Καλησπέρα σας! pic.twitter.com/oQtiK36i8q
— Jimmy McGill (@JimmyMcGill666) November 26, 2024
Πάρτε ντεπόν! 🤡#με_τον_κυριακο pic.twitter.com/w3HrGA6hya
— Greeksburg (@Greeksburg) November 22, 2024
Τα καλά νέα από την ετήσια έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) είναι ότι στην Ελλάδα τα φορολογικά έσοδα ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ για την περυσινή χρονιά κατέγραψαν μια μικρή μείωση από το 2022 (41,2%) και το 2021 (40%).
Τα κακά νέα είναι πως αυτό το ποσοστό, 39,8%, είναι έξι μονάδες περισσότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, 33,9% (OECD Revenue Statistics 2024).
Καλό νέο επίσης θα ήταν το γεγονός ότι η Ελλάδα κατατάσσεται τρίτη στην αύξηση στην αναλογία των φορολογικών εσόδων ως προς το ΑΕΠ με 7,5%· μεγαλύτερη αύξηση παρουσίασαν μόνο η Ιαπωνία (με τις 8,2%) και η Σλοβακία (με 7,6%). Λέμε «θα ήταν καλό νέο» εάν αυτή η αύξηση οφειλόταν αποκλειστικώς στην πάταξη της φοροδιαφυγής, παρά το γεγονός ότι πλέον και το υπουργείο Οικονομικών και η Ανεξάρτητη (από πολιτικές δουλείες) Αρχή Δημοσίων Εσόδων κάνουν πολύ καλή δουλειά.
Ομως, ένα μεγάλο μέρος της αύξησης των φορολογικών εσόδων οφείλεται στην αισχροκέρδεια του κράτους, είναι δηλαδή αυξημένα έσοδα από τον ΦΠΑ λόγω της ακρίβειας και αυξημένα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος, οι κλίμακες του οποίου δεν αποπληθωρίζονται. Η Ελλάδα έχει μία μονάδα περισσότερο ΦΠΑ (21,9%) από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (20,8%), αλλά ένδεκα μονάδες περισσότερο στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (21,4% εδώ, με 10,8% μ.ό. ΟΟΣΑ). Το τελευταίο είναι ορατό στα βενζινάδικα.
Τα κακά νέα είναι παλιά και επαναλαμβανόμενα. Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων αποδίδει το 13,6% των συνολικών φορολογικών εσόδων, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 23,6% και των επιχειρήσεων ακριβώς ο μισός από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ: Ελλάδα 6%, ΟΟΣΑ 12%. Αυτά τα χάσματα στην υπερφορολόγηση των Ελλήνων καλύπτονται από την έμμεση φορολογία, που είναι πιο άδικη, αφού πλήττει κατά βάσιν τα ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού.
Η Ελλάδα είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση φορολογικών εσόδων από τον ΦΠΑ (1,2%), λίγο μετά τη Χιλή (1,4%). Σε άλλες χώρες (όπου επίσης υπάρχει «εισαγόμενη ακρίβεια) μειώθηκαν: Δανία -0,6%, Νορβηγία -2,5%, Πολωνία -0,7% κ.λπ. Να σημειώσουμε επιπλέον ότι η Ελλάδα είχε το 2022 το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό συνολικής φορολογίας της κατανάλωσης (15,6% του ΑΕΠ) όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 9,9% (OECD Consumption Tax Trends 2024).
Τα χειρότερα νέα επιμένουν. Είναι τα χάσματα στη φορολογία εισοδημάτων αναλόγως της πηγής τους.
Τι κι αν πέρυσι ο ΟΟΣΑ είχε βάλει τις φωνές λέγοντας ότι «η χώρα μας έχει από τους μικρότερους συντελεστές στα μερίσματα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και μια ενδεχόμενη αύξησή τους θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση των επιβαρύνσεων της μεσαίας τάξης, η οποία ενώ σήκωσε το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής τα χρόνια της κρίσης, στην τελευταία μεταρρύθμιση του 2019 είχε τα λιγότερα οφέλη, ενώ αντιθέτως οι ελεύθεροι επαγγελματίες ήταν στους κερδισμένους καθώς οι επιβαρύνσεις τους περιορίσθηκαν αισθητά» («Καθημερινή», 30.1.2023). Το χάσμα παραμένει: το προϊόν της εργασίας φορολογείται με ανώτατο συντελεστή 44%, ενώ του κεφαλαίου με 5%. Κάποιος δηλαδή που δουλεύει έχει συνεταίρο το κράτος και από τις 100.000 που βγάζει ετησίως δίνει περί τις 38.000, όσοι είναι τυχεροί και π.χ. κληρονόμησαν μετοχές με το ίδιο εισόδημα απλώς χαρτζιλικώνουν το Δημόσιο με 5.000 ευρώ.
Ακόμη πιο παράλογο είναι το γεγονός ότι …
μια χώρα που διψάει για επενδύσεις έχει υψηλότερο συντελεστή φορολογίας (22%) των κερδών –στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα αδιανέμητα που επανεπενδύονται– απ’ ό,τι στα διανεμόμενα ποσά (5%).
Αν θέλαμε να ενισχύσουμε την επιχειρηματικότητα θα έπρεπε να λειτουργούμε αντιστρόφως: χαμηλός ο συντελεστής κερδών των επιχειρήσεων και υψηλός εκείνων των κερδών που γίνονται ατομικά εισοδήματα, έτσι ώστε να δημιουργείται κίνητρο να μη διανέμονται πολλά κέρδη και να επανεπενδύονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου