Γιατί οι επιχειρήσεις δεν αγαπούν τις ελεύθερες αγορές (Why Businesses Can't Stand Free Markets)
Οι άνθρωποι των επιχειρήσεων αρέσκονται να δηλώνουν πως αγαπούν τις ελεύθερες αγορές και να κατηγορούν το κράτος ότι περιορίζει την επιχειρηματικότητα. Η αλήθεια είναι, όμως, πως οι επιχειρήσεις δεν συμπαθούν καθόλου τις ελεύθερες αγορές.
Ο ανταγωνισμός είναι καλός για τους καταναλωτές επειδή διατηρεί τις τιμές χαμηλές, βελτιώνει την ποιότητα και αυξάνει τις επιλογές. Δεν είναι όμως καλός για τις επιχειρήσεις που πρέπει να διεκδικήσουν την πελατεία τους. Ετσι, τα οργανωμένα συμφέροντα ασκούν πιέσεις στις κυβερνήσεις ζητώντας ειδικές ρυθμίσεις, προνομιακή φορολογική μεταχείριση και νόμους που περιορίζουν τον ανταγωνισμό.
Ο οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν περιγράφει ένα παράδειγμα αυτής της τακτικής σε βιβλίο του που έγραψε το 1990. Στα τέλη του 1800, οργανώσεις αγροτών ζήτησαν από την κυβέρνηση να θέσει περιορισμούς στους σιδηροδρόμους, που κατηγορούνταν ότι έκαναν κατάχρηση της δύναμής τους προκειμένου να επηρεάσουν τις τοπικές αρχές ώστε να καθορίζουν το κόστος μεταφοράς σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα. Η αντίδραση της εταιρείας σιδηροδρόμων ήταν να συνεργασθεί με το Κογκρέσο, με το οποίο σχημάτισε ρυθμιστική αρχή που στελεχώθηκε από μέλη του κλάδου. Με τον τρόπο αυτό καθόρισε τις τιμές και απέτρεψε την είσοδο νέων σιδηροδρομικών εταιρειών στον κλάδο. Μάλιστα, η εν λόγω ρυθμιστική αρχή έφερε και την ανταγωνιστική στους σιδηροδρόμους βιομηχανία των φορτηγών υπό την εποπτεία της, περιορίζοντας την έκδοση αδειών για τη χρήση φορτηγού και εμποδίζοντας την είσοδο ανταγωνιστών στην αγορά όταν εκτινασσόταν ο αριθμός των φορτώσεων για εξαγωγές. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειώσουν άνοδο οι τιμές μεταφοράς, οι οποίες θα έπρεπε να υποχωρήσουν.
Παρόμοιες τακτικές εφαρμόζονται και σήμερα. Κάθε χρόνο, όμιλοι εταιρειών στην Αμερική λαμβάνουν περί τα 100 δισ. δολάρια από κρατικές επιδοτήσεις, εξασφαλίζοντας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η οικογένεια Fanjul, για παράδειγμα, έχει στην κατοχή της τεράστιες εκτάσεις αγροκτημάτων με καλλιέργειες ζαχαροκάλαμου στις οποίες παράγεται περί το 1/3 της ζάχαρης της Φλόριντα. Και όμως η κυβέρνηση την προστατεύει επιβάλλοντας ποσοστώσεις στις εισαγωγές και διατηρώντας υψηλές τις τιμές της ζάχαρης. Το λόμπι της ζάχαρης προσφέρει εκατομμύρια δολάρια σε προεκλογικές χορηγίες για να διασφαλίσει την υποστήριξη των κυβερνήσεων στις επιδοτήσεις.
Οι οικονομολόγοι γνωρίζουν πόση επιρροή μπορεί να έχει αυτό το είδος λόμπι. Σε άρθρο του από το 1971, ο κάτοχος Νομπέλ Οικονομίας Τζορτζ Στίγκλερ επισήμανε πως οι ρυθμιστικές αρχές υπόκεινται σε πιέσεις τόσο από ομάδες συμφερόντων όσο και από το εκλογικό σώμα. Αλλά επειδή οι ομάδες συμφερόντων είναι πιο οργανωμένες, είναι αυτές που εξακολουθούν να επηρεάζουν τις αποφάσεις των ρυθμιστικών αρχών. Ας ελπίσουμε κάποια απόφαση δικαστηρίου να καταφέρει πλήγμα στις διαπλεκόμενες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν την κυβέρνηση για να επιβάλουν υψηλότερες τιμές στους καταναλωτές και να εμποδίσουν την είσοδο νέων επιχειρηματιών στην αγορά. Δεν είπε ποτέ κανείς πως είναι εύκολο να αγαπάει τις ελεύθερες αγορές.
Ετικέτες
ΑΓΟΡΑ,
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου