Το εμπόδιο της Βούλας
Tου Κωστα Λεονταριδη
Η Βούλα Πατουλίδου -πώς τη θυμήθηκα;- θα μείνει στην ημετέρα ιστορία για δύο λόγους.
Ο πρώτος (και με την επέλαση του χρόνου λιγότερο σημαντικός) είναι το χρυσό μετάλλιο που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, το 1992. Οι μίζεροι -και μόνον αυτοί- θυμούνται ότι εάν η ασυναγώνιστη Αμερικανίδα Γκέιλ Ντίβερς δεν σκόνταφτε σε εμπόδιο, ο εθνικός μας ύμνος δεν θα ακουγόταν τότε. Λεπτομέρεια που η Ιστορία παρέγραψε, ήταν θέλημα ενός από μηχανής Θεού να συμβεί ένα ακόμα ελληνικό θαύμα.
Ο δεύτερος λόγος είναι η ακούσια παρέμβασή της στα μελλούμενα με μια φρασούλα τόσο περιεκτική και εμβληματική που ήδη αποτελεί κρίκο της νεοελληνικής προφορικής παράδοσης: «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο», βροντοφώναξε τρελή από χαρά η Βούλα, ντύνοντας με εθνικό μανδύα το ατομικό της κατόρθωμα, απενοχοποιώντας μια λέξη «πολιτικώς μη ορθή».
Είκοσι χρόνια μετά, το λακωνικό, προτρεπτικό «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο» αποτελεί για κάθε δοκιμαζόμενο Ελληνα εμπόδιο ισοϋψές με απόφαση ζωής. Να το αποπειραθώ ή όχι; Εαν κάπου στην ευθεία διακρινόταν ο τερματισμός, το νήμα των βασάνων, πολλοί θα επέλεγαν την υπέρβαση. Θα κατέπνιγαν τον θυμό και το δίκιο τους, καταθέτοντας και τον ψυχικό οβολό τους για τη σωτηρία της πατρίδας και των επερχόμενων γενεών. Εστω και αν το αύριο δείχνει τόσο θολό όσο ποτέ.
Ομως, για τους περισσότερους η απάντηση δίνεται στην εξορία από το βασίλειο της στωικότητας, εκεί που το πληγωμένο «εγώ» ορθώνει ανάστημα, αναδιανέμοντας ρόλους σε λέξεις και νόημα: «για ποια Ελλάδα, ρε γαμώτο;».
Ακούσματα, οδυνηρά προσωπικά βιώματα και επώδυνη παρατήρηση καρφώθηκαν σαν ψηφίδες στο μυαλό μας, οι «παρακλητικές» φραστικές δολιχοδρομίες πολιτικών με σταγονίδια δειλής αυτοκριτικής οδεύουν απευθείας στον καιάδα της κοινωνίας. Το συμπέρασμα είναι -βαριά ευθύνη να τιτλοφορείς ρέοντα ιστορικά γεγονότα- «κανείς δεν πιστεύει, κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν», σε αυτή την πρωτοφανή μεταπολιτευτικά πολυταξική διασάλευση ισορροπιών κρινόντων - κρινομένων.
Ακόμα και από περιέργεια ρίχνεις μια ματιά στην κλίμακα διαφυγής των ιεραρχών. Διαπιστώνεις μέσα στη ζάλη σου να ξιφουλκεί η πνευματική άθληση με τον ασφυκτικό βίο: «φτάνουν πια οι φόροι και οι περικοπές των χαμηλών εισοδημάτων, φτάνουν οι στρατιές των ανέργων, αναζητήστε τους φοροφυγάδες» προτρέπουν οι ιεράρχες, σπεύδοντας να φωτίσουν άλλο δρόμο: «Η υπέρβαση των εγωισμών μας, η αποδοχή του συνανθρώπου, η καταλλαγή και η συμβίωση όλων μαζί σηματοδοτούν το νέο μοντέλο κοινωνίας...».
Το παραπάνω ακούγεται σαν φυσική συνέχεια της δυσερμήνευτης σιγουριάς που εκφράζουν πολλοί ότι από την κρίση «θα βγούμε καλύτεροι». Πόσοι, ποιοι, πότε;
Σήμερα προέχει να απαντηθεί με παρρησία, ατομικά και συλλογικά: Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο ή για ποια Ελλάδα, ρε γαμώτο;
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗΣ,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου