"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΝΕΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Τυραννία των ντεσιμπέλ

Του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Πας στο σουπερμάρκετ να ψωνίσεις μηλόξιδο, σαλάμι κι οδοντόκρεμες και είσαι υποχρεωμένος, άσχετα αν είναι πρωί, μεσημέρι ή βράδυ, να υποστείς και έναν καταιονισμό από Ρέμο, Γαρμπή, και λοιπά - συνήθως, βέβαια, και χειρότερη, νεοσκυλέ και λαϊκο- γαβ-γαβ μουσική, διότι οι καταστηματάρχες έχουν αποφασίσει να σε διασκεδάσουν με το ζόρι. Δεν γλιτώνεις αν δεν σε διασκεδάσουν με στο στανιό. Πρέπει να το υποστείς.

(Σκέψου τις ταμίες και τους υπαλλήλους του σουπερμάρκετ που υφίστανται αυτόν τον βασανισμό σε όλο τους το οχτάωρο. Να ακούνε σκυλέ και να τηγανίζεται ο εγκέφαλός τους επί οχτώ ώρες υποχρεωτικά - μόνο γι' αυτό έπρεπε να πληρώνονται με βαρέα-ανθυγιεινά.)

Και ποιος είπε στους διαχειριστές αυτών των καταστημάτων ότι πηγαίνοντας να ψωνίσω οφείλω να τυραννιέμαι από τα άσματα των λαμπραντόρ - ακόμα και Μότσαρτ δεν θα ήθελα να ακούω εκεί μέσα διότι το να ακούω μουσική (και μουσική που μου αρέσει) είναι κάτι που επιλέγω (όπως όλοι μας), σε συγκεκριμένη ώρα και τόπο, κι όχι να μου επιβάλλεται ετσιθελικά και καταιγιστικά ενώ πάω να αγοράσω τυρί φέτα και γκαρμπολάχανο.

Το ίδιο γίνεται και στον φούρνο - καθώς περιμένω να κοπεί το ψωμί στο μηχάνημα, ή να πληρώσω, οφείλω να ακούω διά της βίας διάφορα μουσικά γρυλίσματα. Θα με πείραζε ακόμα και αν ήταν μουσική-αφρόλουτρο α λα Πολ Μοριά, ή οτιδήποτε άλλο, πρωινιάτικα. Κι όμως: ενώ αγοράζω την μπαγκέτα, οφείλω με το ζόρι και να διασκεδάζω, με μουσικές που διάλεξε από πριν για μένα ο φούρναρης, ο οποίος πιστεύει ότι εκτός από καλός ζυμωτής είναι και διακεκριμένος ντιτζέι κι εμείς οπαδοί του γούστου του.

(Μας είδανε αλευρωμένους, μας πέρασαν για μυλωνάδες.)

Δεν γλιτώνεις, πια, πουθενά, και από πουθενά. Ολοι καραδοκούν να σε διασκεδάσουν (σαν ξύλο μετά μουσικής) ανεξαρτήτως ώρας, κεφιού, γούστου και καταστάσεων - παίρνω το πρωί ένα ταξί να πάω σε μια κηδεία και ο ταξιτζής μού βάζει να ακούσω με το ζόρι λυγμικό Καζαντζίδη που δεν αντέχω ούτε στα καλύτερά μου. Κι άμα πεις στον σοφέρ να το κλείσει μπορεί να 'ρθείτε και στα χέρια, διότι είναι προαιώνιος και βαρύς φαν του Στελάρα.

(Σκέψου να είχε μπει στο ταξί εκλεπτυσμένος βιεννέζος τουρίστας εθισμένος στην όπερα.)

Ακόμα και αν μπεις στο ασανσέρ διάφορων πολυκατοικιών, με το που θα πατήσεις το κουμπί ορόφου αρχίζει και παίζει μουσική, μήπως και πλήξεις στη διαδρομή - έχει καταντήσει πια ανυπόφορο σε σημείο που θα αρχίσω να κουβαλάω μαζί μου διπλές ωτασπίδες σιλικόνης και κράνος.

Τα χειρότερα, βέβαια, έρχονται, τώρα που καλοκαιριάζει: τα μπιτσόμπαρα θα μας βασανίσουνε για όλο το καλοκαίρι με μουσικές στη διαπασών, τόσο δυνατές που κάνουνε τις μουρμούρες του γιαλού να σαλτέρνουν εκτός νερού σαν χελιδονόψαρα. Συνήθως, σε πολλά μπιτς μπαρ δεν μπορείς καν να σταθείς από τη μουσική που σε δέρνει ανηλεώς και ακατάπαυτα ακόμα και σε μεγάλη απόσταση. Και στη θάλασσα που μπαίνεις να γλιτώσεις, πάλι σε καταδιώκει - ακόμα και μακροβούτι να κάνεις, σε κυνηγάει στον βυθό και σε τρελαίνει, σαν κάποιος παλαβός με ψαροντούφεκο.

Το περίεργο είναι πως σχεδόν όλα τα μπιτς μπαρ είναι φτιαγμένα με τον ίδιο τρόπο - θυμίζουνε Αφρική, ή Λατινική Αμερική και συνήθως παίζουνε μουσική Λάτιν, ή ανελέητα μπιτ που γκρεμίζουν μαντρότοιχο. Σε παραλίες, μάλιστα, υπέροχες, που χωρίς καθόλου μουσική θα ήταν δέκα φορές ομορφότερες - άσε που η μουσική δεν σε αφήνει να νιώσεις τη μαγεία του νερού, της θάλασσας, όλη αυτή τη μυσταγωγία της κολύμβησης, της πλεύσης, τη γοητεία των υδάτων που εσωτερικεύεις βαθύτερα και πιο ουσιαστικά όταν υπάρχει γύρω ησυχία, ή σιωπή.  

Αλλά, πόσοι πάνε στη θάλασσα για μπάνιο; 

Για όλα τα άλλα, ναι, αλλά για την αίσθηση της κολύμβησης ελάχιστοι - το πιο ωραίο είναι πως αν πεις στον μπάρμαν να κατεβάσει λίγο τη μουσική, θα βρεθούν αμέσως πέντε πελάτες που θα διαμαρτυρηθούν γιατί χαμήλωσε την ένταση. 

Γλιτωμός δεν υπάρχει.

Σε όποια παραλία πάει κόσμος ξεφυτρώνουν αμέσως και μπιτς μπαρ με φιλόδοξους ντιτζέι που θέλουν και αυτοί να σε διασκεδάσουν με το ζόρι - ακόμα και σε μπαρ που δεν συχνάζουν πιτσιρικάδες, αλλά μεσήλικες, πάλι θα βρεθεί κάποιος να τυραννήσει την ακοή σου με το έτσι θέλω. Κι έχει γίνει επιδημική αυτή η κατάσταση εν Ελλάδι. Το πιο τυραννικό είναι για εκείνους που έχουν ξοδέψει ένα σωρό χρήματα για εξοχικά, όπου πάνε για να ησυχάσουν και τελικά, αντί να ηρεμήσουν παθαίνουν νευρικό κλονισμό από τα μπάμπα μπούμπα του κοντινού, ή και του μακρινού μπιτσόμπαρου που βομβαρδίζει όλη την περιοχή σε απόσταση χιλιομέτρων ως τις τρεις το πρωί. Πάνε να καταλαγιάσουν οι άνθρωποι και φεύγουν με delirium tremens, ή με πάρκινσον.

Απ' την άλλη, δεν υπάρχει άλλη τέχνη τόσο ταλαιπωρημένη όπως η μουσική. Δι' αυτής ασελγούνε αρκετοί πάνω μας και δεν έχει περάσει ένα νομοσχέδιο να τους μαζέψει. 

Και δεν λέμε να μην παίζουνε τα μπαρ και τα μπιτς μπαρ τα μπιτ και τα Λάτιν τους, αλλά σε λογική ένταση και σε συγκεκριμένο ωράριο - όπως γίνεται στην Υδρα και με τη δέουσα αυστηρότητα. Είναι βασικός όρος πολιτισμού, αλλά και σεβασμού στον τουρίστα, που δεν ήρθε στην Ελλάδα φυσιολογικός για να γυρίσει διαταραγμένος, άγρυπνος και με βαριά ωτίτιδα.

Αυτή η επιθετική, σαρωτική αγριότητα κάθε καλοκαίρι έγινε, πια, άγος. Η μουσική σε καταδιώκει μέσα στην πόλη, στα σουπερμάρκετ, στον φούρνο, στο ασανσέρ, παντού, και μόλις φύγεις για τη θάλασσα καραδοκεί εκεί ο ντιτζέι με τη βαριοπούλα.

 Και το πιο περίεργο:  

 

Ποτέ δεν έχουμε ακούσει έστω Μάνο Χατζιδάκι σε ελληνική παραλία - κάτι, βέβαια, που δεν θα 'θελε ούτε ο ίδιος.




Δεν υπάρχουν σχόλια: