Πώς το έλεγε τότε ο Σαββόπουλος; «Δύο, δύο, πέρασαν, να ‘τα τα κορίτσια (…) Στέκουν πίσω από το τζάμι και ζητάνε παγωτό, τα κορίτσια που ‘χουν γίνει δεκατέσσερα χρονών».
Και πότε ήταν αυτό το «τότε»;
Το 1965 κυκλοφόρησε το «Φορτηγό (ο δίσκος στον οποίον υπήρχε το τραγούδι), έναν χρόνο πριν το είχε γράψει.
Τα κορίτσια που ‘χαν γίνει δεκατέσσερα χρονών στις αρχές της δεκαετίας του 1960, έχουν ήδη εβδομηνταρίσει.
Τα ξέρω αυτά τα «κορίτσια». Είναι πιο «ευδιάκριτα» στους μικρούς τόπους των διακοπών. Δύο, δύο, τρία, τρία περνάν ακόμη. Πάνε για μπάνιο ή συναντιούνται στη θάλασσα. Καλύτερα έτσι, με τους άντρες τους δεν έχουν πια τι να πουν, πενήντα χρόνια τώρα, τα έχουν πει όλα. Να ‘τα λοιπόν τα «κορίτσια» πάλι μαζί. Είναι η Καίτη, η Μαίρη, η Βιβή – εκδοχές ονομάτων της εποχής τους, τώρα την εγγονή της Βιβής τη λένε Βιβιάνα. Μιλάνε για τα παιδιά τους, για τα εγγόνια τους, για συνταγές μαγειρικής, για οστεοπόρωση, για τον Covid, για την τρίτη δόση εμβολίου, για βαφές μαλλιών, για σίριαλ, για αντιρυτιδικές, για διατροφές, για τη γυμναστική που δεν κάνουν τόσο συχνά όσο θα ήθελαν, για την ακρίβεια, για μια φίλη, για μια κουμπάρα, για το τίποτα.
Οσο μιλάνε μεταξύ τους «τα κορίτσια που έχουν γίνει εβδομηντατέσσερα χρονών», δεν μιλάνε με κανέναν άλλο στην οικογένειά τους.
Αν ζούσαν στην Αμερική, θα ήταν boomers, θα ανήκαν στη «χρυσή», πρώτη μεταπολεμική γενιά, αυτήν που της καταλογίζουν ότι καλοπέρασε σε βάρος των επόμενων.
Εδώ όμως είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε. Τα «κορίτσια» του Σαββόπουλου που ενηλικιώθηκαν ντάλα δικτατορία, στάθηκαν στο μεταίχμιο δύο εποχών, δύο κόσμων, δύο νοοτροπιών. «Την ασχήμια των γονιών τους την πληρώσανε ακριβά» επειδή δεν της παραδόθηκαν. Οι πρώτες συντονισμένες φωνές εναντίον της πατριαρχίας από τα μακρινά τους νιάτα ακούστηκαν.
Και όσα δεν κατάφεραν για τις δικές τους ζωές, τα εξασφάλισαν για τις κόρες τους. Σπουδές, ανεξαρτησία, αυτοδιάθεση, σεξουαλική απελευθέρωση, πρόσβαση σε «αποκλεισμένους» χώρους.
Τα «κορίτσια που έχουν γίνει εβδομηντατέσσερα χρονών» αποδείχθηκαν «σκληρά καρύδια» όπου και όποτε χρειάστηκε να δώσουν τις μάχες τους. Και χρειάστηκε να δώσουν πολλές. Στην πατρική οικογένεια αλλά και στη δική τους, στην κοινωνία, στον επαγγελματικό τους χώρο είτε αυτός ήταν το πανεπιστήμιο είτε το εργοστάσιο, στην κοινωνία. Μάχες που ανοίγουν δρόμους και όπου τίποτα δεν είναι δεδομένο και όλα πρέπει να κατακτηθούν από την αρχή.
Μάχες που δεν διεξάγονται στα πληκτρολόγια με τη συνδρομή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αλλά από αυτές που γίνονταν στην πραγματική ζωή, που ήταν πιο αθόρυβες αλλά και πιο ουσιαστικές.
Τα «κορίτσια» βλέπουν στην τηλεόραση τις καταστροφικές πυρκαγιές. Κρατούν με την παλάμη το μάγουλό τους, με αυτήν τη χαρακτηριστική κίνηση διακριτικής απόγνωσης.
Γυρνούν και...
αντικρύζουν τους δικούς τους ανθρώπους για να ανταλλάξουν σιγουριά.
Δεν χρειάζεται να μιλήσουν πολύ γιατί αυτά τα «κορίτσια», με τη ζωή τους, τα έχουν πει όλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου