Της ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ
Προχτές κατέβηκα μετά τη δουλειά στην παραλία για να πάρω το λεωφορείο μερικές στάσεις πιο κάτω. Στη στάση Στρατηγείο και νυν «(Δημαρχιακό) Μέγαρο)» επικρατούσε αναβρασμός. Σ’ ένα πανώ διάβαζες: «κανένας, κανένα, καμία μόνη, όσο υπάρχει η Θεσσαλονίκη».
Το βρήκα θλιβερό να χρησιμοποιείται το ουδέτερο γένος για άνθρωπο, να αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σαν πράγμα δηλαδή, κι ακόμα πιο θλιβερό η γλυκειά φράση του Νικηφόρου Χούμνου, που απένειμε στη Θεσσαλονίκη την ιδιότητα να δέχεται φιλόξενα τους ξένους, σε εποχές που ήταν απόλυτα θεμιτό να διώχνουν ή να βιαιοπραγούν έναντι του ξένου, να χρησιμοποιείται για να επιβάλλει μια δεκτικότητα που κανείς δεν ζήτησε από τους πολίτες αυτής της πόλης.
Υποθέτουν πώς οι πολίτες είναι δεκτικοί στα πάντα. Οι δημοτικοί άρχοντες που αποφασίζουν για την παραχώρηση των δημόσιων χώρων θα γνωρίζουν καλύτερα.
Δυό χρόνια πριν, μια βραδιά μετά τη βόλτα στην έκθεση βιβλίου. Πάλι στην ίδια στάση, πάλι να αργεί το έρημο το λεωφορείο. Κατάφερα επιτέλους να μπω και μόλις βρήκα σημείο να κρατηθώ, διαπίστωσα ότι ήμουν στη μέση ενός ονείρου. Οι υπόλοιποι επιβάτες ήταν ένα πολύχρωμο πλήθος, που λες κι είχε μόλις ληστέψει την γκαρνταρόμπα λαϊκής τραγουδίστριας. Αγόρια ψηλά, καλοξυρισμένα, με το μήλο του Αδάμ να προβάλει, με τουαλέτα φούξια από συνθετικό σατέν και με γόβα δωδεκάποντη, από αυτές που σου κάνουν κάλους στα δάχτυλα. Κι άλλες τουαλέτες, διχτυωτές, λαμέ, με δαντέλες, με τιραντάκια, με στρας. Κορίτσια κοντοκουρεμένα κι αγριωπά με καρό πουκάμισα σαν εργαζόμενοι σε συνεργείο αυτοκινήτων.
Σε μια από τις θέσεις καθόταν, αταίριαστος, ένας χλωμός νέος με το πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το τελευταίο κουμπί, παρά τη ζέστη. «Θα μας κάψει ο Θεός» έκραξε με λυγμική φωνή που άφηνε υπόνοια κάποιας πάθησης.
Το στριμωγμένο, πολύχρωμο πλήθος καλοδέχτηκε την κραυγή και υπερθεμάτισε.
Η ανταπόκριση του έδωσε αέρα. Απαρίθμησε κι άλλα που θα μας κάνει ο Θεός και στο καθένα το κοινό απαντούσε με περισσότερο κέφι. Σε απορία κάποια στιγμή, αν τα σχόλια που εκτοξεύονταν ήταν στ’ αλήθεια ενθαρρυντικά ή απλή καζούρα, κραύγασε τη σημαντικότερη δήλωσή του: «Είμαι τριάνταέξι χρονώ, είμαι παρθένος κι είμαι περήφανος γι’ αυτό».
Τα γελάκια ατόνησαν, κάποιοι από τις πίσω θέσεις είπαν χοντράδες. Το επανέλαβε, σπαρακτικά τώρα. Τα λαμέ αγόρια και τα αρειμάνια κορίτσια δεν είχαν τίποτα να πουν. Γύριζαν σπίτι, όπου κάποια μάνα έβλεπε τηλεόραση και περίμενε να γυρίσουν. Μπορεί να της είχαν πάρει και τα ρούχα από κανένα παλιό γάμο.
Κανένας δεν βρήκε μια στοργική κουβέντα για τον σφιχτοκουμπωμένο νέο και την περηφάνεια του, που κατέβηκε μόνος κι αυτός, να πάει σπίτι.
Τσιγκούνα η λουσάτη περηφάνεια και στενόκαρδη.
Αφήνει …
όλες τις άλλες έξω, σαν κεφαλαιοκράτης που προστατεύει τα συμφέροντά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου