Αυτός που το πουλάει 5,60€ λέγεται μαλακας.
— 𝒲𝒾𝓃𝓈𝓉𝑜𝓃 𝒞𝒽𝓊𝓇𝒸𝒽𝒾𝓁𝓁 ⨯ (@prwinND) July 19, 2025
Αυτός που το αγοράζει 5,60€ λέγεται τριμαλακας. pic.twitter.com/B7hTMHXiqb
Του Δημήτρη Καμπουράκη
Προχωρώ κατά μήκος της μεγάλης παραλίας. Δεξιά μου είναι τα μαγαζιά, το ένα δίπλα στο άλλο, αριστερά μου η άμμος με τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες. Πιο δεξιά, αν το βλέμμα σου καταφέρει να διαπεράσει το δάσος των ομπρελών και το πλήθος των ανθρώπων που είναι αραγμένοι ή όρθιοι ανάμεσα στις ξαπλώστρες, θα δεις τη θάλασσα με το κυματάκι της.
Σε ποια παραλία είμαι; Σε ποια περιοχή της χώρας;
Δεν έχει σημασία το όνομα, αλλά η χάρη της. Η χάρη της, το λοιπόν, είναι 60 Euros. Βρέξει-χιονίσει, πιεις-δεν πιείς, φας-δεν φας, 60 Euros.
Τα παραλιακά μαγαζιά έχουν διαφορετικά, συχνά γουστόζικα ονόματα. Υπάρχουν μπόλικα με συμβατικά όπως Hellios, Anemos, Aeolos ή Iliahtida, αλλά βρήκα και έναν Patatosporo, έναν Sifalio, ένα Gaidouragatho και μία Tramoudana. Προφανώς, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τη φαντασία του ιδιοκτήτη, επινοείται και το όνομα του καταστήματος. Λογικό, εξάλλου αν ο τουρισμός και η διασκέδαση δεν είναι ολίγον φαντασία, δεν έχει χάζι.
Έλα όμως που κάτω από τη βασική ταμπέλα υπάρχει παντού και πάντα μια δεύτερη, που υποδηλώνει όχι μόνο μια ενοχλητική ομοιομορφία όλων των ιδιοκτητών και των καταστημάτων, αλλά και μια ελαφρώς κατάπτυστη κοινή όλων τους συμφωνία. «Minimum charge 60 Euros». (Ανά ομπρέλα και δυο ξαπλώστρες, αυτό το διευκρίνισα.)
Πάντα στα Αγγλικά αυτή η επιγραφή. Στα ελληνικά never. Η οποία φράση, που στην ελληνική γλώσσα σημαίνει «ελάχιστη κατανάλωση 60 ευρώ», για να μην ωραιοποιούμε καταστάσεις και κρύβουμε λόγια χάριν της κοσμιότητας, θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφράζεται και «τον κάθε μ@@άκα που έκανε το λάθος κι έφτασε ως εδώ, θα τον κατακλέψουμε όλοι μαζί παρέα».
Διότι 60 ευρώ για να βρέξεις το κεφάλι σου στη θάλασσα, είναι κανονική κλεψιά και να με συμπαθάτε. Θα μου πείτε πως αν είστε δύο, το ποσό πάει στα 30 ευρώ το κεφάλι και αν είστε τρεις στα 20 ευρώ. Σωστά, κι αν πάτε 15 νοματαίοι να στριμωχτείτε κάτω από την ομπρέλα, το ποσό κατεβαίνει στα 4 ευρώ. Τίποτα.
Θα μου πείτε, «πήγαινε παρά πέρα που υπάρχει ελεύθερη παραλία, στήσε την ομπρελίτσα σου, βάλε το καρεκλάκι σου και βούτα όσο θέλεις δίχως να πληρώσεις ούτε σέντσι». Μα φυσικά αυτό θα κάνω, όμως υπάρχουν παραλίες που είναι όλα τα μαγαζιά το ένα δίπλα στ’ άλλο και το ελεύθερο κομμάτι της ακτής το 'χουν αφήσει 500 μέτρα μακριά.
Στο σύνολο της παραλίας, πράγματι υπάρχει ελεύθερος χώρος, αλλά αυτός είναι εξορισμένος στις δύο άκρες, λες και όσοι δεν είμαστε του minimum charge μοιάζουμε με τους παλιούς λεπρούς που τους έστελναν στη Σπιναλόγκα. Λες και είμαστε καπνιστές στο Ελ. Βενιζέλος, που τους βάζουν μέσα σε γυάλινα κλουβιά να καπνίζονται σαν ρέγκες.
«Τα παραλιακά σταφύλια της οργής»
Πάω που λέτε το βράδυ σ’ ένα παράλιο μπαράκι, ήσυχο ήταν με ήρεμη μουσική και πελάτες μάλλον μεγάλης ηλικίας, η πιτσιρκαρία ήταν πιο πέρα σε κάτι κλαμπάδικα με ηχεία σαν ψυγεία-ντουλάπες που ούρλιαζαν. Εκεί που έκατσα ήταν ήσυχα. Παίρνω ένα ουίσκι. Θα μου πείτε, γιατί δεν πήρες μια τσικουδιά βρε ηλίθιε; Έλα μου ντε, λάθος. Το γκαρσόνι μου φέρνει το ποτό, σε ποσότητα που μου θύμισε το μεταλάβωμα του παπά όταν κοινωνούσα. Πάω να πληρώσω, μου λέει «ten Euros».
Με είχε περάσει για ξένο. Άραβα μάλλον, έτσι σκούρος που είμαι.
Κοιτάζω την ποσότητα στο ποτήρι μου. Υπολογίζω ότι ένα μπουκάλι ουίσκι βγάζει πενήντα τέτοιες μερίδες. Το αγοράζει 16 ευρώ στην χονδρική και ο μαγαζάτορας βγάζει 500 ευρώ στη λιανική.
Θέλετε 40 μερίδες και 400 ευρώ; Σας το δίνω.
Ρίχνω μια ματιά στην ταμπέλα του καταστήματος που βλέπει στον δρόμο και τι βλέπω;
Minimum charge 60 Euros. Κι αυτό το μαγαζί στο κλαμπ των 60 Euros. Οπότε τους έχει όλους. Και τους πρωινούς και τους βραδινούς. Τους πρωινούς με την «ελάχιστη κατανάλωση», τους βραδινούς τους τακτοποιεί με ένα ουίσκι. Αν μάλιστα, κάνει κανείς το λάθος να πάει και το πρωί και το βράδυ στο ίδιο μαγαζί, με το που γυρίζει στην πατρίδα του ή στην Αθήνα, επισκέπτεται τον δικηγόρο του για να υπαχθεί στον πτωχευτικό νόμο. Απλά πράγματα.
Ένα από τα πιο χαριτωμένα που άκουσα για την παραλία στην οποία αποτόλμησα να πάω για λίγες μέρες, ήταν το ακόλουθο. Αν μένεις σε ξενοδοχείο (250 ευρώ τη βραδιά το δίκλινο) και κατέβεις να κάνεις μπάνιο στην παραλία και στις ξαπλώστρες του ξενοδοχείου σου, τότε έχεις έκπτωση. Ναι, βεβαίως. Η minimum charge για σένα, δεν είναι 60 αλλά μόνο 40 Euros !!! Μπράβο παιδιά, πολύ καλά το πάτε, συγχαρητήρια.
Η επόμενη αναβαθμισμένη υπηρεσία που σας προτείνω, είτε μαγαζάτορας είστε είτε ξενοδόχος, είναι να στέκεστε στην εξώπορτα του μαγαζιού σας μ’ ένα πιστόλι, και όποιον περνά απ’ έξω να τον ληστεύετε χωρίς πολλά-πολλά. Να του λέτε ένα «φέρε τα λεφτά ρε», αντί γι' αυτά τα τετριμμένα και χαζά «πώς να σας εξυπηρετήσουμε;» και «τι θα πάρετε;».
Όχι τίποτα άλλο, έτσι θα αναβιώσετε και το παλαιό έθιμο των προγόνων μας που έπιαναν τις κλεισούρες και ρήμαζαν όποιον ήθελε να περάσει.
Διότι τι έχουμε εδώ στην Ελλάδα να πουλήσουμε;
Ήλιο, θάλασσα και Ιστορία. Άντε λοιπόν… Και που είστε;
Είναι κάτι γέροι τουρίστες από τις πρώην ανατολικές χώρες, που έχουν ακόμα χρυσά δόντια στο στόμα. Μην τα ξεχάσετε κι αυτά. Να τους τα πάρετε.
Χρυσάφι η παπάρα
Προ ημερών έγινε χαμός στα social, όταν μια Γαλλίδα (νομίζω) διαμαρτυρήθηκε επειδή παρήγγειλε σαλάτα, της την έφεραν αλάδωτη κι όταν άνοιξε το σφραγισμένο μπουκαλάκι των 50 ml που υπήρχε στο τραπέζι, της το χρέωσαν 2,5 ευρώ. Εγώ λοιπόν, το βρήκα 3,20 το μπουκαλάκι αυτό. Σε ταβέρνα της παραλίας μου.
Με μια διαφορά. Η σαλάτα μου είχε λάδι. Άρα θα πλήρωνα τα 3,20 μόνο αν ήθελα να κάνω παπάρα στην αγγουροντομάτα μου. Χρυσάφι η παπάρα στην εποχή μας, αφήστε που παχαίνει κιόλας. Πάντως το 3,20 δεν το χρέωνε στα μουλωχτά, το έγραφε ευθαρσώς στον κατάλογο. Να τα λέμε κι αυτά, όχι μόνο κακίες.
Τώρα, πως διάολο υποθέτει αυτός ο μαγαζάτορας ότι έχοντας 3,20 τα 50 ml ελαιολάδου, θα κρατήσει πελατεία, αυτό δεν μπορώ να σας το διευκρινίσω. Άβυσσος η ψυχή του ταβερνιάρη.
Έκανα κι ένα πολλαπλασιασμό, να δω πόσο βγαίνει το κιλό το λάδι, όταν τα 50 ml πουλιούνται 3,20 στην λιανική. Μόνο 64 ευρώ παρακαλώ. Αυτός δεν μας ταΐζει λάδι, αλλά άγιο μύρο. Μπράβο του και να τον χαιρόμαστε.
Θα μου πείτε, «μας έχει πρήξει τρεις μέρες τώρα, τίποτα καλό δεν βρήκες;».
Ε τι να κάνουμε, τέτοιοι κακοί άνθρωποι είμαστε εμείς οι δημοσιογράφοι. Μόνο τα άσχημα εντοπίζουμε και τα φωνάζουμε με ντουντούκα, ενώ τα όμορφα τα καταχωνιάζουμε. Για παράδειγμα, πέφτει ένα αμάξι πάνω σε 50 νοματαίους που τρώνε ξένοιαστοι. Δεν λέμε «έμειναν 40 σώοι και αλώβητοι», φωνάζουμε ότι «τραυματίστηκαν 10 άτομα». Κακοί άνθρωποι είμαστε, είτε κάνουμε διακοπές, είτε όχι.
Τέλος πάντων, επειδή μπορώ να γράφω ως αύριο το πρωί αραδιάζοντας παραδείγματα υπερβολής ή καθαρής αισχροκέρδειας, το κόβω εδώ. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Ένα είναι δεδομένο:
Για τον φτωχό καθώς και για τον μεσαίου εισοδήματος Έλληνα, οι διακοπές είναι απαγορευτικές. Το καταφέραμε αυτό, όλοι μαζί. Εντάξει, έρχεται χρήμα απ’ τον τουρισμό, αυτό το χρήμα και την χώρα συντηρεί και διαμοιράζεται σε πολύ κόσμο, πάντως τις διακοπές μας στην χώρα μας τις χάσαμε.
Αλλά υπάρχει και δεύτερο ουσιώδες. Μ’ αυτές τις τιμές και μ’ αυτή την σχέση τιμών και υπηρεσιών, θα τους χάσουμε τους τουρίστες.
«Τι είναι για τον Δανό 120 ευρώ;» μου είπε ένας ομπρελάς, σε σχετική συζήτηση που κάναμε. Τόσα του είχε πάρει για ελάχιστη κατανάλωση συν όσα είχαν παραγγείλει παραπάνω. «Αυτός έχει μισθό 5000 ευρώ» μου είπε, «ενώ στην Δανία οι τιμές είναι τριπλάσιες από δω».
«Ναι, αλλά εσύ δεν ανταγωνίζεσαι την Δανία» του εξήγησα. «Ανταγωνίζεσαι την Αλβανία, την Τουρκία, την Κροατία, το Μαυροβούνιο που προσφέρουν ήλιο και θάλασσα σαν εσένα. Αν οι τιμές τους είναι μισές απ’ τις δικές τους και οι υπηρεσίες τους καλύτερες, του χρόνου ο Δανός θα πάει στο Ντουμπρόβνικ. Απλώς θα αλλάξει αεροπλάνο, δεν είναι τίποτα γι αυτόν.»
Κούνησε το κεφάλι του κι έφυγε.
Κούνησα κι εγώ το δικό μου κι έμεινα.
Να πίνω φρέντο εσπρέσο σε πλαστικό με 5,20…

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου