"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ο Πεταλωτής τη νύχτα

Του Σταµάτη Φασουλή

Ούτε καιµε την κήρυξη πολέµου την 28η 1940 δεν βγήκε άγρια µεσάνυχτα πολεµικόν ανακοινωθέν. Περιµένανε οι άνθρωποι να ξυπνήσει ο κόσµος, να ρίξει λίγονερό στο πρόσωπό του, να συνέλθει από τον άγριο κι ανίερο κόσµο των ονείρων και µετά να του το ανακοινώσουν.

Στη συγκεκριµένη δε περίπτωση του ΟΧΙ είναι γνωστό ότι ο κλήρος της δακτυλογράφησης πέφτει στον εργαζόµενο στο υπουργείο τότε Γιώργο Σεφεριάδη, κατά ποιητικόν κόσµο Γιώργο Σεφέρη. Αγουροξυπνηµένος πάει µε τα πόδια απ’ την Αγιά Σωτήρα στο γραφείο αλλά η γραφοµηχανή είναι (όπως πάντα, όλα στην Ελλάδα) χαλασµένη. Αντε πάλι πίσω στο σπίτι τής Κυδαθηναίων να γράψει στη δικιά του µηχανή το µεγάλο ΟΧΙ και την κήρυξη του πολέµου. Ξηµέρωµα πια, περνώντας απ’ το Σύνταγµα και µε το ανακοινωθέν στην τσέπη, βλέπει τον κόσµο να πηγαίνει αµέριµνος στις δουλειές του, σκέφτεται «Κρατάω τη µοίρα αυτών των ανθρώπων στα χέρια µου».

Αυτά επί δικτατορίας Μεταξά. Τώρα επί ∆ηµοκρατίας δεν περιµέναν την αυγή. Μας πιάσανε στον ύπνο. Οχι προχθές. Χρόνια τώρα. 

Βέβαια, οι διαφορές είναι πολλές. Τότε οι πατέρες µας (και οι φυσικοί και οιτου έθνους) είχανε να αντιµετωπίσουνε µια πολεµική µηχανή όπως της Ιταλίας, αρκετά δυνατή. Εµείς έχουµε ∆ουνουτού. Το ίδιο επικίνδυνο, αλλά σε άλλο πιο απάνθρωπο επίπεδο. Σε επίπεδο µπεζαχτά. Μου χρωστάς δεν σου χρωστάω κι άµα θέλω σε πηδάω.

Οταν άνοιξαν το στόµα τους οι Τροϊκανοί και µίλησαν για το ξεπούληµα όλων µας, ζώντων και νεκρών, η ευέλικτη κυβέρνησή µας αντέδρασε όπως πάντα άµεσα και καταιγιστικά. Στρώθηκε στο τραπέζι, στο ΟΝ τα λάπτοπ και κατά τις 2 το πρωί «πριν αλέκτορα φωνήσαι τρεις» (και η κακή του µέρα) έβγαλε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο µε την τσίµπλα στοµάτι να απαντήσει τα αναπάντητα.Τον κοίταγα, τον κοίταγα την άλλη µέρα. Απ’ τον Σεφέρη στον Πεταλωτή. Μµµ, δεν είναι κι άσχηµα. Μια χαρά κατάντια είναι. Μόνο που εγώ δεν θέλω να κρατάει ο Πεταλωτής τη µοίρα µου στα χέρια του. Ούτε να την πιάνει στο στόµα του. Ακόµα κι όταν µιλάει για µένα, φοβάµαι µε λερώνει. Αλλά µπορεί να είναι και προσωπική εκτίµηση.

Αφήνω το γράψιµο, βάζω ένα CD, µια παλιά µελωδία του Χατζιδάκι φωτίζει το δωµάτιο. Τραγουδάει η ∆ήµητρα, οι στίχοι είναι της Λίνας.

«Κι απ’ του Παράδεισου το φως 
Γυρνάει του Κάιν ο αδελφός 
Και λέει της πίκρας ο ανθός 
Στη γη µονάχα βγαίνει».

∆εν νοµίζω ότι ταιριάζει µε το κείµενο. Το υποκαθιστά. Ευτυχώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: