"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η κοσμοθεωρία του βολέματος και ο αφερέγγυος εγγυητής των πάντων.

Του Πασχου Μανδραβελη

Αν απομακρυνθούμε από τη συγκυρία, οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας στην πρωτοφανή αυτή κρίση μπορεί να μας φανούν έως και φυσιολογικές. Δεν είναι μόνο η οξύτητα των μέτρων που πρέπει να ανατρέψουν δεκαετίες στασιμότητας, μέρος αυτής είναι και αυτά που στη συνδικαλιστική αργκό ονομάζονται «κεκτημένα». Δεν είναι μόνο η απώλεια εισοδημάτων που απολάμβαναν δικαίως ή αδίκως κάποιοι την προηγούμενη περίοδο. 

Το βασικότερο πρόβλημα είναι ότι καταρρέει ολόκληρη η κοσμοθεωρία με την οποία η ελληνική κοινωνία εξηγούσε και βολευόταν στον κόσμο.

Το κράτος ήταν για τον μέσο Ελληνα το τελευταίο αποκούμπι για κάθε δυσκολία της ζωής. Δεν ήταν αποτελεσματικό, ούτε καν στις βασικές υπηρεσίες που όφειλε να προσφέρει: παιδεία, υγεία, πρόνοια, ασφάλεια. Ηταν ένα κράτος που ούτε το πρόβλημα των σκουπιδιών δεν κατάφερε να λύσει. Παρ’ όλα αυτά όμως, αποτελούσε τον τελευταίο σταθμό. 

Ηταν ο αφερέγγυος μεν, εγγυητής δε των πάντων: των συντάξεων, των καταθέσεων, της επιχειρηματικότητας. Κλάδοι που είχαν απαξιωθεί και εταιρείες που δεν πήγαιναν καλά μπορούσαν να βασίζονται στις οικονομικές ενέσεις κάποιας κρατικής ή ημικρατικής τράπεζας. Αποτελούσε το γιατρικό της ανεργίας. Παραγωγικές θέσεις που δεν δημιουργούσε ο ιδιωτικός τομέας τις αναπλήρωνε αντιπαραγωγικά το κράτος, δίνοντας την ψευδαίσθηση της χαμηλής ανεργίας. 

Το κράτος βρισκόταν δίπλα ακόμη και σ’ εκείνους που παρέβαιναν τους νόμους του. Ενας πλημμυροπαθής αλλά αυθαίρετος οικιστής ήξερε ότι αν είχε τις κατάλληλες διασυνδέσεις ή αν έκλαιγε πειστικά στα κανάλια, η «πολιτεία» θα βρισκόταν δίπλα του για να τον αποζημιώσει.

Αυτό διαμόρφωσε οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές. Οικονομικώς όλοι γνώριζαν ότι δεν χρειάζεται να απευθυνθούν στην αγορά προϊόντων ή εργασίας. Η πιο ορθολογική επιλογή, που προσέφερε εξασφάλιση, ήταν ο μπάρμπας στην Κορώνη ή ο «φίλος υπουργός» αν κάποιος ήθελε να επιχειρήσει.  

Αν δει κάποιος πώς κυμαίνονταν οι βάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ, θα έβλεπε «περίεργα πράγματα». Η άνοδος των βάσεων στις σχολές δασκάλων ή αστυνομικών έδειχνε μια κοινωνία που έστρεφε το μέλλον της (τα ίδια τα παιδιά της) στις ανάγκες του κράτους.

Η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη για την κρίση. Οχι μόνο για την οικονομική -ποιος θυμάται τα περί «θωρακισμένης οικονομίας»;- αλλά για την ολοκληρωτική κατάρρευση ενός μοντέλου που λειτουργούσε διογκούμενο τα τελευταία 60 χρόνια. Γι’ αυτή την κοινωνία το σοκ είναι βαρύ. Είναι φυσικό οι πρώτες αντιδράσεις να είναι η άρνηση, η απελπισία και η οργή. Πριν από δύο χρόνια ουδείς μπορούσε να διανοηθεί όχι ότι μπορεί δημόσιοι υπάλληλοι να χάσουν τη δουλειά τους, αλλά ότι μπορεί να υποστούν μείωση των εισοδημάτων τους. 

Το επιχείρημα πολλών συνδικαλιστών «εμείς αλλιώς είχαμε προγραμματίσει την ζωή μας, είχαμε πάρει δάνεια κ.λπ.» εμπεριέχει την άρρητη πεποίθηση ότι υπό οποιαδήποτε συγκυρία το κράτος όχι μόνο προστατεύει τις θέσεις εργασίας τους, αλλά και τα εισοδήματά τους. Ποτέ απολυμένος του ιδιωτικού τομέα δεν έφερε ως επιχείρημα στον εργοδότη του «εγώ αλλιώς είχα προγραμματίσει τη ζωή μου».

Το «τι θα κάνουμε εμείς τώρα;» είναι το ερώτημα όχι μόνο των δημοσίων υπαλλήλων που βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται, αλλά ακόμη και νέων ανθρώπων που είτε από παράδοση είχαν προσανατολιστεί στο Δημόσιο είτε το θεωρούσαν τελευταίο αποκούμπι. Εδώ, ακόμη και οι επιχειρηματίες ζητούν διά των θεσμικών τους οργάνων κρατικό σχέδιο για την οικονομία.
 
Το χειρότερο που δημιούργησε αυτό το υπερπροστατευτικό (έστω κατά φαντασία) κράτος είναι οι ευνούχοι πολίτες. Η απελπισία που νιώθουν πολλοί οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μπορούν να φανταστούν ότι κάτι μπορεί να δουλέψει χωρίς την «αρωγή της πολιτείας». Το φως στο τούνελ που δεν βλέπουν είναι το φως του κράτους που έσβησε, το οποίο έστω ως ιδέα ήταν εκεί να τους συντροφεύει. Η απουσία ουσιαστικού διαλόγου για την οικονομία (διά της κατασυκοφάντησης και ποινικοποίησης κάποιων ιδεών ως «νεοφιλελεύθερων») απέτρεψε την αναγκαία σύνθεση ενός θεωρητικού μοντέλου, που φυσικά θα εμπεριέχει το κράτος για διάφορες κοινωνικές λειτουργίες, αλλά θα απελευθερώνει και δυνάμεις της κοινωνίας να δημιουργήσουν για να προκόψουμε όλοι μας.

Αυτή η απουσία της διαφορετικής οπτικής στα πράγματα είναι ο βασικός δημιουργός της απελπισίας. Οι πολίτες δεν νιώθουν μόνο ότι πλήττονται από τα μέτρα. Δεν έχουν την εναλλακτική θεώρηση για να κατανοήσουν ότι μια απελευθερωμένη οικονομία μπορεί να αντικαταστήσει πλείστες όσες λειτουργίες έκανε μέχρι τώρα ο τεθνεώς πατερούλης

Ποιος μπορεί να φανταστεί, για παράδειγμα, ότι μπορεί ο ιδωτικός τομέας να κάνει στην Ελλάδα ό,τι και στις υπόλοιπες χώρες, να δημιουργήσει δηλαδή θέσεις εργασίας;

Δεν υπάρχουν σχόλια: