"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Μνημονεύοντας αναντικατάστατους

Toυ ΚΩΣΤΑ ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗ


«O​​​​υδείς αναντικατάστατος». Βρίσκει πολλούς υπέρμαχους το αξίωμα, μάλιστα και μεταξύ αυτών που ομνύουν παράλληλα σε αξιοκρατία και αριστεία αποδεχόμενοι έτσι τη διαφορετικότητα και βάζοντας στο ζύγι προσοντολόγια των εκάστοτε κρινομένων. Οι ζηλωτές τού «ουδείς αναντικατάστατος» –πιστεύοντες ή μη– όταν προσκρούουν σε λογικοφανείς ενστάσεις επιστρατεύουν βαρύ πυροβολικό. Με σκωπτικότητα επιθεώρησης λαϊκής απογευματινής, αποφαίνονται πως «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους», προσδίδοντας, με το επίχρισμα του επέκεινα, μία δόση ηθικής μετα-αλήθειας (έγινε τόσο πολύ της μόδας).  


Σύμφωνοι, στις γειτονιές του ανεξύπνητου βασιλεύει η ισότητα της σιωπής. Ωστόσο, όποιος θρηνεί επισκεπτόμενος τον τάφο αγαπημένου προσπερνά τον πόνο των άγνωστων άλλων και συνομιλεί νοερά με τον δικό του θαμμένο, τον δικό του αναντικατάστατο. Οι πιο στενοί οικείοι του νεκρού, όσο υπέργηρος κι αν ήταν ο εκλιπών, δεν υπακούν στην παρηγορητική λογιστική. Ακόμα κι αν οι ημερομηνίες στο διπλανό μάρμαρο προδίδουν με ανατριχιαστική ωμότητα τ’ άδικο, το πιο μεγάλο κρίμα –χαμένα παιδιά και νέοι– ο νους μας συγκλώθει τη θλίψη με εικόνες, κουβέντες και εσαεί ανεξόφλητα γραμμάτια· μια κοινή, συγχωρητέα τυμβωρυχία.


Μνημονεύω Κωστή Παπαγιώργη: «Οσο αζυγόθρησκος κι αν είναι κανείς, όσο αλιβάνιστος και φευγάτος από τα θεία, δεν γίνεται να αποφύγει τη σκέψη για τη λατρεία των νεκρών, τη σύνδεση δηλαδή με τα κατάβαθά του» («Ζώντες και τεθνεώτες».)


Στο παραπάνω σκορποχώρι σκέψεων, πέφτουν οι σπόροι σαν βροχή, οι αφορμές ατέλειωτες όσες και οι γεννήσεις. Είναι κανόνας. Τα λόγια τα καλά, τα λόγια τα παχιά, τα εκταμιεύουμε αφειδώλευτα μετά την αιώνια φυγή κάποιου. Τα παραδείγματα βρίθουν, ιδιαίτερα μεταξύ μελών της αυτής επαγγελματικής συντεχνίας. Αίφνης, άλλος ένας εν ζωή μη αναντικατάστατος (αναλώσιμος) κατευοδώνεται από τους έμπειρους νεκρολογητές με όλα εκείνα που δεν έτυχε να ακούσει πριν είναι πολύ αργά. «Ο δείνα διακρίθηκε για το ήθος, τον υψηλό επαγγελματισμό, τη συναδελφική αλληλεγγύη, τη σεμνότητά του. Δυσαναπλήρωτο το κενό που αφήνει». Είναι εμφανές ότι παρόμοια πρωτοκολλημένα κατευόδια διαφημίζουν, εκ του ασφαλούς, τον προς μίμηση αξιακό κώδικα του εκλιπόντος, άλλου ενός μετά θάνατον αναντικατάστατου.


Και τότε που ήταν πλούσια και τώρα που είναι χρεοκοπημένη, η Ελλάδα τιτλοφορείται, δυστυχώς, κάθε τόσο και λιγάκι, φτωχότερη.  


Λες και κάποιο αόρατο χέρι βάλθηκε...

 να δοκιμάσει τα έμψυχα αποθέματά μας, θερίζει ανθρώπους με βαθύ πνευματικό αποτύπωμα, τους, συνήθως ερήμην τους, καλούμενους άτεχνα επωνύμους. Ακόμα και όσοι αγνοούν (-ούμε) ή δεν ενδιαφέρθηκαν (-ήκαμε) να γνωρίσουμε το προβεβλημένο έργο που αφήνουν πίσω τους, στοιχίζονται (-όμαστε) με τεχνητή, ανασφαλή, θλίψη στους αληθώς τεθλιμμένους, τους εξουσιοδοτημένους εκτιμητές της απώλειας. 


Εις μνήμην αναντικατάστατων εν μέσω μη αναντικατάστατων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: