Η ψυχολογία των εθνών ερευνά τα διακριτά ψυχολογικά χαρακτηριστικά ενός έθνους, τις διαθέσεις, τις αξίες, τα κίνητρα και τις ικανότητές του, καθώς και την αναγωγή των ψυχολογικών χαρακτηριστικών στην κοινωνιολογία, στην κοινωνική ψυχολογία, στην πολιτική επιστήμη και την ανθρωπολογία.
Η εθνική ψυχολογία καθορίζει την πολιτική, τον βαθμό της εθνικής συνείδησης, τις διακρατικές σχέσεις, καθώς και την ισχύ μιας χώρας.
Η εθνική ψυχολογία διαμορφώνεται πολιτικά κυρίως από εχθρικές χώρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Γερμανία, η οποία μετά το 1871 επιχείρησε να επηρεάσει τη βρετανική λογοτεχνία, και συνεπώς τη συλλογική βρετανική ψυχολογία, πρακτική την οποία ο Ernst Leisi ονόμασε «nationalpsychologische methode», δηλαδή «πολιτικό επηρεασμό».
Την ίδια εποχή επιχειρήθηκε και ο ιστορικός «πολιτικός επηρεασμός», ο οποίος αποτέλεσε τον πρόδρομο του «συνωστισμού», με χαρακτηριστικά παραδείγματα τους εκπροσώπους της βρετανικής αρχαιολογικής σχολής, οι οποίοι απέτυχαν να αποκρυπτογραφήσουν τη Γραμμική Β, επειδή θεωρούσαν ότι αποτελεί τμήμα των σημιτικών γλωσσών. Και μόνο η υπόθεση ότι η Γραμμική Β είναι ελληνική γραφή επέτρεψε την άμεση αποκρυπτογράφησή της από τον ερασιτέχνη αρχαιολόγο Βέντρις.
Παρά το γεγονός ότι τα εθνικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά είναι δύσκολο να μετρηθούν, είναι βέβαιο ότι χαρακτηρίζουν τη συλλογική αντίδραση των λαών στα γεγονότα.
Οι Άγγλοι, επί παραδείγματι, είναι ένας πολεμικός λαός που δεν ανέχεται «μύγα στο σπαθί του». Αν εξαιρέσουμε το Brexit, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η βρετανική εκστρατεία στα Νησιά Φόκλαντ (ή Μαλβίνες) στον νότιο Ατλαντικό, στην Ανταρκτική, μετά την εισβολή της Αργεντινής. Παρά το γεγονός ότι τα νησιά απέχουν 8.064 μίλια από τις βρετανικές ακτές, η Θάτσερ δεν δίστασε να οργανώσει μία από τις πιο ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία.
Στον αντίποδα της βρετανικής ψυχολογίας βρίσκεται η νεοελληνική.
Οι Ελληνες, από πολεμικός λαός που ήταν μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκφυλίστηκαν στα «φοβισμένα γατάκια» τού σήμερα, κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση.
Σε αντίθεση με την αντίδραση του αγγλικού λαού, στην πολιτική και κοινωνική ζωή στην Ελλάδα έχει επικρατήσει η «γατοψυχολογία» του «εθνάρχη».
Αυτή περιγράφεται συνοπτικά με τη φράση «Η Κύπρος κείται μακράν».
Η άνευ ελληνικής αντίδρασης και αντιποίνων εκδίωξη του Ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη, οι Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, η απόσυρση της μεραρχίας από την Κύπρο, που επέτρεψαν την τουρκική εισβολή στο νησί το 1974, η ελληνική απραξία στη δεύτερη τουρκική εισβολή, τα Ίμια, η υποβάθμιση του τουρκικού κινδύνου και οι παραχωρήσεις από τους Σημίτη – Τσίπρα – Μητσοτάκη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα νεοελληνικής «γατοψυχολογίας».
Όμως, εκτός των ψυχολογικών διαπιστώσεων, αυτό που έχει ενδιαφέρον δεν είναι να αναλυθεί η πολιτική στάση. Άλλωστε, έγκυροι διεθνείς αναλυτές είχαν προβλέψει την ελληνική αφωνία αμέσως μετά την εμφάνιση του «Oruc Reis» στις ελληνικές θάλασσες, έστω κι αν μερικοί εντός Ελλάδος αφελώς πίστευαν το αντίθετο.
Το σημαντικό είναι να αναλυθούν τα αίτια της πολιτικής και κοινωνικής νεοελληνικής δειλίας και υποχωρητικότητας.
Έχει ήδη παρουσιαστεί η θέση ότι το κύριο αίτιο της νεοελληνικής φοβίας είναι...
η κοινωνική κατάσταση της συλλογικής «αυτολύπησης» και «αυτοθυματοποίησης», που καλλιέργησε η η ελληνική Αριστερά μετά τη στρατιωτική ήττα της, προβάλλοντας έκτοτε μαζικά στη συλλογική συνείδηση την εικόνα του «θύματος», επιτυγχάνοντας την πολιτική «αγιοποίηση». Η συχνή αναφορά στη Δεξιά, στα ξερονήσια, στις εξορίες και τις πολιτικές διώξεις ήταν μια ορθή στρατηγική, που άλωσε τον λαϊκό ψυχισμό μέσω της συμπόνιας και, συνεπώς, επέβαλε την ιδεολογική και πολιτική επικράτηση μετά τον Εμφύλιο.
Όμως, η πολιτική επιτυχία είχε και το τίμημά της. Το αίσθημα της θυματοποίησης δεν έχει ακόμα αποβληθεί από τα στελέχη της Αριστεράς σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο, αλλά, αντιθέτως, έχει περάσει μαζικά στο υποσυνείδητο και στη στάση ζωής, και κατ’ επέκταση στη συλλογική ψυχή, του έθνους.
Η ιδεολογική επικράτηση της Αριστεράς θα σημάνει και την επιβολή στη λαϊκή ψυχή της αυτολύπησης και της αυτοθυματοποίησης, όπου τα θύματα συνεχώς υποχωρούν και δικαιολογούν τους θύτες τους.
Η συλλογική συμπεριφορά της Αριστεράς, των πολιτικών και, συνεπώς, και της Ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της είναι παρόμοια με εκείνη των πρώτων χριστιανών, όπου η προσωπική θυσία και η αυτολύπηση είναι αυτοσκοπός, επειδή πιστεύουν ότι η δικαίωση για τα πάθη θα έλθει από τους άλλους και όχι από τους ίδιους – για τους χριστιανούς από τον Θεό και για την κοινωνία και τους πολιτικούς από τους «άλλους». Αυτή η καταστροφική αυτολύπηση και αυτοθυματοποίηση είναι η ψυχολογική θέση που κατέστησε τη χώρα μια απέραντη δυστοπική χωματερή ψυχών.
Τελευταίο και χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτολύπησης και αυτοθυματοποίησης είναι ο εργαζόμενος στο μετρό, ο οποίος ευχήθηκε «να είναι καλά τα παιδιά», αναφερόμενος στα κτήνη που τον σακάτεψαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου