Νόσος ελληνική;
ΑΡΘΡΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Γράφει ο Θανάσης Θ. Νιάρχος
Ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη»
Η πολύ γνωστή και πολύ καλή ηθοποιός Μπέττυ Βαλάση είχε πει πριν από πολλά χρόνια µια σοφή κουβέντα: «Ο καθένας µας στον τόπο αυτό έχει την καρτέλα του. Ολοι ξέρουµε για τον καθένα ποιος είναι ποιος».
Ολοι µας γνωρίζουµε τον έντιµο και το λαµόγιο, τον σεσηµασµένο απατεώνα και τον ευκαιριακό σαλταδόρο, τον αγνό ιδεολόγο και τον άνθρωπο της αρπαχτής. Ο δηµόσιος βίος της χώρας είναι σαν µια απέραντη σκηνή θεάτρου που, κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, ό,τι και αν θέλει να πουλήσει κανείς, τα φώτα, αντί να κάνουν πιο σαφή την πραµάτεια του, τόσο περισσότερο εκθέτουν τον πιο µύχιο εαυτό του. Τον εαυτό σου που νοµίζεις ότι κρύβεις. Μην κοιτάτε που κάνουµε όλοι µας, ή οι περισσότεροι έστω, τα στραβά µάτια, ιδιαίτερα σε αποκαλύψεις που είναι τόσο σκανδαλώδεις ώστε θα έπρεπε να ξεσηκωνόµαστε χωρίς κανέναν ενδοιασµό.
Αυτή ακριβώς η παθητικότητα – πώς αλλιώς να τη χαρακτηρίσει κανείς; – στο ολοφάνερο είναι που µας κάνει τόσο επιρρεπείς στο υπονοούµενο και τη συκοφαντία. Αντί να καταπλησσόµαστε µε τη βεβαιότητα, αντί να καταγγέλλουµε την απροσχηµάτιστη κοροϊδία, επικαλούµαστε την έλλειψη µιας έντιµης δικαστικής αρχής που να επεµβαίνει όταν η υποψία είναι προϊόν διαβολής και µοχθηρίας. Θα έλεγε κανείς πως έχει εξελιχθεί σε ένα είδος εθνικού σπορ το να µπερδεύουµε τις κατηγορίες και ενώ το οφθαλµοφανές δεν µας πείθει, να χρειάζεται το λαµόγιο να εκτεθεί πλήρως για να δείξουµε επιτέλους πως το πήραµε είδηση. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ηδονιζόµαστε να αµφιβάλλουµε για την ακεραιότητα που µας είναι αδύνατον να τη δεχτούµε ανεπίληπτη σε έναν άνθρωπο, αλλά µόνο διάστικτη µε κρυφές κηλίδες και σκιές.
Η προθυµία να εφευρεθούν οι σκιές αυτές, ενώ δεν υπάρχουν, είναι αντίστοιχη µε την προθυµία να δεχόµαστε τα τερατουργήµατα ως κάτι σχεδόν φυσικό µόλις τα πληροφορηθούµε και να σηκώνουµε σχεδόν αδιάφορα τους ώµους αν συµβεί η κοινή συνείδηση να τα παραγράψει από τη µνήµη της. Σηµασία έχει πως δεν υποτιµηθήκαµε ώστε να µείνουµε αµέτοχοι στην πληροφορία!
Εχουµε κατρακυλήσει στο χειρότερο σηµείο που µπορεί να ξεπέσει µια δηµοκρατία: επειδή µε το να µας πληροφορούν νιώθουµε συµµέτοχοι στα κοινωνικά δρώµενα, η ηθική, η ποινική ή όποια άλλη κύρωση να µας είναι αδιάφορη. Θα είχε νόηµα η κύρωση αυτή µόνον αν ό,τι καταγγέλλεται γινόταν εν κρυπτώ και δεν το µαθαίναµε. Η ελευθερία που υποτίθεται ότι προϋποθέτει η πλήρης και άµεση πληροφόρησή µας αθωώνει την ανελευθερία, την καταπίεση και την καταστροφή που σηµαίνει η διάπραξη οποιασδήποτε µικρής ή µεγάλης λαµογιάς.
Αυτό ακριβώς το κλίµα εκτρέφει έναν άλλου είδους φασισµό: µόλις ακουστεί η ελαχιστότερη επιφύλαξη ή διατυπωθεί η παραµικρή κατηγορία για οποιονδήποτε συµβαίνει να καταθέτει ευφήµως και καθηµερινώς τα διαπιστευτήριά του για δεκαετίες, να γέρνει αυτόµατα η πλάστιγγα προς την πλευρά της υποθετικής ενοχής του, καθώς ανενδοίαστα πιστεύουµε πως ότι µαθαίνουµε είναι η κορυφή µόνον του παγόβουνου. Θεωρούµε ακράδαντα πως το µεγάλο σκάνδαλο ακολουθεί, όταν όµως συµβεί να διαψευστεί, η απογοήτευση είναι απείρως µεγαλύτερη σε σχέση µε τη χαρά που θα νιώθαµε αν το σκάνδαλο επιβεβαιωνόταν. Ετσι όπως αλήθεια, για σχεδόν όλους πια, είναι η κατάντια και ψέµα η εντιµότητα.
Συνέπεια: γινόµαστε όλοι µας κατάλληλοι να καταλαβαίνουµε µόνο χονδροειδείς διακρίσεις και αποφάνσεις, έτσι ώστε για τους οκτώ στους δέκα οδηγούς ταξί απαξάπαντες οι πολιτικοί να έχουν έρθει στην εξουσία µόνο για να τα αρπάξουν, οι γιατροί να είναι όλοι πουληµένοι, οι µετανάστες να είναι όλοι καθάρµατα.
Οταν µια κοινωνία, εµείς δηλαδή, η έλλειψη τιµωρίας την ενοχλεί πολύ λιγότερο απ’ ό,τι η έλλειψη δικαιοσύνης, οι άνθρωποι γίνονται αθύρµατα ώστε να µην µπορεί να γνωρίζεις προς πια κατεύθυνση θα εκδηλωθούν. Μάλλον προς τη χειρότερη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου