Το πραγματικό ερώτημα
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΙΟΔΡΑ
Η συζήτηση περι πιθανής εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ ήταν αδιανόητη πριν από δύο χρόνια.
Τώρα, όχι μόνο βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, αλλά έφθασε να απασχολεί, διά χειλέων του ίδιου του πρωθυπουργού, την ελληνική Βουλή. Το να πάψουμε να στρουθοκαμηλίζουμε είναι μια καλή αρχή, αλλά για να μπορέσουμε να μείνουμε στο ευρώ, το πρώτο πράγμα που έχουμε να κάνουμε είναι να αντιληφθούμε πού ακριβώς βρισκόμαστε. Γιατί δυστυχώς, ακόμη και τώρα, ένα μεγάλο τμήμα της δημόσιας συζήτησης κινείται γύρω από μύθους, φανταστικούς εχθρούς, εύκολα κλισέ και τις γνωστές συνωμοσιολογικες θεωρίες.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Είναι περίπου κοινή πεποίθηση στην Ε.Ε. ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη ήταν λάθος. Οχι επειδή το έλλειμμα ήταν 3,3% κι όχι 2,9%, όπως απαιτούσαν οι συνθήκες, αλλά επειδή η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε να σταθεί σε συνθήκες ανοιχτού ανταγωνισμού. Αντί στη συνέχεια να εκμεταλλευτεί τη νομισματική σταθερότητα και το φθηνό χρήμα, για να βελτιώσει τις οικονομικές δομές της και να προσελκύσει επενδύσεις, αύξησε τον δημόσιο και τον ιδιωτικό δανεισμό, δημιουργώντας φούσκα στην οικοδομή και γεμίζοντας τον κόσμο με μικρομάγαζα που υπηρετούσαν την κατανάλωση, κατά βάση εισαγόμενων προϊόντων.
Με ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μονίμως σοβαρά ελλειμματικό, δημόσιο χρέος στο 120%, έλλειμμα 15% κι επειδή ουδείς πλέον μας δάνειζε (ο πρόεδρος της Ρωσίας Ντ. Μεντβέντεφ προέτρεψε τον Γ. Παπανδρέου στο Κρεμλίνο, στις 16 Φεβρουαρίου 2010, να απευθυνθεί στο ΔΝΤ, ενώ ο κινεζικός οίκος αξιολόγησης Dagong μάς υποβάθμιζε μαζί με τη Moody's) οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, για να αποφευχθεί ένα τεράστιο κραχ που θα έπληττε πρώτα απ' όλα τις τράπεζές τους, συμφώνησαν να μας δανείσουν αυτές και το ΔΝΤ. Υπό τρεις όρους: ότι θα συμμαζέψουμε τα δημοσιονομικά, θα προχωρήσουμε σε εσωτερική υποτίμηση και αλλαγή των δομών της οικονομίας, ώστε να γίνουμε ανταγωνιστικοί και να μην είμαστε συνεχώς με το χέρι απλωμένο.
Εμείς, αντί να συζητήσουμε τι πρέπει να κάνουμε, αρχίσαμε να μιλάμε λες και θα βρισκόταν κανείς να μας δανείζει διαρκώς (γιατί συνεχίζουμε να έχουμε ελλείμματα) και μάλιστα χωρίς ορους. Αντί λοιπόν να κουβεντιάσουμε για το ποιοι είναι οι όροι και για δίκαιη κατανομή των βαρών ώστε να μην πληρώνουν οι ίδιοι και οι ίδιοι, άρχισε μια προσχηματική συζήτηση: «μνημόνιο» ή «όχι μνημόνιο» κι όχι «ποιο μνημόνιο», λες και θα μπορούσαμε να επιλέξουμε να ζούμε όπως χθες.
Ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να είναι απολύτως λογικός για το ΚΚΕ, που έχει εντελώς διαφορετική φιλοσοφία για τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας (δεν είναι του παρόντος να αναφερθούμε σ' αυτό), είδαμε όμως τη Ν.Δ. να επιχειρεί να ηγηθεί του αντιμνημονιακού αγώνα, μέχρι να καταλήξει σε αδιέξοδο και να προχωρήσει σε ριζική αναδίπλωση.
Κοροϊδεύει τον κόσμο όποιος πιστεύει ότι η εσωτερική υποτίμηση θα γινόταν δίχως ύφεση, χωρίς ανεργία και περικοπές. Εκείνο όμως που θα μπορούσε να γίνει ήταν να ζυγιστούν πολύ καλύτερα οι πραγματικές συνθήκες της οικονομίας και ο βαθμός της ύφεσης. Στην Ε.Ε. έκαναν τους σχεδιασμούς, υπολογίζοντας ότι έχουν να κάνουν με ένα ευρωπαϊκό κράτος. Ετσι, λοιπόν, πίστευαν αφελώς ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές θα είχαν αποτελέσματα σύντομα κι έβαλαν στόχους που ήταν πολύ δύσκολα πραγματοποιήσιμοι και με πολύ μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία, αντί να κινηθεί αξιόπιστα, δείχνοντας ότι θέλει να αλλάξει τη χώρα αλλά έχουν γίνει λάθη στο σχεδιασμό και να αξιοποιήσει τις δικαιολογημένες κοινωνικές αντιδράσεις, σε κάθε ευκαιρία έδειχνε ότι προσπαθεί να εξαπατήσει. Ετσι, ακόμα και σωστά αιτήματα, όπως να δοθεί μεγαλύτερος χρόνος προσαρμογής, το ευρωομόλογο ή η ανάγκη να εισρεύσει χρήμα από άλλους δρόμους (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ κ.λπ.), υπονομεύονταν. Και φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση να θεωρούμαστε «ειδική περίπτωση» και να κινδυνεύουμε με έξοδο από το ευρώ.
Εδώ που φθάσαμε δεν είναι εύκολο να μείνουμε στην ευρωζώνη (αν βέβαια κι αυτή διατηρηθεί στη σημερινή της μορφή). Ας αντιληφθούμε, όμως, ότι με ευρώ, δραχμή, φοίνικα ή οποιοδήποτε άλλο νόμισμα έχουμε να απαντήσουμε το ίδιο ερώτημα: Πώς η ελληνική οικονομία θα μπορεί να σταθεί στην παγκόσμια οικονομία;
Κι αυτό το ερώτημα είναι πιο επωφελές για τους πολίτες να προσπαθήσουμε να το απαντήσουμε εντός ευρω.
Με όποιο νόμισμα, πάντως, οι απαντήσεις δεν θα είναι καθόλου διαφορετικές, από αυτές που θα έπρεπε να δοσουμε σήμερα. Κι αφορούν το πώς η Ελλάδα δεν θα γίνει μια χώρα με φθηνά προϊόντα και χαμηλούς μισθούς, αλλά θα παράγει προϊόντα και θα παρέχει υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Εκτός αν επιλέξουμε μια κλειστή οικονομία τύπου Βόρειας Κορέας ή αν συνεχίσουμε να πιστεύουμε στα παραμύθια για τους Ρώσους και τους Κινέζους που θα μας δώσουν λεφτά για να τα κάνουμε ό,τι θέλουμε ή για τις λίρες του Αλή Πασά που θα μας σώσουν χωρίς να αλλάξουμε απολύτως τίποτα
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ,
ΤΣΙΟΔΡΑΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου