"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΚΑΘΑΡΜΑΤΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Τα μαργαριτάρια στα γουρούνια

Του Χρήστου Χωμενίδη

Τι ωραία που είναι τα νούμερα! Τι ψυχικά ανέξοδες οι στατιστικές! Σου τις παρουσιάζουν ειδικοί επιστήμονες κι εσύ εντυπωσιάζεσαι, μπαίνεις σε σκέψεις, ξύνεις την κούτρα σου να κατεβάσει ερμηνείες για το τάδε φαινόμενο, λύσεις για το δείνα πρόβλημα.  


Το μόνο που δεν σου περνάει από τον νου; 


Πως και η αφεντιά σου - αργά ή γρήγορα, έτσι ή αλλιώς - θα προσμετρηθεί σε κάποια θλιβερή στατιστική.

«Δέκα με δεκαπέντε διαρρήξεις συμβαίνουν στην Κυψέλη καθημερινά». Εάν το άκουγα την περασμένη Τρίτη, θα προβληματιζόμουν εκ του ασφαλούς για τα δεινά της φίλτατής μου ισόβιας γειτονιάς. Δίχως επ' ουδενί να υποψιαστώ ότι - την επόμενη κιόλας μέρα - η καμπάνα θα χτυπούσε για μένα.

Το κλειδί γύρισε. Η εξώπορτα ξεκλείδωσε. Και τότε συνειδητοποιήσαμε κατάπληκτοι ότι ο σύρτης ήταν τραβηγμένος από μέσα. Από το άδειο, υποτίθεται, διαμέρισμά μας.  

«Σιγά, μωρέ, αποκλείεται! Εμπλοκή έχει πάθει - να βράσω τις προδιαγραφές ασφαλείας της! Εμείς εξάλλου είμαστε καλλιτέχνες, μεροδούλι-μεροφάι, εμάς θα κλέψουν;».  


Σαν τις μωρές παρθένες σπαταλήσαμε κάνα τρίλεπτο τραντάζοντας την πόρτα. Και έπειτα η διακριτικότητά μας πήγε περίπατο και βαρέσαμε νυχτιάτικα το κουδούνι των γειτόνων.

Το αγοράκι που θυμάσαι αφότου εγκαταστάθηκες - το 2003 - στην πολυκατοικία, έχει θεριέψει, έχει γίνει κοτζάμ άντρας, στύβει την πέτρα. Κυρίως δε διαθέτει ευλυγισία σχοινοβάτη και θάρρος λοκατζή. Σκαρφαλώνει απ' το μπαλκόνι του στο δικό σου, τρυπώνει απ' την κουζίνα, διασχίζει το σαλόνι, «όλα καλά!» σου φωνάζει και σου ανοίγει. Χαμογελάς με ανακούφιση. Τα πάντα φαίνονται όπως τα 'χες αφήσει, έξι ώρες πριν. Ωσπου κλίνεις την κεφαλή επ' αριστερά και αντικρίζεις το υπνοδωμάτιο άνω-κάτω. Τα φύλλα της ντουλάπας να χάσκουν, το στρώμα σπαρμένο με άδεια κουτιά, τα συρτάρια πεταμένα στο πάτωμα. Τα κοσμήματά της να λείπουν.

«Δεν θέλει ρώτημα...» σου εξηγούν οι αστυνομικοί. «Σάλταραν από την ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας. Ανοιξαν το παράθυρο του μπάνιου - γιατί το είχατε σε ανάκλιση;». 

 «Διότι είναι καλοκαίρι ακόμη» θες να του απαντήσεις, «για να δροσίζεται το σπίτι...». Θα ακουστείς όμως γελοίος.  

«Μπούκαραν στην κάμαρά σας κι άρχισαν να ψάχνουν. Και να βρίσκουν».  

«Μα, δεν τα πήραν όλα!».  

«Σούφρωσαν ό,τι πρόφτασαν. Αν είχατε καθυστερήσει μισή ώρα, θα βρίσκατε το διαμέρισμα γης μαδιάμ. Τυχεροί σταθήκατε στην ατυχία σας». 

«Οταν βάλαμε δηλαδή το κλειδί, εκείνοι μας έκλεβαν;» ανατριχιάζεις. 

«Το πιθανότερο... Φαντάζεστε αντί να γίνονταν μπουχός, να τράβαγαν πιστόλια; Ακολουθήστε μας στο τμήμα για να υποβάλετε μήνυση κατ' αγνώστων».

Τι σημαίνουν τα δαχτυλίδια, τα σκουλαρίκια, τα κολιέ που η καθεμιά σας - απ' τη γιαγιά στην εγγονή - φυλάει στην μπιζουτιέρα της; Πλούτο; Επιδεικτικότητα;  

Καμία σχέση. Ενθύμια είναι. Αποτυπώματα σημαντικών στιγμών. «Αυτό μου το χάρισε ο μπαμπάς μου όταν αποφοίτησα... Το άλλο το αγόρασα με τον μισθό μου... Εκείνο ο άντρας μου στο τρίτο ραντεβού μας...». Και οι πιο αδύναμοι οικονομικά κατέχουν μερικά γραμμάρια χρυσού, μια-δυο πολύτιμες πέτρες που χαίρονται να τις φοράνε κι αγάλλονται όταν τις δωρίζουν στην επόμενη, στη μεθεπόμενη γενιά. «Στη μια εγγόνα μου αφήνω το διαμαντάκι. Στην άλλη τον βαφτιστικό σταυρό μου» γράφει με χέρι τρεμάμενο κι αισθάνεται σαν να ξορκίζει κάπως τον θάνατο. Οτι θα τη θυμούνται όταν στολίζονται κι όταν γλεντάνε.

Τι θα τα κάνουν τα κοσμήματά σας οι κλέφτες; 

Θα τα πουλήσουν το συντομότερο, θα τα σκοτώσουν όσο-όσο. Οι φουκαράδες που εισβάλλουν σε ξένα σπίτια διατελούν αναντίρρητα σε κατάσταση συνολικής εξαθλίωσης. Είναι ψυχικά σακατεμένοι, ηθικά ισοπεδωμένοι, ανθρώπινα ράκη που τρέχουν τρεμάμενα στον κλεπταποδόχο, δίνουν ό,τι σουφρώνουν για τη δόση τους. Οι κλεπταποδόχοι - τύποι αηδιαστικοί, σύγχρονοι γερολαδάδες - αγοράζουν και ρημάζουν. Πετάνε τα κλοπιμαία στο καμίνι, τα λιώνουν για να τα πουλήσουν ως μέταλλο. Το πιο εξοργιστικό, το πιο ασυγχώρητο δεν είναι ότι αρπάζουν τη μετρημένη κινητή περιουσία σας, που και εκείνη για τους εργαζόμενους ανθρώπους αποτελεί προϊόν μόχθου. Αλλά που σας στερούν ό,τι υλικό σάς δένει με αγαπημένα πρόσωπα τα οποία δεν υπάρχουν πια. Που ρίχνουν κυριολεκτικά τα μαργαριτάρια στα γουρούνια.

Τις πρώτες ώρες ξεχειλίζεις από οργή, φαντασιώνεσαι την εκδίκηση, ξυπνά μέσα σου το μανιάτικο. Αισθάνεσαι βιασμένος. Μονάχα η σκέψη του Αλέξανδρου Σταματιάδη που έπεσε ηρωικά υπερασπιζόμενος τη γυναίκα και τα παιδιά του από τους ληστές, μόνο η ανάμνηση του τρισχειρότερου απαλύνει κάπως την οδύνη σου.

Σταδιακά το μανιάτικο δίνει τη θέση του στο μικρασιάτικο. Στο πνεύμα με το οποίο σε γαλούχησαν οι πρόσφυγες παππούδες σου. «Τα δακτυλίδια αν χάθηκαν, τα δάκτυλα όμως μένουν...» σκέφτεσαι.  


«Υγεία να 'χουμε και θα αποκτήσουμε καινούργια, ομορφότερα κοσμήματα. Οσο για τις αναμνήσεις...


 οι πιο πολύτιμες ζουν πάντα μέσα μας. Οπου χτυπάει η καρδιά μας, εκεί βρίσκεται ο θησαυρός μας. Κανείς δεν μπορεί από εκεί να τον κλέψει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: