Τώρα, επικεντρώνεται αλλού: στο να πείσει τον Λευκό Οίκο του Donald Trump να εκδώσει «πολεμικά ομόλογα» για να χρηματοδοτηθεί η μάχη κατά του Covid-19. «Πολεμικά ομόλογα –ήρθε η ώρα (για) 30ετή, τρισεκατομμυρίων δολαρίων (με) 2%», έγραψε σε ανάρτησή του στο Twitter αυτήν την εβδομάδα, κηρύσσοντας πως οι εγχώριοι επενδυτές «το θέλουν αυτό το χαρτί. Θέλουμε να κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο!»
Θα ακούσει ο κ. Trump;
Αλλά, ο υπουργός Οικονομικών, Steven Mnuchin, δεν μοιάζει να πείθεται τόσο. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Καθώς τα 30ετή treasuries είχαν την Πέμπτη απόδοση 1,4%, δεν υπάρχει άμεση λογική η κυβέρνηση να πουλήσει ομόλογα που θα της κόστιζαν περισσότερα. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να νοικοκυριά να ξοδέψουν χρήματα σε αγαθά και εμπειρίες όταν τελειώσει η πανδημία, και όχι σε ομόλογα.
Εν τούτοις, ακόμα και αν οι λέξεις «πολεμικά ομόλογα» δεν πήγαν ποτέ πέραν του Twitter, οι επενδυτές θα πρέπει να το προσέξουν αυτό, για τρεις λόγους.
Αυτήν την εβδομάδα, για παράδειγμα, η Goldman Sachs προειδοποίησε τους πελάτες πως το χρέος των ΗΠΑ ως προς το ΑΕΠ θα μπορούσε να αγγίξει το 99% φέτος και το 108% το 2023, από 79% το περασμένο έτος. Αν συμβεί αυτό, θα ξεπερνούσε το προηγούμενο ρεκόρ που κατεγράφη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο –που, όχι τυχαία, ήταν η τελευταία φορά που οι ΗΠΑ πούλησαν πολεμικά ομόλογα στον πατριωτικό λαό.
Ευτυχώς, δεν υπάρχει απολύτως καμία ένδειξη πως ο κ. Mnuchin αντιμετωπίζει πρόβλημα στη χρηματοδότηση αυτού του χρέους τώρα. Η Federal Reserve ήδη αγοράζει treasuries. Αν οι οικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν τους επόμενους μήνες, είναι πιθανό το επόμενο βήμα της Fed να είναι να ενστερνιστεί τον «έλεγχο της καμπύλης αποδόσεων», όπου θα αγοράζει τόσο μακροπρόθεσμο όσο και βραχυπρόθεσμο χρέος για να κρατήσει τα επιτόκια χαμηλά σε όλο το εύρος. Εν τω μεταξύ, το status του δολαρίου ως αποθετικού νομίσματος σημαίνει πως και οι μη αμερικανικές οντότητες συνεχίζουν να αγοράζουν treasuries.
Όμως, καθώς οι επενδυτές αναλογίζονται το μέλλον, θα μπορούσαν να (ξανα)διαβάσουν ένα αξιοθαύμαστο γράμμα που έγραψαν οι τράπεζες της Wall Street προς το υπουργείο Οικονομικών πέρυσι –πολύ πριν την πανδημία- με το οποίο προειδοποιούσαν για «μια αυξημένη ανάγκη αυτό το χρέος (των ΗΠΑ) να χρηματοδοτείται εγχωρίως», αφού η αναλογία των ξένων αγορών αμερικανικών treasuries μειώνονταν. Οι τράπεζες είχαν προτείνει τότε τα αμερικανικά νοικοκυριά να είναι οι φυσικοί μελλοντικοί αγοραστές, αφού η συμμετοχή τους ήταν σχετικά χαμηλά.
Τέτοιες προτάσεις είναι πιθανό να ενταθούν, με ή χωρίς τα πολεμικά ομόλογα συγκεκριμένα, ιδιαίτερα εάν αυξηθεί ο προστατευτισμός. «Νομίζω θα δείτε μια πολύ μεγαλύτερη επικέντρωση στο ερώτημα του ποιος κατέχει το αμερικανικό χρέος –είναι σύμμαχος ή όχι;», προβλέπει ένας πρώην ανώτατος κεντρικός τραπεζίτης.
Το δεύτερο σημείο που θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς, είναι τι συμβαίνει στα αμερικανικά ομόλογα.
Μέχρι πριν από μια δεκαετία, ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα μπορούσε αυτό να ξανασυμβεί στη Δύση. Όμως, όπως έχουν σημειώσει η Carmen Reinhart και άλλοι οικονομολόγοι, από την κρίση του 2008 η αντήχηση αυτού έχει αρχίσει να επανεμφανίζεται. Οι ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις έχουν οδηγήσει τις δυτικές τράπεζες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία σε αγορά περισσότερου κρατικού χρέους, αν και τα πραγματικά επιτόκια είναι αρνητικά λόγω της ποσοτικής χαλάρωσης.
Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η χρηματοοικονομική καταστολή να ενταθεί τα επόμενα χρόνια. Αυτό πιθανόν δεν θα περιλαμβάνει τη χρήση των συγκεκριμένων επενδυτικών, τιμολογιακών και κεφαλαιακών ελέγχων που χρησιμοποιήθηκαν μετά τον πόλεμο. Όμως τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί τελείως. Οι επενδυτές θα πρέπει επειγόντως να ξαναδιαβάσουν την έρευνα της κ. Reinhart, διότι δείχνει πως η χρηματοοικονομική καταστολή φέρνει αρνητικές αποδόσεις για τους ομολογιούχους. Με άλλα λόγια, αυτά τα πολεμικά ομόλογα που αγοράστηκαν ευρύτερα, ήταν ουσιαστικά ένας φόρος επί των αποταμιευτών, που ο λαός δέχθηκε για τον πατριωτικό σκοπό.
Αυτό με τη σειρά του τονίζει ένα τρίτο σημείο:
Αυτό τρομάζει ορισμένους παρατηρητές. «Βρισκόμαστε ουσιαστικά στον δρόμο της μόνιμης αλλαγής της μορφής του καπιταλισμού μας και της ελεύθερης επιχειρηματικότητας –πώς το παίρνεις αυτό πίσω;», λέει απογοητευμένος ο Scott Minerd της Guggenheim partners. Όμως αυτή τη στιγμή, τέτοιου είδους σχόλια απογοήτευσης σπανίζουν.
Η έκκληση του κ. Cramer δεν είναι μόνο μια ένδειξη των πατριωτικών, ελεγχόμενων από το κράτος καιρών, αλλά δείχνει επίσης το πόσο αδιάφοροι έχουν γίνει οι ειδικοί ως προς το ύψος του χρέους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου