Ήταν μια από εκείνες τις απαράμιλλης ομορφιάς καλοκαιρινές νύχτες, που η πανσέληνος φωταγωγεί την πλάση σαν πελώριος προβολέας, που το αεράκι δροσίζει αρπαγμένες απ’ τον ήλιο επιδερμίδες, που περπατάς ξυπόλητος και οι πατούσες σου ρουφάνε, λες, τους χυμούς της γης. Ήταν ένα από εκείνα τα αυτοσχέδια τσιμπούσια-πάρτυ-γλέντια που στήνονται κάτω απ’τα δέντρα.
Κάποια Μαρία γιορτάζει, ένα εξοχικό ανοίγει και καταφθάνει κόσμος και ντουνιάς, παρέες μόνιμων παραθεριστών, συγγενείς και φίλοι αλλά και φίλοι φίλων και γνωστοί γνωστών κι άνθρωποι ακόμα που απλώς άκουσαν μουσική και μπήκαν, με την καλή καρδιά τους για πεσκέσι, καλοδεχούμενοι άνευ όρων, ευοίωνοι σαν αγαθά ξωτικά. Δεν θα εκπλησσόσουν κι αν ακόμα αντίκριζες τον τραγοπόδαρο θεό, τον Πάνα, να μπαίνει με τη συνοδεία του στην αυλή και να επελαύνει στα κρασιά και στα κοψίδια πριν σύρει τον χορό.
Στη θράκα εναλλάσσονταν φιλότιμοι ψήστες, για όσο άντεχαν την καυτή ανάσα, το πυρωμένο μαντέμι που πάνω του ροδοκοκκίνιζαν τα κρέατα.
Απ’τις ροκιές περάσαμε στα νησιώτικα, από την ντίσκο στα λάτιν και με παράδοξη γέφυρα την "Καλίνκα" -Ρώσος γαρ ο πατριός τής οικοδέσποινας- στα λαϊκά, βαριά και μη. Στο "Μπαξέ Τσιφλίκι" το γλέντι απογειώθηκε. Στο "Καλύτερα Μαζί σου και Τρελός" ξύπνησαν μνήμες παλαιών ερώτων - τακτοποιημένοι οικογενειάρχες, ιδρωμένες φαλάκρες, τόλμησαν το ζεϊμπέκικο, τα έφηβα παιδιά τους τούς βαρούσαν παλαμάκια, ελλείψει λουλουδιών τούς έραιναν με χαρτοπετσέτες. Στο "Λάμπω" η εορτάζουσα κυριάρχησε στην πίστα και κολλητά χόρεψε με το αγόρι της το "La Isla Bonita” της συνονόματής της Madonna.
"Πόσων χρονών είναι η Μαρία;" ρώτησα τη φίλη μου.
Από όλες τις μορφές της τέχνης, η τραγουδοποιία είναι η πιο άμεση. Εκείνη που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά. Κάποιοι άνθρωποι διαβάζουν μυθιστορήματα, άλλοι πηγαίνουν στο θέατρο, ένα ειδικό κοινό παρακολουθεί την εικαστική κίνηση. Όλοι ακούν όμως τραγούδια. Επί μυριάδες χρόνια το τραγούδι λειτουργεί θαυματουργά. Μέσα σε τρία -άντε σε πέντε- λεπτά σού αφηγείται τον κόσμο. Κατά τρόπο απολύτως εύληπτο, σού συστήνει τον εαυτό σου και τους γύρω σου. Σού μαθαίνει πώς να κινείσαι, πώς να αγαπάς, πώς να υπερβαίνεις το φθαρτό σαρκίο σου και να γίνεσαι ήρωας, πώς να αντέχεις -ή να μην αντέχεις- τον χωρισμό και τον θάνατο. Αν θες να αντιληφθείς μια κοινωνία, μια εποχή, μελέτα τα τραγούδια της. Κυρίως όσα μπαίνουν σε όλων τα χείλη.
Ακολούθησε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο ιδιοφυέστερος Έλληνας καλλιτέχνης του 20ου αιώνα μαζί με τον Καβάφη που αυτοπροσδιοριζόταν όμως ως "ελληνικός".
Σε αντίστιξη με το λαϊκό, αναπτύχθηκε το ελαφρό τραγούδι κι έδωσε έξοχους καρπούς απ’τον Αττίκ ως τον Σουγιούλ.
Επί ώρες θα μπορούσε να μιλάει κανείς για το ελληνικό τραγούδι. Να αραδιάζει στιχουργούς, συνθέτες και ερμηνευτές, να ταξιδεύει από τη Μοσχολιού στον Κηλαηδόνη κι από τον Πλέσσα στον Νταλάρα. Αλλού όμως έγκειται το πρόβλημα. Εδώ και είκοσι χρόνια σαν η πηγή η λαλέουσα να’χει στερέψει.
Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν γράφονται στις μέρες μας ενδιαφέροντα τραγούδια, ακόμα και μικρά αριστουργήματα - μια επίσκεψη στην "Ταράτσα" του Φοίβου Δεληβοριά θα διασκεδάσει κάθε τέτοιο φόβο. Μα τα καλά τραγούδια απευθύνονται σε έναν σχετικά περιορισμένο κύκλο. Δεν γίνονται πλέον επιτυχίες. Και οι επιτυχίες δεν είναι πιά διόλου καλά τραγούδια. "Έφτιαξα αμέτρητα σουξέ!" καμάρωνε ο Τσιτσάνης με την τρικαλινή του προφορά. Ένα τραγούδι -εννοούσε- όσο αξιόλογο κι αν είναι, εάν δεν περάσει στο ευρύτατο κοινό, αποτελεί χαμένη ευκαιρία.
Χωρούν αναμφισβήτητα πολλές ερμηνείες του κακού.
Το γεγονός παραμένει. Οι σημερινοί εικοσάρηδες -και οι τριαντάρηδες ακόμα- δεν έχουν τα δικά τους εμβληματικά τραγούδια. Κοτζάμ κρίση πέρασε σαν οδοστρωτήρας πάνω από την κοινωνία μας χωρίς να αφήσει μουσικό ίχνος.
Δεν παραδοξολογώ. Ούτε καν υπερβάλλω ηθελημένα. Το πιστεύω ακράδαντα: Η ανάκαμψη της πατρίδας μας θα αποτυπωθεί πρώτα μουσικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου