"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΘΝΟΠΑΤΕΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Η μελαγχολία του κλόουν

Του Χρήστου Χωμενίδη

Ανήκω στους τυχερούς που τον πρόφτασαν με μαλλιά.  

Συμφοιτητή τον είχα στη Νομική στα τέλη των ’80ς – ένα ζωηρό παιδί θυμάμαι που δεν το χώραγε ο τόπος, ούτε τα μαθήματα γούσταρε ούτε τις καταλήψεις, το θέατρο τον ενδιέφερε, ο κινηματογράφος, η προχωρημένη μουσική, όνειρο είχε να γυρίσει την Ευρώπη με ώτο-στοπ, έστω με το τρένο... 

Στο τρίτο έτος εγκατέλειψε τα ποινικά και τις δικονομίες.  

Γράφτηκε σε μια δραματική σχολή, δεύτερης μάλλον διαλογής, οι γονείς του οργίστηκαν, έπαψαν να τον χρηματοδοτούν. Είχε ταλέντο. Τον έπνιγε όμως η ματαιοδοξία του. Η λαχτάρα να πετύχει άνευ όρων.  

Καβάλησε το κύμα της ιδιωτικής τηλεόρασης που τότε φούσκωνε. Ξεκίνησε από ρολάκια, ο κόσμος γούσταρε να τον βλέπει -γελούσε με τις μούτες του- κι έτσι δεν άργησε να γίνει πρωταγωνιστής. Κατά τη δεκαετία του ’90 μεσουράνησε. Ύστερα η καριέρα του πήρε να ξεθωριάζει.

Τον πέτυχα πρόπερσι σε μια πρεμιέρα. Ενθουσιάστηκε που με είδε, έτρεξε και με αγκάλιασε. Φορούσε πέτσινο μπουφάν και πέτσινο παντελόνι, η εμφύτευση δεν είχε πολυπετύχει, μάλλον με κούκλας απ’ τα πανηγύρια έμοιαζαν οι αφέλειές του κι αν μιλήσουμε για τα μπότοξ, λες και τον είχε τσιμπήσει ένα σμάρι μέλισσες και του’ χε πρήξει τη μούρη. Παρέμενε ωστόσο εγκάρδιος, γελαστός, πληθωρικός...

"Θα κατέβω στην πολιτική!" μού ανακοίνωσε σαν να μου’ λεγε ένα ανέκδοτο. 

Έμεινα άναυδος. "Τι σχέση έχεις εσύ με αυτά;" 

Σοβάρεψε. Χαμήλωσε τη φωνή. "Σειρές πιά δεν γυρίζονται – να χέσω την κρίση! Στα θέατρα δεν με προτιμούν, με θεωρούν περασμένης εσοδείας. Αλλά και να με παίρνανε, τί θα μού έδιναν; τρεις κι εξήντα... Πληρώνω δυό διατροφές, μεγαλώνω παιδιά! Χώρια το δάνειο που έχει κατακοκκινήσει. Το μόνο δυνατό χαρτί μου ότι παραμένω δημοφιλής. Παίζονται ακόμα τα παλιά μου σήριαλ, με σταματάνε οι γριές στο μετρό, στη λαϊκή, βγάζω σέλφι με τα εγγόνια τους..."

"Ισχύς σου η αγάπη τού λαού!" Δεν τον κορόιδευα ακριβώς.  

"Για αυτό σού λέω" συνέχισε. "Δυό επιλογές έχω, μπας και μπαλωθώ. Ή συμπαρουσιαστής σε μεσημεριανάδικο ή βουλευτής. Στη θέση μου τί θα προτιμούσες;" 

"Μα από πολιτικά δεν σκαμπάζεις..." επέμεινα. 

"Σιγά την επιστήμη!" κάγχασε. "Θες να μού κάνεις ιδιαίτερα;" 

"Θα συνεχίσεις την αριστερή παράδοση της οικογένειάς σου;" ρώτησα – στις γιορτές, στο τσακίρ κέφι, οι γονείς του έβαζαν στο πικάπ αντάρτικα.  

"Τρελός είσαι; Εκεί έχουν πιαστεί όλες οι θέσεις. Χώρια που σε δυό χρόνια δεν θα βλέπουν αυτοί κυβέρνηση ούτε με το κυάλι. Στη Δεξιά θα πάω! Που έχει ανάγκη από φρέσκο αίμα!"
 

Το’ πε και το’ κανε. Βρήκε τις άκρες του, πήρε αμπάριζα τα ραδιόφωνα και τα πάνελ. Στην αρχή τον εμφάνιζαν σαν καλλιτέχνη με ανησυχίες. Σύντομα προβιβάστηκε σε υποψήφιος βουλευτής και ας αργούσαν ακόμα οι κάλπες. Ήταν επικοινωνιακός, τα έλεγε σταράτα, διάνθιζε τον λόγο του με καλαμπούρια – πώς να τον αντιμετωπίσουν τα κομματικά στελέχη, οι πληκτικοί γραφειοκράτες; Οι σοβαροί τον αποκαλούσαν φαιδρό. Η παράταξη εντούτοις δεν μπορούσε να αγνοήσει την απήχησή του. 

Τον κατέβασαν σε μια δύσκολη περιφέρεια, στο ίδιο ψηφοδέλτιο εκτείθονταν ένας γόνος με παράδοση τεσσάρων γενεών -διατελέσας και υπουργός- και μία εξαιρετική επιστήμων με διεθνείς περγαμηνές. 

Έφαγαν τη σκόνη του. Πρώτος βγήκε, με μεγάλη διαφορά.

Έκτοτε, εθνοπατέρας πλέον, δεν αφήνει να περάσει μέρα σχεδόν δίχως να αμολήσει μιά παρόλα που να στρέψει το ενδιαφέρον πάνω του

Οι περισσότεροι τον βρίζουν. Ένας σκληρός πυρήνας όμως, ένα κοινό όχι και τόσο περιθωριακό πίνει νερό στο όνομά του.

Συναντηθήκαμε τυχαία, στην πλατεία Κλαυθμώνος. Επέμενε να με κεράσει καφέ. Καθ’ οδόν προς  το στέκι του δεν έπαυε να μοιράζει χαμόγελα, να σφίγγει χέρια. Έλαμπε.  

"Ξέρεις ποια είναι η διαφορά με την πρώτη μου καριέρα;" με ρώτησε κατεβάζοντας μονορούφι τον εσπρέσσο του. 

"Τότε, ως ηθοποιός, έπαιρνα την πάρτη μου στα σοβαρά. Την ψώνιζα. Φαντασιωνόμουν πως θα έφτανα στο επίπεδο ενός Πήτερ Σέλερς, ενός Λογοθετίδη αν μη τι άλλο. Και τις γυναίκες ακόμα τις ερωτευόμουν με πάθος, με ξεπουπούλιαζε η πρώτη τυχούσα ανθυποσεξοβόμβα..."  

"Ενώ τώρα;" ρώτησα.  

"Τώρα είμαι απολύτως ψύχραιμος. Ξέρω τον ρόλο μου, τη χρησιμότητα και τα όριά του. Κάθε μου ατάκα έχει συγκεκριμένη στόχευση - με τη βοήθεια των δημοσκόπων παίζω τους ψηφοφόρους μου στα δάχτυλα. Πόσα εννοώ, λες, από όσα ξεφουρνίζω;"  

"Το ένα δέκατο;" 

"Ούτε το ένα χιλιοστό!" 

"Και τι πιστεύεις; Δεν χάνεις τον εαυτό σου σε αυτό το ατελείωτο καρναβάλι;" 

"Το αντίθετο! Τον προστατεύω άριστα. Την περσόνα μου εκθέτω. Η περσόνα μου λασπώνεται ή -καμιά φορά- αποθεώνεται. Σαν να φοράω μια μάσκα. Στο σπίτι τη βγάζω, ξαναγίνομαι αυτός που είμαι." 

"Διαρκώς στη γύρα βρίσκεσαι, από κανάλι σε συγκέντρωση, από μνημόσυνο σε λιτανεία. Πότε επιστρέφεις σπίτι σου;" 

"Κοιμάμαι ελάχιστα!" καμάρωσε. "Και πάντα μόνος μου, δεν ανέχομαι πλέον στο στρώμα μου καμία σκορδόπιστη. Τέσσερις ώρες μού αρκούν. Πίνω και κάτι χάπια -ίχνος χημείας, απολύτως φυσικά παρασκευάσματα- αναζωογονητικά, διεγερτικά. Αν ενδιαφέρεσαι…" μού έκλεισε το μάτι.  

"Και δεν φοβάσαι μη σε πάρουν χαμπάρι;" 

"Τυχαία νομίζεις ότι...



 διάλεξα για πελατεία μου τους πιο εύπιστους, τους πιο απλούς; Ισχύς μου η αφέλεια τού λαού!"

Τον κοίταζα, μού ήταν αδύνατον να τον αντιπαθήσω. 

Στα πενήντα του -έχοντας φάει τη ζωή με το κουτάλι- δεν είχε τον κυνισμό της παλιάς καραβάνας, που συχνά συναντάς σε επαγγελματίες πολιτικούς, επιχειρηματίες, δικηγόρους και σε γιατρούς ακόμα. Μα τη μελαγχολία του κλόουν. 

Εάν επέστρεφε στην αρχική του τέχνη, θα μπορούσε να δώσει λαμπρές ερμηνείες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: