιτική, αλλά έχει ως προϋπόθεση ευρυθμίας ότι μία κοινωνία έχει αποφασίσει να ζει σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες. Η Δικαιοσύνη ελέγχει το έγκλημα και τον εγκληματία αλλά και τους επίορκους αξιωματούχους, χωρίς να συν-εκτιμάει κρατικές παρεμβάσεις, ηθικές προσταγές ή ιδεολογικές παραμέτρους.
Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα δεν είναι αν η Δικαιοσύνη συνιστά αναγκαία λειτουργία του Κράτους αλλά εάν οι απονέμοντες Δικαιοσύνη υπηρετούν ορθά όχι κάποιο ιδεώδες αλλά τη Νομιμότητα.
Ο δικαστής είναι "δέσμιος" της νομοθεσίας αλλά κι εκφραστής του πολιτισμού μίας χώρας, χωρίς όμως να αισθάνεται υποχρεωμένος ν’ αποδίδει "το δίκιο του... τάδε ή του δείνα", έξω και πέρα από τις νομοθετικές πρόνοιες.
Δεν θ’ασχοληθώ με τις δυσλειτουργίες της ελληνικής δικαιοσύνης ή τις αμαρτίες στην απονομή της, ούτε θ’αναφερθώ στις αποκλίσεις ή τις ακραίες ερμηνείες (ακόμα κι από έγκριτους καθηγητές δικαίου) των νόμων. Θα περιοριστώ απλώς στην παράθεση της αντίληψης ορισμένων που εκφράζεται με το τετράγωνο "άδικη κοινωνία - άδικος νόμος - άδικος δικαστής - άδικο έγκλημα", αλλά όχι άδικος παραβάτης του νόμου.
Θεωρούν δηλαδή ύποπτους για συναλλαγή με την εξουσία αρκετούς δικαστικούς και δυνάμει αθώους όλους τους παραβάτες του νόμου (εν είδει προεπαναστατών;)
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πολλοί θαυμάζουν ή και προστατεύουν τους δράστες κατάφωρα παράνομων πράξεων επειδή βλάπτουν την κυρίαρχη τάξη (sic) και κατηγορούν τους δικαστές που εφαρμόζουν το νόμο. Βέβαια, ισχύει και το αντίστροφο. Όταν δηλαδή ο δικαστής απαλλάσσει κάποιον ημέτερο τότε χειροκροτούν την ελεύθερη κι ακριβοδίκαιη κρίση του.
Έτσι όμως καθιστούν τον δικαστή "όμηρο της συγκυρίας ή της ιδεολογίας", ενώ (υποτίθεται ότι) κόπτονται για την ανεξαρτησία του. Άρα γι’αυτούς το σπαθί της Δικαιοσύνης δεν πρέπει να πίπτει επί (δικών μας) αδίκων αλλά και επί δικαίων αρκεί αυτοί να είναι "οι άλλοι".
Προσοχή όμως... η απονομή της Δικαιοσύνης, ως ασπίδα κι ελπίδα του κάθε πολίτη (αθώου ή ένοχου), δεν είναι θέμα "φόρας" της πολιτικής, αλλά ηθικής συνειδησιακής ανηφόρας του δικαστή που δεν επηρεάζεται από τις κραυγές του πλήθους και τις σειρήνες της εξουσίας.
"Δικαιοσύνη παντού" (και πάντοτε;) σημαίνει σεβασμό στον θεσμό (όχι με το κομμάτι) και εμπιστοσύνη στους δικαστές (όχι μόνο στους ευχάριστους). Αν για τους επίορκους προβλέπεται διαδικασία ελέγχου, για τους "κατευθυνόμενους", τους εξαγοραζόμενους με (μελλοντικά) αξιώματα ή τους εκφοβιζόμενους ποιός θα προτείνει αποδοκιμασία; ή μήπως τους εργαλειοποιούν όταν και όσο τους συμφέρει και μετά τους αφήνουν στη χλεύη της κοινωνίας ή στη βορά των αντιπάλων;
Πρέπει να το παρα-δεχτούμε. Η μη-εφαρμογή των νόμων από μία μεγάλη μερίδα των Ελλήνων δεν σηματοδοτεί κάποιο προσωπικό παιχνίδι, μία ηθική απόκλιση, ένα συμψηφισμό με τις αδικίες του νομοθέτη (ή και του πολιτικού συστήματος).
Συνιστά μία εθνική συνταγή, διαχρονικού χαρακτήρα και γενικής ισχύος, όπου οι μεν μη-έχοντες την υιοθετούν ως μία αναγκαία για την επιβίωσή τους λειτουργία, οι δε έχοντες ως μία smart κίνηση για την υπέρβαση του ανταγωνισμού.
Σε κάθε περίπτωση οι περισσότεροι μπορεί να αποδέχονται το πνεύμα ενός νόμου αλλά δεν νοιώθουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν το γράμμα του, μπορεί να ψηφίζουν το (κυβερνών) κόμμα που νομοθετεί αλλά αψηφούν τα όργανα που καλούνται να τηρήσουν την ευταξία.
Ανησυχούντες, αγανακτισμένοι, παρακοιμώμενοι, κόλακες, κόρακες, εναλλακτικοί συγκροτούν ένα κουβάρι με κοινό νήμα την ηθική(;) απαξία του νόμου και την ηθική αξία του παραβάτη. Νομοταγής πολίτης θεωρείται ο δειλός κυρ Παντελής, ενώ ο παρ-άνομος αποτελεί πρότυπο γνήσιου δημοκράτη. Από την άλλη στο πολιτικό σύστημα οι (εκάστοτε) νικητές ομνύουν στην αρετή του νόμου, οι ηττημένοι κατηγορούν το νόμο ως αιτία της αποτυχίας τους, οι δε τρίτοι (ουδέτεροι;) δεν ξέρουν "ποιόν και τι να πιστέψουν".
Ο νομοθέτης για να τους ευχαριστήσει όλους και ν’αποφύγει κοινωνικές εντάσεις συχνά ψηφίζει νόμους στα μέτρα του μέσου Έλληνα (sic), δηλαδή με πολλά (ηθελημένα;) κενά, δεκάδες πιθανές ερμηνείες και περισσότερες δυνατότητες παραβίασής τους.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά;
Για δύο κυρίως λόγους:
- για τη συνεχή σύγκρουση δικαστών, δικηγόρων και καθηγητών νομικής (ιδίως συνταγματολόγων) με την εκάστοτε κυβέρνηση για λόγους ερμηνείας του νόμου (που άλλοτε η ίδια ψήφισε ή που αλλιώς εφαρμόζει παλαιότερο νόμο). Αυτές οι συγκρούσεις συνήθως δεν οδηγούν σε κάποια λύση (πλην των "συμψηφισμών"), αλλά δυστυχώς στο τέλος κάποιοι εξ αυτών δικαιώνονται (sic) καταλαμβάνοντας μία δημόσια, κοινοβουλευτική ή κυβερνητική θέση, ως επιτυχόντες στην εργαλειοποίηση του νόμου
- για την αύξηση των υψηλού επιπέδου νομικών, που διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στην τρίτη(;) εκλογική διαδικασία, όπου οι δύο προηγούμενες δεν θα έχουν δώσει αυτοδυναμία σε κάποιο κόμμα. Αυτοί οι αυτόκλητοι "πρωθυπουργήσιμοι" (πάντοτε κοινής αποδοχής και για την εθνική ενότητα!) δεν έχουν –παρά την ευφυΐα τους– συνειδητοποιήσει ότι, ακόμα κι αν η εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων τους δικαιώσει, το Κακό που κάνουν στο Δίκαιο, την Πολιτική, την Ηθική κι εντέλει στη Δημοκρατία είναι δυσανάλογο του οποιουδήποτε αναμενόμενου αξιώματος;
Ανέκαθεν ο Νόμος και η Εξουσία βρίσκονταν σε "λεπτή ισορροπία συνύπαρξης", όμως νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια...
οι επιστήμονες του Δικαίου έχουν (εκόντες/άκοντες;) βάλει στη μέση τον πολίτη και τον "ξεκουφαίνουν" με τα ιδεολογικά τους κηρύγματα και τις θεωρητικές τους παραπομπές, σε τέτοιο βαθμό έντασης και σύγχυσης, που προκαλούν (εν αγνοία τους;) τον κίνδυνο οι ψηφοφόροι να προτιμήσουν την Ανομία και την Αντι-εξουσία.
Το λαμβάνουν άραγε υπόψη αυτό το ενδεχόμενο οι μονομάχοι ή το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η συγκυριακή μιντιακή προβολή φωτογραφιών και πεποιθήσεων;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου