Ἡ συγκαρδίωση
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Toυ ΣΑΡΑΝΤΟΥ ΚΑΡΓΑΚΟΥ
Κάθε νίκη τοῦ ΠΑΣΟΚ ἦταν καί μιά ἥττα γιά τήν Ἑλλάδα. Κατά μίμηση καί γιά τή Ν.Δ. ἴσχυσε τό αὐτό. Διότι, ὁσάκις παρέλαβε τήν ἐξουσία, ἔδρασε ὡς «καρμπόν» τοῦ ΠΑΣΟΚ. Γι᾽ αὐτό ὅλα στή χώρα μας κατέληξαν στή λέξη τοῦ Καμπρόν, ὅπως τό βροντοφώναξε καί ὁ φιλέλλην Στρώς-Κάν, – νά ᾽ναι καλά. Ἀρκεῖ νά σταθμεύσει κανείς σ᾽ ἕνα ὑπαίθριο «πάρκινγκ» τῶν ἐθνικῶν μας ὁδῶν, γιά νά διαπιστώσει ὀπτικῶς καί ὀσμητικῶς πώς ἡ Ἑλλάς κατάντησε μιά ἀπέραντη ὑπαίθρια Βεσπασιανή.
Ἄς μήν ἀναφερθοῦμε σέ θέματα ἠθικῆς, διότι πρός χαρακτηρισμό οὐδεμία ἀπό τίς χρησιμοποιούμενες ἐπί αἰσχρᾶς ἐννοίας λέξη ἐπαρκεῖ.
Κάποτε γράφαμε, ἀναφερόμενοι στά φρικτά τοῦ παρελθόντος, ὅτι κόλαση καί ἱστορία εἶναι τό ἴδιο. Δυστυχῶς, τά ὅρια τῆς κόλασης ἐπεκτάθηκαν καί στό παρόν. Οὐσιαστικά ἡ χώρα μας βιώνει τό θάνατό της. Ἀφότου εἰσέβαλε στήν πατρίδα μας ἡ κουλτούρα τοῦ ΠΑΣΟΚ, πού διαβρέχει ὅλο τό κοινωνικό σῶμα, ἄρχισε ἡ ἀποχώρηση τῶν ἀρίστων καί ἡ ἄνοδος τῶν ἀχρήστων. Ὅπως συμβαίνει μέ τά φρόκαλα.
Οἱ καλύτεροι Ἕλληνες ἀποσύρθηκαν στήν ἀγκαλιά τῆς σιωπῆς, ἐφαρμόζοντας τό Ἐπικούρειο πρόσταγμα: «Κυάμων ἀπέχεσθαι». Μακριά ἀπό τά κουκκιά, δηλαδή μακριά ἀπό τήν πολιτική.
Ἦταν ἡ χειρότερη συνταγή. Ὅταν ἀποχωροῦν οἱ ἄριστοι ἀπό τήν πολιτική, εἶναι εὔκολο νά καταλάβουμε γιατί βρέθηκαν σέ θέσεις ἐξουσίας ἄνθρωποι ἄγνωστοι καί στό θυρωρό τους, κατά τήν Κατσιφάρειον ρῆσιν ἤ ἄνθρωποι πού εἶχαν περισσότερη σχέση μέ τό σχοινί καί τό παλούκι. Ἄνθρωποι ὄχι ἐπαίνου ἀλλά δημίου ἄξιοι.
Ἄς τό σκεφθοῦμε καλά, ὅσο ὑπάρχει καιρός καί ἐν ὄψει νέων ἐκλογῶν: μήπως, ὅσο ἁπλώνεται ἡ κτηνωδία καί ἡ ἀπανθρωπιά χρειάζεται ὡς ἀντίβαρο γιά τή σωτηρία τῆς χώρας μας ἡ λογική, ἡ ἠθική καί ἡ ἀνθρωπιά;
Τό ΠΑΣΟΚ ὑπό τόν Ἀνδρέα Παπανδρέου δέν ἦλθε γιά νά κυβερνήσει, ἦλθε γιά νά κατακτήσει. Γιά νά τό πετύχει, χρειαζόταν τούς διαθέσιμους ἀνθρώπους πάσης πολιτικῆς ἀποχρώσεως. Ὅλοι αὐτοί ἀνήγαγαν τό κόμμα σέ φετίχ. Ἐν ὀνόματι τοῦ κομματικοῦ συμφέροντος χορηγήθηκαν indulgentia (= συγχωροχάρτια) ἀκόμη καί γιά τήν κλεψιά. Αὐτό πού εἶπε ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου γιά τά 500 ἑκατομμύρια ὡς bonus ἀξιωματούχου πρός τόν ἑαυτό του ἦταν μία ἐνδιαφέρουσα ἄποψη γιά τή σκλαβιά. Πρός τήν ὁποία πορευόμαστε τροπαιοῦχοι, ὅπως φαντάζονταν καί οἱ Γερμανοί πού ἐνῶ μετά τό 1943 ὑποχωροῦσαν παντοῦ, ἔβλεπαν σέ κάθε τοῖχο, σέ κάθε πλατεία νά κυριαρχεῖ ἡ ἐπιγραφή: «Deutshland siegt an allen Fronten» (= ἡ Γερμανία νικᾶ σέ ὅλα τά μέτωπα). Ἀκούγοντας τά ἀτμιδοῦχα καί ἀεριοῦχα λόγια τῶν πολιτικῶν μας, πιστέψαμε πώς γίναμε πρωτάρχοντες τῆς Βαλκανικῆς, ἰσότιμοι τῶν Εὐρωπαίων. ἩἙλλάς πού μποροῦσε νά γίνει ἡ Ἑλβετία τῆς Μεσογείου ἔγινε περίγελως ἀκόμη καί τῶν ἄλλοτε γυμνοσκελῶν Σκοπιανῶν.
Ἡ Ἑλλάς, πού κάποτε –καί στή φτώχεια της– ἔλαμπε ἀπό ἀρχοντιά καί ὀμορφιά, μοιάζει σήμερα μέ ἕνα σουρρεαλιστικό πίνακα, στόν ὁποῖο πάλλει ἡ ἀσχήμια, ἡ χυδαιοπρέπεια καί ἡ κακομοιριά. Καί δέν βλέπω διάθεση νά θέλουμε νά ἀποσπασθοῦμε ἀπό αὐτή τή φρικαλέα σκηνή καί στιγμή.
Βεβαίως ὅλοι τά ᾽χουμε μέ τήν κυβέρνηση, ἀλλά συνάμα καί ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Βλέμματα κοφτερά σάν ξυράφι, ἀγέλαστα πρόσωπα, ἐπιθετική συμπεριφορά, τρόποι βάναυσοι. Εἶναι θεῖο δῶρο ἄν εἰσπράξεις σήμερα καλό λόγο. Μισοῦμε τή χώρα μας καί τόν συνάνθρωπό μας. Αὐτό –κατ᾽ ἐμέ– εἶναι ἡ χειρότερη σκλαβιά. Διότι, ὅπως μᾶς εἶπε διδακτικά ὁ Σολωμός, ἄν μισούμεθα ἀνάμεσά μας δέν μᾶς πρέπει λευτεριά.
Εἶναι γεγονός ὅτι περνᾶμε ὧρες δύσκολες. Ἡ πενία πού, κατά τόν Ἡρόδοτο, «ἀείποτε σύντροφος τῆς Ἑλλάδος ἐστί», ξανακτυπᾶ τήν πόρτα μας. Αὐτός δέν εἶναι λόγος νά γίνουμε μεταξύ μας ἐχθροί. Ἡ ἔχθρα θά φέρει κι ἄλλες συμφορές. Κάθε ἡμέρα διαβάζουμε γιά φονικά, πράξεις βίας, κλοπές, λεηλασίες, ἀκόμη καί πνευματικῶν περιουσιῶν ἀπό κανάλια ποικίλων εἰδῶν. Καί τό σπαραξικάρδιο εἶναι ὅτι μερικοί πού ἀνήγαγαν τήν κομπίνα καί τήν ἐξαπάτηση σέ περιωπή θέλουν ἀπό πάνω νά παριστάνουν τόν τιμητή!
Ἔχω συχνά τόν τελευταῖο καιρό ἀδικηθεῖ. Πολλοί μοῦ συνιστοῦν προσφυγή στά ἔνδικα μέσα. Ὡς Μανιάτης προτιμῶ τήν ἐκδίκηση καί ἀπαντῶ: «Ἡ περιφρόνηση εἶναι ἡ καλύτερη τιμωρία». Ὅταν πυγμαχεῖς μ᾽ ἕνα σάκκο γεμάτο βρομιά, εἶναι σίγουρο ὅτι θά λερωθεῖς. Πολλά μποροῦν νά μοῦ κλέψουν –καί μοῦ κλέβουν–, ἕνα ὅμως δέν μποροῦν: τήν ὑπερηφάνεια τοῦ λόγου τιμῆς.
Πιστεύω ὅτι ἄν ξαναφέρουμε στή ζωή μας τήν καλή πίστη, τήν bona fides, κι ἄν πάψουμε νά εἴμαστε «σεντζαφέντες» (= ἄνθρωποι χωρίς μπέσα), τότε –παρά τίς δύσκολες συνθῆκες– θά γίνουμε καλύτεροι, θά ζήσουμε καλύτερα, δηλαδή ἀνθρωπινότερα. Ἄν ὅμως ἀντιδροῦμε, ὅπως ἀντιδρᾶ ὁ καρχαρίας στήν ὀσμή τοῦ αἵματος, τότε εἶναι βέβαιο πώς ἡ Ἑλλάς θά γίνει ἀνάμνηση.
Στίς στρατιωτικές σχολές διδάσκουν ὅτι στόν πόλεμο δέν κερδίζει αὐτός πού ἔχει ὅπλα πολλά καί καλά, οὔτε κάν πολύ μυαλό. Κερδίζει ἐκεῖνος πού διαθέτει περισσότερες πληροφορίες. Ἐγώ κατά τήν τελευταία 20ετία, διδάσκοντας στίς ἀνώτατες στρατιωτικές σχολές, τό λέω κάπως διαφορετικά: Κερδίζει ἐκεῖνος πού ἔχει καρδιά. Καί δέν ἐννοῶ μόνον τήν γενναία, ἀλλά καί τήν καλή καρδιά. Ἄν χάσουμε τή συγκαρδίωσή μας, τήν concordia μας, τότε χάσαμε τό πᾶν: τή χώρα μας καί τόν ἑαυτό μας.
Πηγή: Εστία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου