Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Ετσι όπως κυλούσαν οι τελευταίες προεκλογικές ημέρες, η αντιξοότητα για τη Ν.Δ. ήταν οι καλοί δημοσκοπικοί οιωνοί. Παίρνοντας το μήνυμα ότι το αποτέλεσμα είναι ασφαλές, οι ενδιάμεσοι ψηφοφόροι μπορεί να έχαναν το κίνητρό τους για να φτάσουν μέχρι το παραβάν και να καταθέσουν τη χλιαρή τους προτίμηση. Μέχρι προχθές, που στη Ν.Δ. προσφέρθηκε το φόβητρο που χρειαζόταν: η κυβέρνηση ειδικού σκοπού.
Τι είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στους ψηφοφόρους;
Οτι, ακόμη κι αν η συνεργασία είναι ανέφικτη, μπορεί να επινοηθεί μια ad hoc σύμπραξη όχι για τη διακυβέρνηση, αλλά για τη διαχείριση ενός ποινικού πρότζεκτ. Μπορεί δηλαδή η χώρα να σπαταλήσει κάποιους μήνες, κλείνοντας όλες τις δημόσιες υποθέσεις στο συρτάρι, για να αφιερωθεί σε μια μονοθεματική, αντιμητσοτακική δίωξη.
Το διάβημα αυτό εκδηλώθηκε ενώ έχει ήδη μετρηθεί και ξαναμετρηθεί ο βαθμός ανησυχίας της κοινής γνώμης για την υπόθεση των υποκλοπών· ενώ, δηλαδή, ακόμη και ο επισπεύδων ξέρει ότι, ανεξαρτήτως του θεσμικού βάρους της υπόθεσης, το εκλογικό της αντίκρισμα είναι μικρό.
Γιατί;
Γιατί ο διεκδικητής της εξουσίας βοηθάει έτσι τον αντίπαλό του;
Γιατί δεν είναι σε θέση να υπολογίσει ότι μια μη κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» απειλεί να προκαλέσει εις βάρος του συσπείρωση – ενώ κιόλας απορρίπτεται (και αυτή) από τους δυνητικούς εταίρους του;
Η πιο διαδεδομένη εξήγηση λέει ότι ο Τσίπρας αναγκάστηκε να αναπροσαρμόσει την κεντρική προεκλογική του πρόταση ξανά και ξανά επειδή την εξουδετέρωναν κάθε φορά οι κατηγορηματικές αρνήσεις των κομμάτων στα οποία απευθυνόταν. Ο Βαρουφάκης και το ΚΚΕ έκαψαν την «προοδευτική διακυβέρνηση», ο ίδιος έκαψε την κυβέρνηση των ηττημένων, και όταν κατέφυγε στην κυβέρνηση μειοψηφίας, δεν βρέθηκε κανείς πρόθυμος να δηλώσει ότι θα του έδινε ανοχή.
Η παρουσίαση αυτού του στροβιλισμού μόνο ως απότοκου των προεκλογικών ελιγμών, όμως, κρύβει το μείζον έλλειμμα. Ο Τσίπρας δεν έχασε την πυξίδα του τον τελευταίο μήνα. Εχασε μία τετραετία. Δεν αξιοποίησε τον χρόνο που είχε ούτε για να διαμορφώσει μια θετική προγραμματική πρόταση· ούτε για να καλλιεργήσει το έδαφος για τις συμπράξεις που προϋποθέτει ο δικός του νόμος της απλής αναλογικής.
Οι «προτάσεις συνεργασίας» διατυπώθηκαν δημοσίως και την ύστατη ώρα, σημαδεμένες από την καχυποψία της ευκαιριακής, εκλογικής σκοπιμότητας. Και η μόνη «προγραμματική» σταθερά που είχε εμπεδωθεί ήταν το «να φύγει ο Μητσοτάκης».
Ελειπε όμως και εξακολουθεί να λείπει από τον ορίζοντα του ΣΥΡΙΖΑ μια πειστική, ρεαλιστική με βάση τους αριθμούς, απάντηση στο σύστοιχο ερώτημα:
Να φύγει, για να έρθει ποιος; Με ποιους; Και να κάνει τι;
Να φύγει ο Μητσοτάκης. Αλλά (...) τι θα λέει μέχρι τη δεύτερη κάλπη το κόμμα που εξάρτησε την ύπαρξή του από το «φεύγα»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου