Η οικονομική κρίση έχει διαλύσει την ελληνική κοινωνία και ωθεί ακόμη και το συντηρητικό κόμμα της κ. Μέρκελ να αναζητά νέες κατευθύνσεις στην ευρωπαϊκή περιπέτεια.
Η ελληνική κοινωνία υπολείπεται χρονικά των πολιτικών εξελίξεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αναζητά, συνήθως, πολιτικές επιλογές προς την κατεύθυνση που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μόλις εγκατέλειψαν.
Όταν ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός είναι προς τα δεξιά ο ελληνικός ανιχνεύει στα αριστερά, και το αντίστροφο.
Μοιραία κατάληξη είναι νη μην υπάρχει ελληνικός συγχρονισμός όταν επί ευρωπαϊκού επιπέδου τίθενται και συζητούνται ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη δομή του κράτους, τις ελευθερίες και τις οικονομικές επιλογές.
Αυτή η διαφορά φάσης είναι καταλυτική για την πορεία του «ελληνικού παραδείγματος».
Επί του πρακτέου, συνήθως η Δεξιά μέμφεται την Αριστερά ότι με την κυριαρχία της δεν επέτρεψε να εκσυγχρονιστούν –και να προσαρμοστούν– οι πολιτικές και οικονομικές δομές στα σύγχρονα πρότυπα. Αλλά και η παρουσία της Δεξιάς στη διακυβέρνηση της χώρας δεν υπολειπόταν σε τίποτε από την αριστερή λογική κατοχής, νομής και αξιοποίησης της εξουσίας προς όφελος των ημετέρων. Απλώς οι ημέτεροι αλλάζουν.
Οι επιπτώσεις στη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας είναι τραγικές.Ακόμη και σήμερα, μετά από τόσες περιπέτειες, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο, προσώρας, θεωρείται ως η διάδοχη κατάσταση, σφαδάζεται από εσωτερικές έριδες και αδυναμία άρθρωσης πολιτικού και ιδεολογικού λόγου. Οι κατά καιρούς προτάσεις δεν συγκροτούν συνεκτική πολιτική πρόταση, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν. Η κυβέρνηση, εισπράττει τη δυσαρέσκεια του κόσμου από μια ερμαφρόδιτη κυβερνητική πλειοψηφία που ανήλθε ανέτοιμη στην κυβερνητική εξουσία και δεν γνωρίζει ούτε τι θέλει ούτε τι μπορεί να επιτύχει, ούτε πού οδηγεί τη χώρα.
Συλλέγοντας διάφορα ιδεολογικά θραύσματα της Μεταπολίτευσης προσπαθεί να αρθρώσει μια αναχρονιστική πολιτική, ενισχύοντας το ρόλο του κράτους και του δημόσιου τομέα εκεί που απέτυχαν, και αναπαράγοντας μια εκλογικίστικη λογική «ημετέρων» που θα δώσουν την νίκη στην επόμενη αναμέτρηση. Και όλα αυτά τη στιγμή που η οικονομία καταρρέει, και οι μεσοαστοί και μικροαστοί –ο κορμός, δηλαδή, της ελληνικής κοινωνίας– εξέλιπαν ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης την οποία και η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε το ίδιο αποτυχημένα με τη Δεξιά.
Αυτό δείχνει μια τρομερή ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού το οποίο όχι μόνο δεν διέβλεψε την τραγική πορεία που είχε πάρει η ελληνική κοινωνία και οικονομία ώστε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, αλλά δεν μπόρεσε να διαφυλάξει τίποτε όταν εκδηλώθηκε.
Δεν είχε –και δεν μπορούσε– να κάνει προτάσεις, δεν είχε το εκτόπισμα και την εμβέλεια να εγγυηθεί πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που να κρατήσουν σε στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης την ελληνική κοινωνία.Μπροστά σ’ αυτήν την παταγώδη αποτυχία, η μεν Δεξιά αναμασά προτάσεις που στην Ευρώπη υλοποιήθηκαν σε προγενέστερο χρόνο και με άλλες προϋποθέσεις, η δε Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να διαλύσει θεσμούς που, παρά τις αδυναμίες τους, κράτησαν σε στοιχειώδη λειτουργία τη θεσμική λειτουργία του ελληνικού κράτους.
Οι θεσμοί αυτοί, όπως η Δικαιοσύνη, δεν είναι αρεστοί στην πολιτική εξουσία, άρα πρέπει να υπονομευθούν και να διαλυθούν, όπως έγινε με τον κοινωνικό αυτοματισμό τον οποίο καλλιέργησε η κυβέρνηση εναντίον κοινωνικών τάξεων και θεσμών και στο παρελθόν, για να πετύχει την κυριαρχία της.
Η τραγωδία είναι ότι...
η Δικαιοσύνη δεν είναι ένας συνήθης θεσμός, αλλά μια από τις τρεις θεμελιώδεις εξουσίες, η ανεξαρτησία της οποίας, παρά τις αδυναμίες της, εγγυάται τη λειτουργία της κρατικής υπόστασης.
Ο πολιτικός αμοραλισμός της κυβέρνησης φθάνει μέχρι του σημείου να της επιτίθεται ωμά, χωρίς να έχει τίποτε να προτείνει για να διορθώσει τις αδυναμίες που παρουσιάζει. Προφανώς οι πολιτικοί ιθύνοντες δεν έχουν κανένα πρόβλημα από τον εγκλωβισμό της Δικαιοσύνης σε ένα αδιέξοδο και την αδυναμία της να λειτουργήσει και να παραδοθεί, συνεπώς, στις εντολές της εκτελεστικής εξουσίας.
Οι συνέπειες θα είναι τραγικές.Από της πλευράς αυτής, όχι μόνο οι επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης είναι επικίνδυνες για το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά και η συμπεριφορά ανώτατων στελεχών της με την παράδοσή τους στη γοητεία της εκτελεστικής εξουσίας υπονομεύουν το όποιο κύρος του θεσμού. Ίσως στο νέο αναθεωρημένο σύνταγμα θα πρέπει να προβλεφθεί –και να απαγορευτεί ρητώς– οποιαδήποτε ανάμιξη δικαστικού στα πολιτικά τεκταινόμενα, ακόμη και ως μεταβατικού πρωθυπουργού.
Η παρακμή της κυβερνώσας σήμερα στην Ελλάδα Αριστεράς έρχεται σε μια στιγμή που στην Ευρώπη αναζητείται μια νέα αριστερή πρόταση που θα διαμορφώσει μια νέα ταξική πολιτική. Η έννοια της τάξης επανέρχεται στο ευρωπαϊκό πολιτικό λεξιλόγιο, μετά την έκπληξη που προκάλεσε η διαπίστωση ότι στις εκλογές ευρωπαϊκών χωρών τα παραδοσιακά εργατικά στρώματα προτίμησαν να ψηφίσουν φιλελεύθερα –ή ακόμη και ακροδεξιά– πολιτικά κόμματα.
Τι οδηγεί τα στρώματα αυτά σε μια τέτοια πολιτική συμπεριφορά;
Έχει μέλλον η Αριστερά στην Ευρώπη;
Ποιο είναι το πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο στο οποίο πρέπει να αποταθεί;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που απασχολούν το διάλογο που άνοιξε στην Ευρώπη, και που προφανώς δύσκολα θα αγγίξει τον ελληνικό δημόσιο λόγο ο οποίος κυριαρχείται από μια εν αναμονή κυβερνητικής διαχείρισης Δεξιά, και από την άλλη από μια Αριστερά που ασκεί την εξουσία και είναι έτοιμη να καταγγείλει οποιονδήποτε αμφισβητήσει τον αναχρονιστικό πολιτικό και ιδεολογικό της λόγο και την παντελώς αποτυχημένη πολιτική της.
Η κυρίαρχη σήμερα ελληνική Αριστερά, όπως και η ευρωπαϊκή, συγκροτήθηκαν από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν από μεσαία και μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα τα οποία διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο «αριστερών» διεκδικήσεων συμβολικού κυρίως χαρακτήρα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το μετασχηματισμό της οικονομίας από βιομηχανική σε οικονομία υπηρεσιών, και τη διαμόρφωση ενός ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου που οδηγούσε στην εξατομίκευση της ζωής και της κοινωνικής συμπεριφοράς.
Τα φαινόμενα αυτά όχι μόνο δεν μπόρεσε να τα αντιμετωπίσει, αλλά σε μεγάλο βαθμό υιοθετήθηκαν από τα στελέχη της Αριστεράς τα οποία συνεργάστηκαν, πολλές φορές, με τον «προοδευτικό φιλελευθερισμό» και εξαργύρωσαν την πολιτική τους αλλοτρίωση με την προσωπική τους καριέρα σε εθνικούς και διεθνείς θεσμούς.
Αυτήν την Αριστερά και αυτό το πρότυπο πολιτικού στελέχους της αμφισβητεί η νέα αναδυόμενη Αριστερά η οποία αναζητά το πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο στο οποίο θα πρέπει να βασιστεί.Αυτή η αναζήτηση απαιτεί, πρωτίστως, μια ιδεολογική αναφορά η οποία δεν μπορεί να περιοριστεί στη μαρξιστική παράδοση διότι το πρότυπο του βιομηχανικού εργάτη αν δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί, έχει περιοριστεί. Εμφανίζονται όμως άλλα κοινωνικά στρώματα τα οποία έχουν συμφέρον να υπηρετήσουν μια νέα εκδοχή της.
Ποιο θα μπορούσε να είναι το νέο κοινωνικό υποκείμενο, πέραν του παραδοσιακού;
Ένας συνδυασμός φύλου, φυλής, ετερότητας, εργαζομένων του Νότου οι οποίοι υφίστανται μεγάλη εκμετάλλευση, εργαζομένων του Βορρά, εργαζομένων σε πρώην αποικιακές χώρες, γκασταρμπέιτερ και απογόνων τους, γυναικών που παρέχουν υπηρεσίες στο σπίτι, ανθρώπων που κάνουν τις δύσκολες και βρόμικες εργασίες, προσφύγων που θα προσδιορίσουν σε σημαντικό βαθμό το ευρωπαϊκό μέλλον.
Όλο αυτό το μίγμα διαμορφώνει νέα πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα τα οποία δεν υπάρχει κάποιος Μαρξ να τα αναλύσει και να τα συνθέσει.
Είναι μια διεργασία που γίνεται ήδη σε πυρήνες ευρωπαϊκού επιπέδου και τα αποτελέσματά του θα φθάσουν έτοιμα και στην Ελλάδα, όπου τα «προοδευτικά» κοινωνικά στρώματα εξαντλούν την πολιτική συμμετοχή τους στο «ωσαννά» μιας κυβέρνησης που τα ξεγέλασε για να αναλάβει την εξουσία και να την διαχειριστεί με τρόπο επικίνδυνο.
Το τραγικό είναι ότι και η εναλλακτική λύση είναι το ίδιο αναποτελεσματική, και οι οπαδοί της περιμένουν, απλώς, να αντικαταστήσουν τους σημερινούς κυβερνώντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου