"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


KOINΩΝΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Γερμανοτσολιάδες!

Είμαι κιμπάρης άνθρωπος. Όταν κάνω κινήσεις, δεν είναι μετρημένες – μια φορά ζούμε βρε αδερφέ. Έτσι, κι όταν είπα θα φτιάξω σπίτι, το’ θελα πλούσιο. Σε αριστοκρατική γειτονιά, μακριά από γύφτους, ναι, στα χαμηλά γεννήθηκα, αλλά τώρα που πιάστηκα δεν τους αντέχω. Μονοκατοικία δίπατη, πετρόχτιστη, με κήπο, πρασιές, λουλούδια, πέργκολες, βραχάκια, καταρράκτες, εσωτερική πισίνα. Και βέβαια, στεγασμένη ψησταριά. Ναι μωρέ, να φωνάζω τις Κυριακές τα παιδιά, φίλους απ’ την οργάνωση παλιά, να ψήνουμε 5-6 κιλά παϊδάκια πίνοντας μπύρες, μετά το μπάνιο στην πισίνα.
 

Λεφτά δεν είχα στη μπάντα, τα κορόϊδα ζορίζονται και κάνουν μασούρια, εγώ καλοπέρναγα. Αλλά έχουν οι τράπεζες. Πήγα, μού ‘δώσαν. Και χωρίς πολλά-πολλά. Χρόνια βλέπεις διευθυντής στο Δημόσιο, ν’ αγιάσουν τα κόκκαλα του Αντρέα που και μας διόρισε και κατάργησε τα κριτήρια για τις διευθυντικές θέσεις. Τεκμαιρόταν, είπε ο τραπεζίτης, ότι είχα πιστοληπτική ικανότητα. Εγώ αυτό δεν το κατάλαβα τι ακριβώς ήταν, αλλά τα λεφτά τα πήρα. Υπέγραψα μόνο κάτι χαρτιά, για το τυπικό. Και συμφώνησα να ξεκινήσω να ξοφλάω μετά δυο χρόνια, μήνα το μήνα.

 

Στα δυο χρόνια το σπίτι το ‘χα φτιάξει. Μου ‘μενε μόνο ο κήπος, ο μηχανισμός για τη θερμαινόμενη πισίνα και το αυτόματο μπάρμπεκιου. Και δεν μπορούσα να φωνάξω τα παιδιά. Πού να τους ρίξω τους ανθρώπους, σε κρύα πισίνα; Να πάθουν κάνα λουμπάγκο; Και μετά, να κάθομαι όρθιος να γυρνάω τις μπριζόλες, σα ψήστης στη Χασιά; Ντροπής πράματα.

 

Είχα όμως και άλλα σοβαρά προβλήματα. Με τα λεφτά της τράπεζας έκανα και κάτι άλλες, άγιες δουλειές. Πήρα ένα κάμπριο στο γιό, που μού ‘χε ψήσει το ψάρι στα χείλη. Έστειλα και την κόρη στη Βαρκελώνη να σπουδάσει συγκριτική γλωσσολογία των γλωσσών της Ιβηρικής Χερσονήσου, ειδικότητα, όπως μού είπε, με λαμπρές επαγγελματικές προοπτικές. Κι η γυναίκα μου, παραπονεμένη να ‘μενε; Τι ζητούσε, πλαστικές σε πρόσωπο και στήθος, να ανανεωθεί σα γυναίκα. Χαλάλι.

 

Αλλά είχα μείνει από μετρητά. Κι από πάνω, να’ σου η κεραμίδα. Περικοπές στο μισθό. Δεν έβγαινε, λέει, το Δημόσιο. Ακούς εκεί. Εγώ, κάθε μέρα, από τις 11 που πήγαινα στο γραφείο μέχρι τις 1 που έφευγα, σκιζόμουν στη δουλειά, πού πήγαινε αυτός ο κόπος;

 

Η κόρη να με παίρνει με βιντεοκλήση και να κλαίει στο iPhone - Skype χρησιμοποιούν οι φτωχομπινέδες- το τμήμα της οργάνωνε μεταπτυχιακό και μού ζήταγε άλλα δυο χρόνια υποστήριξη, ώστε μετά, δόκτωρ πια, να συνεχίσει στη γλώσσα Σουαχίλι. Ο γιός να με ψήνει πάλι, για καμιά πενηνταριά χιλιάρικα, είχε βγει νέα έκδοση του μοντέλου, με ηλεκτροκίνητη οροφή, κι ήθελε να αλλάξει το παλιό - δηλαδή ενός χρόνου. Αλλά να πιάσει το παιδί μια βροχή στο δρόμο και να κάθεται να ξεδιπλώνει τη κουκούλα, αντί να πατήσει ένα κουμπί και τσαααακ, να κουμπώσει αυτόματα; Κι η γυναίκα μου, κάθε βράδυ να πέφτει δίπλα και να μου γυρνάει τη πλάτη με μάτια υγρά, σαν πληγωμένος σκύλος. Έκανε το στόμα και τη μύτη. Αλλά έμειναν οι ρυτίδες στο μέτωπο. Και το στήθος δεν το’ πιασε ακόμα.

 

Ένοιωθα τη γη να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια μου. Τους φώναξα μια Κυριακή πρωί, θυμάμαι ήταν 25 Ιανουαρίου, όλη την οικογένεια γύρω απ’ το τραπέζι, η κόρη με τηλεδιάσκεψη. Τους εξήγησα την κατάσταση. Είπαν κι αυτοί τα δικά τους. Δακρυσμένοι συμφωνήσαμε ότι για καθέναν μας ξεχωριστά και όλους μαζί ήταν θέμα χαμένης αξιοπρέπειας. Μη σας φανεί παράξενο, ψηφίσαμε. Και πήραμε την απόφαση, συμφωνώντας ότι ήταν αμετάκλητη, καίγαμε τα καράβια μας, δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε: όχι μόνο δεν θα ξοφλούσαμε το δάνειο αλλά θα πήγαινα στην τράπεζα να ζητήσω κι άλλα λεφτά. Βρισκόμασταν σε ανθρωπιστική κρίση. Τι θα μού έλεγαν, «όχι»;

 

Φόρεσα ένα πουκάμισο σαν αυτά που φοράει ο Γιώργος Μάγκας όταν παίζει κλαρίνο, έξω απ’ το παντελόνι, έβαλα κι ένα κασκόλ στο λαιμό και αριβάρισα. Πήγα κατ’ ευθείαν στο διευθυντή. Ήταν ένας σοβαροφανής λακές με γυαλιά και γραβάτα. Του εξήγησα με παρρησία την κατάσταση και τα βάσανά μου, καταλήγοντας ότι του ζητάω άλλο μισό εκατομμύριο – και γρήγορα, γιατί είχα πλήρως οργανωμένο σχέδιο με άμεσες ενέργειες. Να τελειώσω πισίνα-ψησταριά, να παραγγείλω αμέσως το νέο μοντέλο στην αντιπροσωπεία γιατί είχε λίστα αναμονής, να στείλω για αρχή ένα χρόνο δίδακτρα στην κόρη και, επιτέλους, να ξοφλήσω τον πλαστικό για τη κυρά. Κάνοντας την παραχώρηση να αφήσω για του χρόνου τους καταρράκτες στον κήπο.

 

Φώναξε να του φέρουν κάτι εκτυπώσεις. Τις κοίταξε για λίγο και μετά άρχισε να μου λέει ποια ήταν η μόνη λύση που έβλεπε.

 

Το σπίτι, 500 τετραγωνικά, έπρεπε να χωριστεί και να διαμορφωθεί σε δυο κατοικίες. Στη μια θα μέναμε η οικογένεια. Η άλλη θα ενοικιαζόταν, με την κατάσταση ήταν δύσκολο να πουληθεί, ώστε με το ενοίκιο να αρχίσει να εξοφλείται το δάνειο που είχα πάρει, γιατί δεν είχα δώσει τίποτα έναντι μέχρι σήμερα.

 

Ο γιός θα έπρεπε να ξεχάσει το νέο μοντέλο, ενώ, σε ένδειξη καλής θελήσεως, η τράπεζα δεχόταν να της δώσουμε το παλιό και με αμοιβαία δεκτή εκτίμηση της αξίας του να διαγράψει αντίστοιχο ποσό από την οφειλή του δανείου.


 

Η κόρη μπορούσε να συνεισφέρει στην αποπληρωμή του οικογενειακού δανείου πιάνοντας δουλειά στο υποκατάστημα της τράπεζας στην Ισπανία. Κατά σύμπτωση ζητούσαν κάποιον με γνώση ισπανικών, προετοιμάζονταν γιατί ανέμεναν εξελίξεις στην ισπανική αγορά όταν θα γινόταν κυβέρνηση κάποιος Ποδέμος, δεν έπιασα και καλά το όνομά του.


Η γυναίκα μου θα έπρεπε να αισθάνεται ικανοποιημένη που είχε διορθώσει δυο χαρακτηριστικά που δεν της άρεσαν πάνω της, αλλά θα έπρεπε να αγαπήσει ξανά τον εαυτό της όπως ήταν, διότι φράγκα για άλλες επεμβάσεις, τουλάχιστον από την τράπεζα, δεν επρόκειτο να δούμε. Μπορούσε όμως κι αυτή να κάνει κάτι για την οικογενειακή υποχρέωση, ένας πελάτης του επιχειρηματίας ζητούσε μια κυρία για part time γραμματειακή απασχόληση.


 

Όσο για μένα, αφού φαινόταν ότι διακατεχόμουν από έντονη επιθυμία να ασχοληθώ με ψήσιμο κρεατικών, τύχαινε να έχει γνωστό έναν ταβερνιάρη στη Χασιά. «Δεν θα σε καρφώσω στην εφορία που θα δουλεύεις μαύρα Κυριακές πρωί» έσκυψε και μου είπε εμπιστευτικά.


Τελείωσε λέγοντας ότι δεν με πιέζει μεν, αλλά θα πρέπει να αποφασίσουμε τί από όσα πρότεινε θα κάνουμε, γιατί οφείλει να ξεκινήσει η εξόφληση του δανείου, όπως ακριβώς περιγράφεται στα χαρτιά που υπογράψαμε, εκείνα που εγώ έλεγα «για το τυπικό». «Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται» κατέληξε.

 

Μού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ήταν ακριβώς τότε που συνειδητοποίησα γιατί σήμερα φωνάζουν «γερμανοτσολιάδες» εκείνους που δεν χρωστάνε, αποταμιεύουν και τηρούν όσα υπέγραψαν. Πετάχτηκα πάνω. «Τι λες βρε καραγκιόζη», φώναξα, «εμείς ψηφίσαμε και αποφασίσαμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε όπως θέλεις εσύ!».

 

«Ζήστε όπως θέλετε» μου απάντησε, «αρκεί να μην χρωστάτε όσα ξοδεύετε, γιατί τότε είτε εγώ είτε κάποιος άλλος θα σας λέει τι να κάνετε».


Τύλιξα περήφανα το κασκόλ γύρω από το λαιμό και έφυγα με ψηλά το κεφάλι. Άκου λογική…
Αλλά τι περιμένεις από έναν τύπο με τόσο παράξενο για Έλληνα όνομα. Πώς τον ‘λέγαν να δεις… Σόϊμπλες.


Ένας που πιστεύει ότι το να ζεις με δανεικά συνιστά αξιοπρέπεια.
Και για την αντιγραφή.

Προφήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: