"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΝουΔοΣΟΥΡΓΕΛΟΞΕΦΤΙΛΑΡΑΔΙΚΟ: Οταν "στη βάρδιά σου" δεν μπορείς να βρεις ούτε μια αίθουσα.


Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ

 «Δικαίωση» δεν υπάρχει. Σε μια καταστροφή όπως του Ματιού, καμία δικαιοσύνη δεν θα μπορούσε να παράσχει στους επιζώντες και τους συγγενείς των θυμάτων το αίσθημα που ονομάζουμε «δικαίωση».

Σε θεσμικό επίπεδο, «δικαίωση» θα ήταν η προσπάθεια της Πολιτείας να διδαχθεί από τη συμφορά. Να ερευνήσει τα θανάσιμα ελλείμματά της και να τα θεραπεύσει. Τα βήματα που έχουν γίνει στην Πολιτική Προστασία με οδηγό το τραύμα του Ματιού συνιστούν μια έμπρακτη διόρθωση του συστήματος – κι έτσι μια αμυδρή παρηγοριά ότι οι τόσοι άδικοι θάνατοι δεν ήταν εντελώς μάταιοι. Δεν ξεχάστηκαν. Εγιναν έναυσμα μιας προόδου στη συλλογική άμυνα – αλλά και στη συλλογική συνειδητοποίηση του κινδύνου της διαρκούς κλιματικής κρίσης.

Σε προσωπικό επίπεδο, όμως, πώς να δοθεί «δικαίωση»; 

Ακόμη και βαριές αμέλειες των τότε ιθυνόντων δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην καταδίκη τους – όπως σε ένα έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου. Η γλώσσα του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» μιλάει για «έγκλημα» σαν να επρόκειτο για δολοφονία με συγκεκριμένους αυτουργούς. Αλλά η ποινική δικαιοσύνη οφείλει να ξεχωρίσει πού πραγματικά (δεν) υπάρχει δόλος.

Η ελάχιστη δικαίωση που θα μπορούσαν τα άμεσα και έμμεσα θύματα να βρουν σε μια δικαστική αίθουσα θα ήταν να ακούσουν όσους βρέθηκαν την ώρα της φωτιάς σε θέσεις ευθύνης να απολογούνται. Κυριολεκτικά: Να τους δουν και να τους ακούσουν με τα μάτια και τα αυτιά τους να εξηγούν πώς «συνέβη» και κάηκαν τόσοι άνθρωποι στη βάρδιά τους· πώς αναλογίζονται οι ίδιοι μετά από τόσα χρόνια αυτό το φορτίο;

Αυτό το ελάχιστο δεν είναι λίγο. Είναι πολύ όχι μόνο για την αξιοπρέπεια των παθόντων αλλά και για την τιμή της Πολιτείας, της οποίας οι λειτουργοί πρέπει να λογοδοτούν. Είναι πολύ, ανεξαρτήτως της ποινικής έκβασης της υπόθεσης. Κάθαρση δεν σημαίνει εκδίκηση.

Το ηθικοπολιτικό βάρος της υπόθεσης εξανεμίζεται όταν μιλάει γι’ αυτήν ο αρμόδιος υπουργός. Αντιμέτωπος με τη σοκαριστική εικόνα από την έναρξη της δίκης· αντιμέτωπος με την εικόνα της αποτυχίας να εξασφαλιστούν επί των ημερών του ακόμη και οι στοιχειώδεις, υλικές συνθήκες για την απονομή της Δικαιοσύνης, ο Κώστας Τσιάρας δήλωσε «οργισμένος και αγανακτισμένος». 

Μετά δήλωσε και αναρμόδιος, γιατί «η ευθύνη για το πού γίνεται μια δίκη είναι ευθύνη που βαρύνει τη διοίκηση των δικαστηρίων». 

 Στο τέλος όμως υπονόμευσε την ιδέα της δεδηλωμένης του αναρμοδιότητας, ομολογώντας ότι το πρόβλημα είχε τεθεί υπ’ όψιν του από τις αρχές Οκτωβρίου.

Πού πρέπει λοιπόν να κατευθύνει την αγανάκτησή του ο Τσιάρας αν όχι στον ίδιο τον Τσιάρα και στην αυτο-ενοχοποιητική του ασυναισθησία; 

Ποιος έχει την ευθύνη που ο μεταρρυθμιστικός οίστρος του υπουργού Δικαιοσύνης...

 

 δεν του φτάνει ούτε για να βρει στη βάρδιά του μια αίθουσα;



Δεν υπάρχουν σχόλια: