"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Τυχερά βλαστάρια χτυπούν την κρίση με "ξόρκια" της πίστας...

Της Μαριλης Μαργωμενου

Σπρώχνω την πόρτα. Ενας προβολέας πέφτει στα μάτια μου. Κάποιος με πατάει, κάποιος άλλος με σπρώχνει. Δέκα βήματα, και είμαι ήδη τμήμα της μάζας των όρθιων θαμώνων. Θέλοντας και μη, με πάνε προς το μπαρ, σαν τρενάκι. «Βγήκε!», φωνάζει η μισόγυμνη κοπέλα μπροστά μου χωρίς καθόλου να τη νοιάζει που την τσαλαπατάει το σύμπαν. «Bγήκε!».

Στην πίστα του Thalassa Peoples Stage, ο Γ. Μαζωνάκης. Σάββατο βράδυ, δύο παρά είκοσι το πρωί. Ακούω να τραγουδάει «από εξάτμιση σε εξάτμιση το πας». Προφανώς, κάτι δεν ακούω καλά.  

Αμέσως μετά, αναρωτιέμαι αν βλέπω καλά: από τις τέσσερις γωνίες του μαγαζιού εμφανίζονται λουλουδούδες φορτωμένες πανέρια. Σκαρφαλώνουν στην πίστα. Κάνουν τιμητικό άγημα και όλες μαζί πετούν λουλούδια, σαν τις παρθένες του Επιταφίου.

Σε δύο λεπτά χύνονται στην πίστα πάνω από εκατό δίσκοι. Ο Γ. Μαζωνάκης καμαρώνει. «Εγώ είμ' ο Γιώργος, το παιδί της γειτονιάς», τραγουδάει.  

Νιώθω σαν να με «ρούφηξε» η μαύρη τρύπα της κρίσης και να μ' «έφτυσε» σε μιαν άλλη Ελλάδα.

Οι λουλουδούδες σαν τα φάντομ αλλάζουν σχηματισμό: τώρα στήνουν ανθρώπινη αλυσίδα από την αποθήκη του μαγαζιού ώς την πίστα. Είναι σαν να έχει πιάσει ο Μαζωνάκης φωτιά κι εκείνες να είναι οι πυροσβέστες. Μόνο που αντί για κουβάδες νερό, η μία δίνει στην άλλη ντάνες με γαρύφαλλα. 

Η πρώτη στέκεται ένα μέτρο απ' την πίστα κι έχει μπροστά της ένα αγόρι είκοσι χρόνων με τον δεξιό αγκώνα λυγισμένο, σαν το χέρι του βολεϊμπολίστα μια στιγμή πριν καρφώσει. Κάθε πέντε δευτερόλεπτα, νέα ντάνα με πανέρια φτάνει, η λουλουδού τα σηκώνει ψηλά και το αγόρι τινάζει το χέρι μπρος, να εκτοξευθούν τα πανέρια στην πίστα.

Δέκα πανέρια επί δεκαπέντε ευρώ: κάθε τίναγμα του χεριού, 150 ευρώ. Ο μισθός μου θα άντεχε λιγότερο από ένα λεπτό.

Ο νεαρός που στέκεται δίπλα μου στο μπαρ ξέρει όλους τους στίχους απέξω. 
-«Μα ποιο είναι αυτό το παιδί;», τον ρωτάω και του δείχνω τον αφιονισμένο ρίπτη γαρυφάλλων.

Το βλέμμα του σχεδόν φωνάζει αυτό που σκέφτεται: υποψήφια νύφη έβαλε στο μάτι ζάπλουτο πιτσιρίκο. 
-«Είναι ένας τυχερός γιος!», μου απαντάει. «Οι πλούσιοι φοβούνται το κράξιμο και δεν έρχονται στο μαγαζί. Ερχονται, όμως, οι γιοι τους!».

Κάπου εκεί, η φωνή του χάνεται στο «Σ' έχω κάνει Θεό!» που τραγουδάει ο Μαζωνάκης. Στην πρώτη σειρά τραπεζιών, πόλεμος. Ενας δεύτερος νεαρός παλεύει με τα πανέρια να ξεπεράσει τον προηγούμενο. Εχει κοκκινίσει απ' την προσπάθεια και το κορίτσι δίπλα του τον κοιτάζει με θαυμασμό. Αναρωτιέμαι πόσο καιρό θα του πάρει να ξοδέψει όλη την περιουσία του πετώντας γαρύφαλλα.

Κανείς άλλος εδώ μέσα δεν έχει τέτοιες απορίες. Στην πίστα, ο Γ. Μαζωνάκης σαν τον Εντμουντ Χίλαρι τραγουδάει σκαρφαλωμένος στο Εβερεστ της σπατάλης: μια γιγαντιαία σκουπιδόμαζα από λιωμένα γαρύφαλλα και σπασμένα πλαστικά πανέρια, που πληρώθηκε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.

Μου φαίνεται τόσο αλλόκοτο το θέμα, που φοβάμαι πως δεν θα με πιστεύουν. Σκέφτομαι να φωτογραφίσω τη σκηνή με το κινητό μου, αλλά πρέπει να διασχίσω τα είκοσι μέτρα ώς την πίστα. Σώματα παντού - νιώθω σαν τουβλάκι στο τέτρις.

Πλησιάζω στα πρώτα τραπέζια: αγόρια με κοντομάνικα και μισοσκισμένα All Star, κορίτσια με ακμή και δωδεκάποντα. Δεν υπάρχει ούτε ένας τριαντάρης. Οπως φωτογραφίζω, επιτέλους, το βουνό με τα πανέρια και τα κρόσσια στο παντελόνι του Γ. Μαζωνάκη, ένα εικοσάχρονο δίπλα μου φωνάζει «αααα!» σαν σφυροβόλος και πετάει μια ντάνα λουλούδια. Υστερα αρπάζει ένα μπουκάλι ουίσκι και κολλάει τον δοσομετρητή στο στόμα του.

«Πάρε πασά μου την οδοντόβουρτσά μου». Οι λεοπάρ μπότες του Γ. Μαζωνάκη πρέπει να έχουν καταπληκτική πρόσφυση. Τώρα έχει ανεβεί στην κορυφή της σκουπιδόμαζας και στους πρόποδες στέκεται ο Ησαΐας Ματιάμπα. Οπως το τραγούδι τελειώνει, «έχω μια οδοντόβουρτσα να σου δώσω», λέει ο Γ. Μαζωνάκης. «Για σένα πήρα μια μαύρη». Ο Ησαΐας Ματιάμπα έχει σκούρα επιδερμίδα, ο πατέρας του είναι απ' το Ζαΐρ. Στη σιωπή του, ο Γ. Μαζωνάκης συνεχίζει. Στο ίδιο στυλ και λίγο-πολύ με το ίδιο ύφος. Ο Ησαΐας Ματιάμπα φεύγει προς τα καμαρίνια. Δεν προφταίνω να δω το ύφος του. Βλέπω, όμως, το ύφος όλων των υπολοίπων. Βρήκαν υπέροχο το αστείο, παντού γέλια και χειροκροτήματα.

«Είσαι το λάθος μου το τελευταίο»...
Το αγόρι μπροστά μου πετάει άλλους τριάντα δίσκους λουλούδια. «Μήπως το παρακάνει;» λέω στον νεαρό δίπλα του. «Καλά, δεν το ξέρεις;» απαντάει. «Τα λεφτά και τα ψάρια τρώγονται φρέσκα!». 

Εκεί ψηλά, στην πίστα, ο Γ. Μαζωνάκης δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για τίποτε απ' όλ' αυτά. Μ' ένα ξαφνικό γύρισμα, «ζηλεύω, ζηλεύω» τραγουδάει, κι η χοντρούλα δίπλα μου πηδάει σαν σκύλος που άκουσε τ' όνομά του, και προσγειώνεται με το τακούνι στο αριστερό πόδι του διπλανού της. Κανείς δεν δίνει σημασία στο αγόρι που σφαδάζει.  

Τα «σεληνιασμένα» εικοσάχρονα έχουν εξαπλωθεί σε κάθε σπιθαμή του μαγαζιού, χοροπηδούν ξεφωνίζοντας «Είσαι το λάθος μου το τελευταίο». Τα γαρύφαλλα έχουν ξεχειλίσει απ' την πίστα στους διαδρόμους κι ο μπροστινός μου αρπάζει χούφτες απ' το πάτωμα, τις πετάει απέναντι. 

Ενας εξηντάρης μουσάτος προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τον ξέφρενο χορό, αλλά πάνω στη φιγούρα η σόλα του βρίσκει στα λιωμένα κοτσάνια κι εκείνος σωριάζεται στο πάτωμα μ' ένα έκπληκτο ύφος. Ακόμη κι αυτό δεν κάνει κανέναν εδώ μέσα ούτε να ανησυχήσει, ούτε και να γελάσει. 

Τέσσερις το πρωί, ξημερώματα Κυριακής. Ανεβαίνω με το αμάξι την Παραλιακή. Ενας διαολεμένος αέρας παίρνει τα σκουπίδια απ' τους ξέχειλους κάδους και τα στριφογυρίζει στη μέση της ασφάλτου. Τα αυτοκίνητα για να τ' αποφύγουν πάνε πέρα δώθε σαν μεθυσμένα. Για κάποιο λόγο, το θέαμα μοιάζει συγγενές με την πίστα που άφησα πίσω μου. Πάλι, μπορεί απλώς να φταίει το ξενύχτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: