"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟ-ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΟ-ΞΕΦΤΙΛΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Φωνές - Αναζητώντας «ενήλικη» κρίση ανάμεσα στα ελληνόφωνα πουτιναροκουλτουριάρικα σούργελα

Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ

Οι νεκροί δεν έχουν ονόματα. Ενας πεσμένος δίπλα στο ποδήλατό του. Ενας στα γόνατα, σαν να κλείδωσαν οι αρθρώσεις του, δεμένος πισθάγκωνα. Ενας γνωρίζεται μόνο από την άταφη παλάμη του.

Διαρκώς μεταδιδόμενος, ο πόλεμος καταλήγει να διαλύεται πίσω από την οθόνη της «ζωντανής» του εκπομπής. Κάτι ακούς όλη μέρα, χωρίς να το προσλαμβάνεις. Απομένει μόνο ο βόμβος των γεγονότων. Το ανθρώπινο σχήμα του δράματος δεν διακρίνεται πια.

Οι εικόνες της υπέργειας νεκρόπολης, που άφησαν πίσω τους οι εισβολείς, έσκισαν αυτά τα μιντιακά φίλτρα. Εδωσαν ξανά στον πόλεμο τη θανάσιμή του αλήθεια.

 

Κι όμως. Δεν ήταν αυτή η πιο αφυπνιστική εικόνα. Ηταν η γυμνή πλάτη ενός κοριτσιού –το πολύ δύο ετών– πάνω στην οποία η μητέρα του είχε γράψει με στιλό τηλέφωνα και διευθύνσεις των συγγενών της.

Περισσότερο και από τη φωτογραφία των σκοτωμένων, οι άμαχοι που ακροπατούν ακόμη στην όχθη της ζωής μαρτυρούν τι διακυβεύεται στην Ουκρανία. Το σώμα ενός παιδιού σημειωμένο από τη λαχτάρα της μητέρας του να επιζήσει εκείνο, έστω και χωρίς αυτή: Αυτό δείχνει τι απειλεί να συντρίψει ο πόλεμος· και τι επείγει να διασωθεί από αυτόν.

Οπως το είπε με αφοπλιστική απλότητα ο Διονύσης Σαββόπουλος, «οι Ουκρανοί, όπως όλοι μας, κοίταζαν τη ζωούλα τους, τις δουλειές τους, την οικογένειά τους». Δοκίμασε κι εκείνος να δείξει το γεγονός πίσω από το παραπέτασμα της «κάλυψής» του – πίσω από τη φαντασμαγορία της βίας και την απεραντολογία της γεωπολιτικής καχυποψίας. Δοκίμασε να φέρει τον πόλεμο στα μέτρα της αντίληψης του απόλεμου τηλεθεατή.

Η φωνή που ζητούσε από το ακροατήριο –και, εμμέσως, από τους ομοτέχνους του– «ενήλικη» κρίση· η φωνή που τους ζητούσε να ονομάσουν τον «βομβαρδιστή» δεν έκανε κήρυγμα.  

Οξύς, χωρίς να υψώνει τη φωνή του, και διδακτικός, χωρίς να χάνει τη χάρη του, ο Σαββόπουλος κατάφερε να ενσαρκώσει όσα υπερασπιζόταν. Κατάφερε να παραστήσει, πέρα ακόμη και από τα λόγια του, τον ευσπλαχνικό ορθολογισμό ενός υπεύθυνου δημοκράτη, που, παρότι έχει υποστεί ξανά και ξανά τη βία της κερκίδας, επιμένει να απευθύνεται στην ευαισθησία της. Στην «ενηλικότητά» της.

Αυτή η βραχνή φωνή δεν κουβαλάει μόνο τον απόηχο της ποίησης που έχει τραγουδήσει. Αρθρώνει και τη συνείδηση που εκείνη η ποίηση κατάφερε να διαπλάσει.

Μιλώντας για τον πόλεμο –και, εμμέσως, για τον εμφύλιο «χαρτοπόλεμό» μας επί του πολέμου– η φωνή φανερώνει και τη σημασία της ειρηνικής ζωής. Δίνει υπόσταση στις αξίες της. 

Πώς;

«Αυτά τα υψηλά πράγματα, που όμως είναι και πολύ απτά… Πατρίδα, ελευθερία, δημοκρατία». Γι’ αυτά αξίζει «να πας και να πεθάνεις».  

Αλλά ευτυχώς, λέει η φωνή, δεν χρειάζεται.  

Εσύ, σου λέει...

 

 αυτά τα αόρατα αγαθά έχεις την πολυτέλεια να τα ξεχνάς, καθώς τα απολαμβάνεις.



Δεν υπάρχουν σχόλια: