Γράφει ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Από ότι είναι γνωστό από τα Ντοκουμέντα της εποχής, ο Κάιν, ο πρώτος φονιάς της ανθρωπότητας δεν ανήκε σε καμιά τοπική οργάνωση κανενός κόμματος. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, δεν ανήκε ούτε στην ακροδεξιά ούτε στους Αντίφα. Ήταν ένας απλός γεωργός ο Καιν, που σκότωσε τον αδελφό του από ζήλεια.
Δηλαδή, ο Άβελ δεν υπήρξε θύμα της πάλης των τάξεων! Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο Κάιν επειδή είχε ψηφίσει τον Μητσοτάκη, ούτε ο Άβελ ήταν καλός επειδή είχε ψηφίσει τον Αλέξη Τσίπρα, τον προστάτη όλων των αδικημένων. Ένας απλός βοσκός ήταν που έγινε φονιάς.
Με δυο λόγια, από ότι πληροφορηθήκαμε κάνοντας μια έρευνα σε βάθος, μόνο στις σοβιετικές κοινωνίες όπου καταργήθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες, εξαφανίστηκε η εγκληματικότητα ως δια μαγείας! Αν εξαιρέσει κανείς αυτή την περίλαμπρη σοσιαλιστική ιστορική παρένθεση, στην υπόλοιπη ιστορία της ανθρωπότητας οι ανθρωποκτονίες δίνουν και παίρνουν. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, σε όλες τις ώρες της ημέρας, κάπου, ένας σκοτώνει έναν άλλο επειδή απλά έτσι είναι οι άνθρωποι, κι όχι επειδή ανήκουν σε μια πολιτική παράταξη. Δεν σκοτώνουν μόνο οι ακροδεξιοί, αλλά και τα καλά παιδιά του λαού ενίοτε – αν όχι συχνότερα! Ή κάποιοι φόνοι δεν πιάνονται; Αν, δηλαδή, κάψουμε μερικούς απεργοσπάστες, αυτό δεν καταγράφεται ως δολοφονία; Ή οι δολοφονίες ορίζονται σύμφωνα με το επαναστατικό καταστατικό των κομμάτων;
Πάνω από μια δεκαετία πλέον, η ελληνική κοινωνία περιδινίζεται σε έναν κυκεώνα ηθικής αντιπαράθεσης που ξεσπά με κάθε περιστατικό του αστυνομικού δελτίου. Οι φόνοι, οι βιασμοί, οι ξυλοδαρμοί, κάθε βίαιη εκδοχή της κοινωνικής ζωής, μπαίνει στο μικροσκόπιο ως αφορμή να θιγεί ηθικά η αντίπαλη πολιτική παράταξη και η διεφθαρμένη ιδεολογία της. Έτσι, αν οι βιαστές είναι πλούσιοι, είναι προφανές ότι ο πλούτος είναι η βασική αίτια των βιασμών. Το συμπέρασμα που εξάγεται με αστρονομική ταχύτητα είναι ότι όλοι οι πλούσιοι είναι βιαστές ή έν δυνάμει βιαστές. Αν ο βιαστής είναι παπάς, η θρησκεία αποτελεί άντρο βιαστών, αν είναι ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ παράγουν ιδεολογικά βιαστές. Αυτός ο διάχυτος εκχυδαϊσμός κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο στον οποίο λαμβάνουμε όλοι πρόθυμα μέρος.
Θα έλεγε κανείς ότι η ελληνική κοινωνία διάγει μια μακρά περίοδο εθισμού στην φλυαρία. Πάσχει από τα ίδια της τα λόγια, από ακατάσχετη φλυαρία και όπως είναι γνωστό στους παροικούντες τα ιερά κείμενα, εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξη αμαρτία.
Γενικότερα, η φλυαρία δεν αντιμετωπίζεται ως μια ασήμαντη αδυναμία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ούτε από την Καινή Διαθήκη. Λέγω δε ημίν ότι παν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσουσιν οι άνθρωποι αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως.
Και επειδή στον σύγχρονο κόσμο η θεολογική βάση των ερμηνειών είναι υπό αμφισβήτηση, η ερμηνεία είναι ότι τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, σύμφωνα και με την λαϊκή παροιμία.
Η πιο αποτρόπαιη πλέον φλυαρία που διακινείται σε κάθε παρατράγουδο της κοινωνικής μας ζωής, είναι αυτή που μεταθέτει το έγκλημα από τον εγκληματία στον ακροδεξιό δολοφόνο ή στον Αντίφα φονιά. Δεν έχει σημασία η πράξη άλλα η πολιτική ιδιότητα και αυτό το βιολί όλοι γνωρίζουμε από ποιους άρχισε, ποιους βόλεψε και πώς τελικά «κοινωνικοποιήθηκε» παρασύροντας την κοινωνία στο βούρκο καθώς ο βούρκος είναι το μοναδικό γήπεδο που ξέρουν μερικοί να παίζουν μπάλα.
Παρά τα γελοίο του πράγματος, η κοινωνία παρασύρεται σε μια βαθιά παρακμή με την εντύπωση πως ξιφουλκεί υπέρ ενός ανώτερου σκοπού. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πάντα πιο επώδυνη καθώς...
καταφέραμε να γελοιοποιήσουμε το πένθος, μια πανάρχαια και πανανθρώπινη εθιμική διαδικασία.
Ο Τζορτζ Όργουελ, αυτός ο ευφυέστατος διανοούμενος συγγραφέας του περασμένου αιώνα, αναφέρει χαρακτηριστικά στο δοκίμιό του Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα: «Επειδή λέμε ανοησίες, ο λόγος μας είναι ακαλαίσθητος. Ο ακαλαίσθητος λόγος, όμως, αφ’ εαυτού, μας οδηγεί στο να λέμε όλο και περισσότερες ανοησίες, σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου