Του ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ
«Είμαι λαϊκός άνθρωπος», «Είμαι από πολύ μικρός στη νύχτα», «Δεν τα είχα καλά με τους κυριλέδες ποτέ στη ζωή μου». Οι ατάκες δεν ανήκουν σε κάποιον φανταστικό χαρακτήρα, κατασκευασμένο μέσα σε κλισέ καλούπια αρρενωπότητας και χύδην ταπεινότητας, αλλά στον υπερπροβεβλημένο ηθοποιό Βασίλη Μπισμπίκη, που θα έλεγε κανείς ότι απολαμβάνει την υπερπροβολή του ακριβώς σαν φανταστικός χαρακτήρας.
Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε η φωτογραφία που τον δείχνει να καπνίζει σε γνωστό νυχτερινό κέντρο, κατά παράβαση του αντικαπνιστικού νόμου, παρακολουθούμε μια απολαυστική αλληλουχία αντιδράσεων: ο υπουργός Υγείας προανήγγειλε από το Twitter πρόστιμα και από το Facebook περισσότερους ελέγχους· το νυχτερινό κέντρο εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία μας επισημαίνει πόσο δύσκολο είναι να επιβλέπει την εφαρμογή του νόμου στο εσωτερικό του· ο κόσμος διαμαρτύρεται έξαλλα: «Τον Μπισμπίκη περίμενε ο υπουργός για να καταλάβει ότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται;».
Κι ενώ οι αντιδράσεις από μόνες τους δεν είναι παράλογες, το όλο θέμα μοιάζει τοποθετημένο σε λάθος βάση: το πρόβλημα δεν είναι τόσο η παρανομία καθαυτή (αυτή θα μπορούσε να είναι μεμονωμένη), αλλά η κουλτούρα που την επιτρέπει· είναι ότι πέρα από το ταμπεραμέντο τού κάθε προσωρινώς επίκαιρου ηθοποιού, η ελληνική κοινωνία δεν έχει χωνέψει ακόμη ότι το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους είναι κακή ιδέα. Γι’ αυτό και μετά την πανδημία, ο αντικαπνιστικός νόμος είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Στην ελληνική πραγματικότητα, το τσιγάρο ως εργαλείο πόζας και μαγκιάς υπερβαίνει τον εθισμό και τη συνήθεια· είναι αξεσουάρ που συμβολίζει όσα επιχειρούν να μεταφέρουν και οι απονενοημένες δηλώσεις λαϊκού φρονήματος του Βασίλη Μπισμπίκη όπου σταθεί κι όπου βρεθεί: ότι ο καπνιστής δεν είναι μαλθακός (σαν τους άλλους), ότι ηδονίζεται από την αυτοκαταστροφή του (κι αυτό είναι προσόν!), ότι η διασκέδασή του είναι ένας ζηλευτός διονυσιασμός, ότι οι τύποι και οι συμβάσεις δεν σημαίνουν τίποτα γι’ αυτόν την ώρα που απολαμβάνει λαίμαργα και παλικαρίσια την υπέρλογη εμπειρία του καπνίσματος.
Ο λόγος που πολλοί καπνιστές καπνίζουν μέσα στη μούρη των μη καπνιζόντων δεν έχει να κάνει μόνο με την αδιαφορία τους για την υγεία των δεύτερων, αλλά και με την ιδεολογικοποίηση του τσιγάρου· με την παγίωσή του ως παραδοσιακού φετίχ διασκέδασης και καλής ζωής.
Εκτός από το δυναμικό φολκλόρ του καπνίσματος, όμως, υπάρχει και μια στρεβλή αντίληψη περί δημοκρατικού δικαιώματος σ’ αυτό: «Εφόσον οι καπνιστές είναι περισσότεροι στον χώρο, να βγουν οι μη καπνιστές έξω. Εφόσον οι μη καπνιστές είναι αυτοί που ενοχλούνται από τον καπνό, ας ξεβολευτούν οι ίδιοι αντί να ξεβολεύονται οι καημένοι οι καπνιστές».
Το ότι οι υπαίτιοι του προβλήματος παραμένουν υπαίτιοι και το πρόβλημα παραμένει πρόβλημα, ανεξάρτητα από την αριθμητική αναλογία ενεργητικών και παθητικών καπνιστών, γλιστράει στις σχισμές του σοφίσματος· στη δημοκρατία του παραλόγου, νόμος είναι το δίκαιο του φωνακλά.
Οι νόμοι λειτουργούν, μεταξύ άλλων, χάρη στη νομιμοφροσύνη των πολιτών, αλλά δεν επαφίενται σ’ αυτήν. Γύρω και ανάμεσά μας θα υπάρχουν πάντοτε άτομα έτοιμα να παρανομήσουν, όχι απαραίτητα με κακή πρόθεση, αλλά επειδή η παρανομία είναι πολλές φορές ευκολότερη από τη νομιμότητα.
Η άποψη του κ. Πλεύρη πως δεν μπορεί σε κάθε πίστα ή κλαμπ να υπάρχει κλιμάκιο ελέγχου είναι σωστή, όπως σωστό είναι και το ότι οι πολίτες δεν πρέπει να μένουν αμέτοχοι μπροστά στην καταστρατήγηση του δικαιώματός τους στους υγιείς πνεύμονες. Ομως...
ο αντικαπνιστικός νόμος δεν μπορεί να εφαρμόζεται με επιλεκτικές εκδηλώσεις καταστολής, ούτε μέσα από τη δράση πολιτών-χωροφυλάκων.
Το κράτος οφείλει να δείξει αυστηρή, γενικευμένη και παραδειγματική πυγμή: δεν αρκούν οι απλοί έλεγχοι, αλλά απαιτούνται εξαντλητικές παρεμβάσεις που δεν θα αφήσουν στις επιχειρήσεις περιθώριο ελαστικότητας· δεν αρκούν τα πρόστιμα, αλλά χρειάζονται βαρύτατες κυρώσεις σε όσους θεωρούν την παραβίαση του νόμου αμελητέα υπόθεση.
Η απειλή του κράτους-Κέρβερου είναι άχαρη αλλά απαραίτητη, μέχρι να πάψει να είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου