"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΔΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΟΡΘΑ ΛΟΒΟΤΟΜΗΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΙΣΛΑΜΟΦΑΣΙΣΜΟΣ: Γιατί και πώς στο πιο γενναιόδωρο έθνος της Ευρώπης τη Σουηδία καίνε Κοράνια

 Tης ΣΩΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ


Φέτος, παρατηρούμε μια σειρά πρωτοφανών επεισοδίων στη Σουηδία:
διάφοροι άνθρωποι —όχι απαραιτήτως γηγενείς Σουηδοί— καίνε δημοσίως το Κοράνι. Ανάμεσά τους ένας 37χρονος Ιρακινός πρόσφυγας, που τον περασμένο Ιούνιο έβαλε φωτιά στο ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων έξω από το Τζαμί της Στοκχόλμης και επανέλαβε την πράξη του ένα μήνα αργότερα προκαλώντας διαμαρτυρίες και επιθέσεις των μουσουλμάνων διεθνώς: μεταξύ αυτών ήταν ο εμπρησμός της σουηδικής πρεσβείας στη Βαγδάτη, μολονότι ο άνθρωπος που βεβήλωσε το Κοράνι ήταν Ιρακινός.  

Ως απάντηση στην επίθεση στη σουηδική πρεσβεία, διαδηλωτές έκαψαν το κοράνι έξω από πρεσβείες μουσουλμανικών χωρών στη Δανία.

Το παράδειγμα είχε δώσει ο Δανο-Σουηδός Rasmus Paludan από το ακροδεξιό κόμμα Stram Kurs («Σκληρή Γραμμή») που, τον Ιανουάριο του 2023, έκαψε μια μετάφραση του Κορανίου έξω από την τουρκική πρεσβεία στη Στοκχόλμη. Το αποτέλεσμα ήταν ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Hulusi Akar να αναστείλει τις συνομιλίες για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Ακολούθησε το επεισόδιο με τον Salwan Momika, έναν 37χρονος Αραμαίος από το Ιράκ που εγκαταστάθηκε στη Σουηδία το 2018: ο Momika, που μεγάλωσε σε χριστιανική οικογένεια, δήλωσε άθεος και ζήτησε την απαγόρευση του Κορανίου στη Σουηδία. Στις 28 Ιουνίου 2023, εμφανίστηκε πίσω από ένα τείχος αστυνομικών έξω από το τζαμί της Στοκχόλμης, κρατώντας δύο σουηδικές σημαίες ενώ ακουγόταν από μεγάφωνα ο σουηδικός εθνικός ύμνος: ο Momika έσκισε το Κοράνι και του έβαλε φωτιά, αφού έβαλε πάνω του και μια φέτα μπέικον —όλα αυτά κατά τη διάρκεια του Ιντ αλ-αντχά, μιας σημαντικής γιορτής στο Ισλάμ. (Γιορτάζουν την προθυμία του Αβραάμ να θυσιάσει στον Αλλάχ τον γιο του, τον Ισμαήλ.) Μετά από αυτό, η αστυνομία της Στοκχόλμης έλαβε «αιτήσεις» για άδειες καύσης του Κορανίου, της Τορά και της Βίβλου έξω από την ισραηλινή πρεσβεία, αλλά τελικά τίποτα από αυτά δεν συνέβη.

Στη Σουηδία, αν θέλεις να κάψεις δημοσίως ένα «ιερό» κείμενο, όπως η Βίβλος, η Μπαγκαβάτ Γκίτα ή το Κοράνι, πρέπει να υποβάλεις αίτηση και να πάρεις άδεια: αφού πληρώσεις ένα μικροποσό μπορείς να σταθείς στην πλατεία και να κάνεις τις Γραφές στάχτη και μπούρμπερη. 

Οι χριστιανοί δεν δίνουν δεκάρα, αλλά η καύση του Κορανίου αποτελεί casus belli. Το να καις δημοσίως το Κοράνι είναι, βεβαίως, βλακώδες: μια τέτοια χειρονομία μπορεί να ενταχθεί μόνο σε εξτρεμιστικό πλαίσιο ελευθερίας της έκφρασης. Ωστόσο, καθώς προχωρούσε το φετινό καλοκαίρι, συνεχίστηκαν οι βεβηλώσεις του Κορανίου έξω από την ιρακινή πρεσβεία στη Στοκχόλμη, έξω από την αιγυπτιακή πρεσβεία στην Κοπεγχάγη, και έξω από την τουρκική πρεσβεία στην Κοπεγχάγη. Στις 31 Ιουλίου Δανοί έκαψαν εφτά κοράνια.

Όπως αναμενόταν άναψαν τα αίματα στον μουσουλμανικό κόσμο: στο Ισλαμαμπάντ η αστυνομία εμπόδισε μέλη της φονταμενταλιστικής ομάδας Τζαμάατ-ε-Ισλάμι να βαδίσουν προς τη Σουηδική Πρεσβεία· διαδηλωτές εισέβαλαν στη σουηδική πρεσβεία στη Βαγδάτη αφού ο Ιρακινός ιμάμης Mουσταφά-αλ-Σαντρ χαρακτήρισε τη Σουηδία «εχθρική προς το Ισλάμ». Στις 19 Ιουλίου, μετά από άλλο προγραμματισμένο κάψιμο του Κορανίου, τελικά οι διαδηλωτές κατάφεραν να εισβάλουν στη σουηδική πρεσβεία στη Βαγδάτη και την πυρπόλησαν ενώ το Ιράκ ζήτησε από τον Σουηδό πρέσβη να εγκαταλείψει το ιρακινό έδαφος, να διακοπούν οι διπλωματικές σχέσεις Ιράκ-Σουηδίας και να απαγορευτεί η λειτουργία των σουηδικών επιχειρήσεων στο Ιράκ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέκριναν τις ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας επειδή δεν εμπόδισαν τους διαδηλωτές να εισβάλουν στους χώρους της πρεσβείας. Ταυτοχρόνως, στο Ιράν η πολιτοφυλακή Ashab al-Kahf, η οποία δραστηριοποιείται επίσης στη Βαγδάτη, εξέδωσε απειλές στο Telegram καλώντας τους πιστούς να στοχοποιήσουν τους Σουηδούς. Η σουηδική κυβέρνηση καταδίκασε τις βεβηλώσεις, χαρακτηρίζοντάς τες «ισλαμοφοβικές» και τονίζοντας ότι δεν αντικατοπτρίζουν την επίσημη στάση της χώρας, ενώ φούντωσε η διαμάχη γύρω από τα όρια της ελευθερίας του λόγου και του δικαιώματος της βλασφημίας. Υπενθυμίζεται ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη ισχύει νόμος περί ρητορικής μίσους. Πλην όμως, το ζήτημα δεν είναι μόνο νομικό. Τα δίκτυα παραπληροφόρησης που ελέγχει η Ρωσία ισχυρίζονται ψευδώς ότι η σουηδική κυβέρνηση υποστήριξε τις βεβηλώσεις: ο στόχος του Πούτιν ήταν να υπονομεύσει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και να οξύνει τον εσωτερικό διχασμό —μια ακόμα πρωτοφανής κατάσταση στη Σκανδιναβία.

Εντέλει, στις 30 Ιουλίου, ο Σουηδός πρωθυπουργός Ulf Kristersson είπε ότι η Σουηδία βρισκόταν «στην πιο  επικίνδυνη κατάσταση από άποψη ασφάλειας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο». Από την πλευρά του, ο Δανός υπουργός Εξωτερικών Lars Løkke Rasmussen δήλωσε οι «βαθιά προσβλητικές και απερίσκεπτες πράξεις σχετικά με το Κοράνι αντιπροσωπεύουν πολύ λίγα άτομα, τα οποία δεν μοιράζονται τις αξίες της δανέζικης κοινωνίας. Αλλά, οι μουσουλμανικές χώρες όπως το Αφγανιστάν και το Ιράν, ζήτησαν τη θανατική ποινή για τους βεβηλωτές του Κορανίου και κατηγορώντας τη Moσάντ ότι ενθαρρύνει τους εμπρηστές των μουσουλμανικών Γραφών. Εκπρόσωποι του Ιράν ορκίστηκαν ότι θα κυνηγήσουν μέχρι θανάτου όσους δεν σέβονται το Κοράνι· ακολούθησαν απελάσεις διπλωματών από το Ιράκ, το Μαρόκο, την Ινδονησία και το Πακιστάν.

Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αφού επέπληξε τη Σουηδία επειδή επιτρέπει τέτοια περιστατικά, δήλωσε ότι η Τουρκία δεν θα ανεχθεί προκλήσεις και απειλές. «Θα διδάξουμε τον αλαζονικό δυτικό λαό ότι δεν είναι ελευθερία έκφρασης να προσβάλλεις τις ιερές αξίες των μουσουλμάνων», είπε. Η εν λόγω καταδίκη συνέπεσε με μια τεταμένη στιγμή μεταξύ των δύο χωρών, καθώς η Τουρκία καθυστερούσε να συμφωνήσει στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, διότι κατά τη γνώμη της οι Σουηδοί παραείναι επιεικείς έναντι των Κούρδων και του κινήματος του Gülen. Στα τέλη του περασμένου μήνα, η Τουρκία εξέδωσε επίσημη εντολή σύλληψης εναντίον του Rasmus Paludan και εννέα άλλων επειδή συμμετείχαν σε καύση Κορανίου στη Σουηδία. Η Αίγυπτος αντέδρασε με παρόμοιο τρόπο καλώντας σε μποϊκοτάζ των σουηδικών (και ολλανδικών) προϊόντων και χαρακτηρίζοντας την ελευθερία της έκφρασης «απάνθρωπο και ανήθικο λάβαρο».

Οι σουηδικές αρχές έχουν βρεθεί σε αμηχανία. Τον Φεβρουάριο του 2023, αρνήθηκαν την άδεια σε «μια ένωση και έναν ιδιώτη» να κάψει το Κοράνι έξω από τις πρεσβείες της Τουρκίας και του Ιράκ στη Στοκχόλμη. Αλλά, τον Ιούνιο το Εφετείο ανέτρεψε αυτή την απόφαση: δεν υπάρχει νόμος κατά της βλασφημίας στη Σουηδία και στη Δανία. Το ζήτημα ανάγεται στις διεθνείς σχέσεις —στις διπλωματικές πιέσεις όχι μόνον των μεμονωμένων χωρών αλλά κι από την Οργάνωση Ισλαμικής Συνεργασίας, η οποία εκπροσωπεί 57 κράτη— αλλά κυρίως στο γιατί και στο πώς στην μέχρι προσφάτως ειρηνική Σκανδιναβία σημειώνονται βίαιες εκδηλώσεις εναντίον του Ισλάμ.

Η πρόσφατη ανάδειξη της κεντροδεξιάς στη Φινλανδία, που ακολούθησε την εκλογή της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία, σχετίζεται με τον φόβο των μεταναστευτικών κυμάτων και του σουηδικού αντιπαραδείγματος. Αν και στην αρχή του φετινού καλοκαιριού η σουηδική εφορία ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιήσει απογραφή για να αποκτήσει καλύτερη εικόνα γύρω από το πόσοι και ποιοι διαμένουν παράνομα στη χώρα, στα μάτια των Φινλανδών, η Σουηδία έχει κάνει μια σειρά γκάφες σε ό,τι αφορά τους εξω-ευρωπαϊκούς μετανάστες. Κάτι που φαίνεται να παραδέχονται και οι ίδιοι οι Σουηδοί εφόσον μετά τις γενικές εκλογές τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι κεντροδεξιοί Μετριοπαθείς, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι συμμετέχουν σε συνασπισμό που υποστηρίζεται, αναπόφευκτα, από τους ακροδεξιούς Δημοκράτες (SD). Οι SD, που συνεργάζονται με την κυβέρνηση στη χάραξη μιας νέας πολιτικής συνόρων η οποία θα περιορίσει την παράτυπη μετανάστευση, διατείνονται ότι η εθνική απογραφή θα αποδείξει ότι σχεδόν 200.000 άτομα βρίσκονται στη Σουηδία χωρίς άδεια και έχουν πρόσβαση σε διάφορα βοηθήματα τα οποία δεν δικαιούνται.

Η μετανάστευση στη Σουηδία έχει εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα που απασχολεί καθημερινά τον δημόσιο διάλογο στον οποίον οι τόνοι ανεβαίνουν μολονότι οι Σουηδοί δεν είναι συνηθισμένοι σε υψηλούς τόνους. Όμως, οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές πτυχές της μετανάστευσης έχουν προκαλέσει μετατοπίσεις στο πολιτικό σκηνικό και ερωτήματα σχετικά με τα οικονομικά οφέλη της, τα πρότυπα εγκατάστασης και ένταξης, τον αντίκτυπο στην ανοδική κινητικότητα και τις επιπτώσεις στην κοινωνική και οικογενειακή βία. Το πώς οι εξω-Ευρωπαίοι μετανάστες επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά και τη γενική συμπεριφορά είναι ένα ερώτημα που απασχολεί σήμερα τους Σουηδούς περισσότερο από ποτέ.

Το 1900 στη Σουηδία υπήρχαν ελάχιστοι μετανάστες: ο εθνικός πληθυσμός ανερχόταν τότε σε 5.100.814 κατοίκους, εκ των οποίων μόνο 35.627 ήταν γεννημένοι στο εξωτερικό (το 0,7%) —μάλιστα, 21.496 από τους «ξένους» προέρχονταν από τις γειτονικές σκανδιναβικές χώρες, 8.531 από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και 5.254 από τη Βόρεια Αμερική. Μόνον 90 άτομα προέρχονταν από τη Νότια Αμερική, 87 από την Ασία, 79 από την Αφρική και 59 από την Ωκεανία.  

Το 2010, 1,33 εκατομμύριο άνθρωποι, δηλαδή το 14,3% των κατοίκων της Σουηδίας, ήταν γεννημένοι στο εξωτερικό. Από αυτούς, 859.000 (64,6%) είχαν γεννηθεί εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και 477.000 (35,4%) είχαν γεννηθεί σε χώρα-μέλος της ΕΕ. Έκτοτε, η Σουηδία εξελίχθηκε σε χώρα-προορισμό μεταναστών: το 2020, το ποσοστό των κατοίκων με ξένο υπόβαθρο έφτασε το 25,9% και ευθύνεται για την αύξηση του γενικού πληθυσμού. Σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό της αλλοδαπής καταγωγής (’’utländsk bakgrund’’) —που σημαίνει άτομα είτε γεννημένα στο εξωτερικό, είτε με αμφότερους τους γονείς γεννημένους στο εξωτερικό— ήδη, το 2017, τρεις δήμοι στη Σουηδία είχαν πλειοψηφία αλλοδαπών: το Botkyrka (58,6%) το Södertälje (53,0%) και το Haparanda (51,7%), ενώ στο Malmö, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Σουηδίας, μαζί με ολόκληρη την κομητεία Skåne που έχει δεχθεί αριθμό-ρεκόρ μεταναστών, το ποσοστό των μεταναστών κυμαίνεται γύρω στο 50%.

Το 2014, 81.300 άτομα υπέβαλαν αίτηση ασύλου, σημειώνοντας αύξηση 50% συγκριτικά με το 2013: ήταν ο μεγαλύτερος αριθμός από το 1992. Το 47% εξ αυτών προέρχονταν από τη Συρία και το 21% από το Κέρας της Αφρικής, από τη Σομαλία κυρίως. Το 77% (63.000) των αιτημάτων εγκρίθηκαν.  

Τον Οκτώβριο του 2015, σημειώθηκε νέο ρεκόρ με 86.223 αιτήσεων ασύλου και τις υπόλοιπες εβδομάδες του έτους ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 162.877. Το 2016, 28.939 άτομα ζήτησαν άσυλο, αφού είχαν ξεκινήσει προσωρινοί έλεγχοι ταυτότητας στα σύνορα: νωρίτερα, η Σουηδία εφάρμοζε πολιτική ανοιχτών συνόρων. Από το 2014, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία, υπήρχαν περίπου 17.000 πρόσφυγες από τη Συρία, 10,000 από το Ιράκ, 4.500 από την Ερυθραία, 1.900 από το Αφγανιστάν και 1.100 από τη Σομαλία. Το 2017, οι περισσότεροι αιτούντες άσυλο προέρχονταν από τη Συρία (267), την Ερυθραία (263), το Ιράκ (117) και τη Γεωργία (106). Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις, το 2017 μετανάστευσαν στη Σουηδία 180.000 άτομα και στη συνέχεια έρχονταν περίπου 110.000 άτομα κάθε χρόνο.

Πολλοί Σουηδοί πιστεύουν ότι η Σουηδία είναι χώρα επιλογής λόγω της κοινωνικής πρόνοιας και ότι υπάρχει πρόβλημα κατάχρησής της, είτε με την πρόφαση των πολιτικών διώξεων στη χώρα καταγωγής, είτε με το πρόσχημα των σπουδών. Αν και όσοι Σουηδοί διαμαρτύρονται δεν είναι απαραιτήτως ακροδεξιοί, υπό την έννοια ότι δεν είναι εθνικιστές ή κοινωνικά συντηρητικοί, η μετανάστευση έχει τροφοδοτήσει τον δανο-σουηδικό εξτρεμισμό, ιδιαίτερα επειδή πολλοί νέοι μετανάστες από την Ασία αψηφούν τους νόμους και απορρίπτουν τον σουηδικό τρόπο ζωής: φαίνεται ότι η Σουηδία έχει γίνει η κατ’ εξοχήν χώρα εγκλημάτων τιμής, μεγάλο μέρος των οποίων δεν εξιχνιάζονται διότι δεν καταγγέλλονται· συμμετέχουν σε αυτά ολόκληρες κοινότητες στις οποίες υπάρχει ιεραρχία στη λήψη και εκτέλεση των αποφάσεων, ενώ επιβάλλεται νόμος σιωπής.

Σήμερα, οι Σουηδοί αναρωτιούνται αν το σουηδικό κοινοβούλιο που, υπό την ηγεσία της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Olof Palme, είχε ψηφίσει υπέρ της τρέχουσας μεταναστευτικής πολιτικής, διέπραξε τότε κάποιο μοιραίο λάθος. Αν δηλαδή με το να απορρίψουν οι Σοσιαλδημοκράτες της δεκαετίας του 1960-70 την πρότερη πολιτική αφομοίωσης και εθνο-πολιτισμικής ομοιογένειας και να ευνοήσουν την πολυπολιτισμικότητα, παραχώρησαν στο Ισλάμ όλα τα εργαλεία για να διαδοθεί στη Σουηδία. Έτσι, επιταχύνθηκε η είσοδος ομάδων με χαμηλή εκπαίδευση και χωρίς επιθυμία, πρόθεση ή δυνατότητα ένταξης. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε με την εφαρμογή του νόμου για την οικογενειακή επανένωση η οποία αντιπροσωπεύει σήμερα το 20% των μεταναστών.

Στο μεταξύ, οι μεταναστευτικές ροές ξεπέρασαν το δυναμικό των καταλυμάτων, με αποτέλεσμα η σουηδική κυβέρνηση να δαπανά μεγάλα ποσά για ενοικιάσεις στέγης: αυτή η κρατική δαπάνη μαζί με τις βίαιες εκδηλώσεις που ξεκίνησαν το 2005 από το τζαμί του Malmö, κλιμακώθηκαν το 2009 κατά του Ισραήλ και κατέληξαν στις ταραχές του Rinkeby το 2010 και στους εμπρησμούς της Στοκχόλμης το 2013, έστρεψαν πολλούς Σουηδούς κατά της μετανάστευσης. Οι τρομοκρατικές ενέργειες, οι βανδαλισμοί, οι ομαδικοί βιασμοί και η γενική πολιτική ανυπακοή τούς οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Σουηδία...

 

 δεν μπορεί να ενσωματώνει πλέον μετανάστες, ιδιαίτερα εφόσον η αφομοιωτική πολιτική έχει εγκαταλειφθεί. Κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης του 2015, μόνο το 29% των Σουηδών που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση εκείνο τον Σεπτέμβριο πίστευαν ότι η Σουηδία δέχτηκε υπερβολικό αριθμό προσφύγων— τον Νοέμβριο όμως, το ποσοστό είχε αυξηθεί σε 41%. Τον Μάρτιο του 2016, όταν το συνεργείο παραγωγής του αυστραλιανού τηλεοπτικού προγράμματος 60 Minutes δέχτηκε επίθεση από μουσουλμάνους μετανάστες στο Rinkeby διότι ανέφερε τις επιπτώσεις της προσφυγικής κρίσης, η κοινή γνώμη άρχισε να αναρωτιέται. Τον ίδιο μήνα, η υπουργός Μετανάστευσης της Νορβηγίας Sylvi Listhaug είπε στα νορβηγικά μέσα ενημέρωσης ότι «η Νορβηγία πρέπει να αποφύγει να καταλήξει σαν τη Σουηδία, όσον αφορά τη μετανάστευση.»

Παρά την άνοδο της αντιμεταναστευτικής δεξιάς, αλλά και εξαιτίας της, η σουηδική κυβέρνηση δέχεται πολλές πιέσεις από τις μουσουλμανικές κοινότητες: για παράδειγμα, ενώ στη Σουηδία το σεξ δεν θεωρείται συναινετικό κάτω από την ηλικία των 15 και ο γάμος δεν επιτρέπεται πριν από τα 18, οι μουσουλμάνοι συνεχίζουν να παντρεύουν ανήλικα κορίτσια.  

Τέτοια ζητήματα φαίνονται δυσεπίλυτα, αλλά ίσως μπορούν να λυθούν με λίγη καλή θέληση: με τον περιορισμό και τον προσδιορισμό του αριθμού των παράτυπων μεταναστών ώστε να μην εισπράττουν αδιακρίτως κοινωνικά επιδόματα. (Μια γυναίκα που της αρνήθηκαν τα επιδόματα πρόνοιας προσέφυγε στο δικαστήριο, όπου πρωτοβάθμια δικαιώθηκε, αλλά αργότερα, ανώτερο δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν τα δικαιούνταν.) Σύμφωνα με έκθεση της Σουηδικής Αστυνομικής Αρχής για το οργανωμένο έγκλημα στη Σουηδία, φαίνεται ότι οι περισσότεροι από τους αιτούντες άσυλο φτάνουν μέσω συμπατριωτών τους που αναλαμβάνουν τη διακίνηση (και γι’ αυτό μπορεί να βρεθεί λύση) κι ότι ο τρόπος με τον οποίον εκτυλίσσεται η είσοδος στη χώρα έχει ευνοήσει τον ανδρικό πληθυσμό έναντι του πληθυσμού των γυναικών: στον πληθυσμό των ανδρών προστίθενται ετησίως περίπου 30.000 ανήλικοι. 

 Προς το παρόν, αν και γίνονται σκληρές προσπάθειες, το ποσοστό ανεργίας στους μη Ευρωπαίους μετανάστες με χαμηλή εκπαίδευση ηλικίας 20–64 ετών κυμαίνεται γύρω στο 36,9% — αυτό συμβαίνει αν και, στη Σουηδία, ακόμα και μία ώρα εργασίας εβδομαδιαίως υπολογίζεται ως «απασχόληση». Η Σουηδία —και η Ολλανδία— έχουν ισχυρές οικονομίες, αλλά παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες διαφορές στα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ μεταναστών και μη μεταναστών από όλα τα κράτη του ΟΟΣΑ. Μία από τις αιτίες είναι ότι μόνο το 4% των θέσεων εργασίας στη Σουηδία απαιτούν πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τίποτα περισσότερο. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα το Σουηδικό Φόρουμ Επιχειρηματικότητας, είναι ότι η πλειονότητα των ξένων που έχουν γεννηθεί στη Σουηδία από το 1990 έως σήμερα δεν έχουν γίνει οικονομικά αυτάρκεις: εισπράττουν ακόμα βοηθήματα και είναι επιρρεπείς στην εγκληματικότητα.

Οι μελέτες —όχι οι δηλώσεις του δεξιού κόμματος SD— έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μέχρι τη δεκαετία του 1970 η καθαρή συνεισφορά των μεταναστών στον δημόσιο τομέα ήταν είτε αμελητέα, είτε ελαφρώς θετική, αλλά ότι με τα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας και το μεγαλύτερο μερίδιο στον συνολικό πληθυσμό, αυτό δεν ισχύει από το 1999 τουλάχιστον. Το κόστος των προσφύγων αντιστοιχεί γύρω στο 1% του ΑΕΠ ήδη από το 2007: το μέσο κόστος ενός πρόσφυγα που ζει στη Σουηδία επί πέντε χρόνια είναι 11.000 ευρώ ετησίως. Ο κρατικός προϋπολογισμός επιβαρύνεται με έξοδα διαχείρισης των αιτήσεων διαμονής και ασύλου, με δικαστικά έξοδα, με επιδόματα διαμονής και πρόνοιας στους αιτούντες άσυλο, καθώς και με διαδικασίες ένταξης (εκμάθηση της γλώσσας, επιδοτούμενες θέσεις εργασίας κτλ). Προστίθεται το κόστος στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου μιας και οι μετανάστες πρώτης γενιάς αποτελούν το 53% όσων εκτίουν μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης. Όσοι έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο υπερεκπροσωπούνται στις σουηδικές στατιστικές εγκλήματος, αλλά, όπως θα περίμενε κανείς, η έρευνα δείχνει ότι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, όπως η ανεργία, η φτώχεια, ο γλωσσικός αποκλεισμός και η απουσία δεξιοτήτων, εξηγούν ένα σημαντικό μέρος των διαφορών στα ποσοστά εγκληματικότητας μεταξύ μεταναστών και ντόπιων. Εξάλλου, φαίνεται ότι το 20-30% των αλλοδαπών που φτάνουν μετά από πολλές κακουχίες στη Σουηδία πάσχουν από ψυχικές διαταραχές —συμπεριλαμβανομένου του μετατραυματικού στρες.

Με την πάροδο του χρόνου, οι εργαζόμενοι πρόσφυγες συνεισφέρουν από δημοσιονομική άποψη, αλλά αυτό δεν αρκεί για να καλυφθεί το αρχικό έλλειμμα και το έλλειμμα που εμφανίζεται καθώς πλησιάζουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Τέλος, ως μέτρο αντιμετώπισης της γήρανσης του πληθυσμού, φαίνεται ότι η εισαγωγή μεταναστών δεν λειτουργεί, κυρίως διότι οι μεταναστευτικές ομάδες παραμένουν περίκλειστες και δεν δημιουργούν οικογένειες με τους γηγενείς. Η Σουηδία αντιμετωπίζει αλλαγές οι οποίες εκλαμβάνονται ως μεγάλη δημογραφική απειλή, με τη μουσουλμανική μειονότητα να αναπαράγεται με τριπλό ρυθμό από τους παλαιότερους Σουηδούς.

Σίγουρα η Σουηδία δέχτηκε πρόσφυγες και μετανάστες χωρίς επιλογή και ελέγχους. Τα τελευταία δέκα χρόνια έφτασαν στη χώρα μέλη εξτρεμιστικών οργανώσεων, μαχητές από τη Χεζμπολάχ, τη Χαμάς, το PKK, την Αλ Κάιντα, το Ισλαμικό Κράτος: τουλάχιστον 300 άτομα που εμπλέκονταν στα ισλαμιστικά εξτρεμιστικά δίκτυα εγκαταστάθηκαν στη Σουηδία. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με την εφημερίδα Göteborgs-Posten, το 12% των νέων στα βορειοανατολικά προάστια του Γκέτεμποργκ να τάσσονται ανοιχτά υπέρ της ισλαμικής τρομοκρατίας και το 80% των γυναικών να παραδέχονται ότι ζουν με τον φόβο του εγκλήματος τιμής.  

Στο μεταξύ, πάνω από τους μισούς νέους μετανάστες δεν έχουν ολοκληρώσει ούτε το δημοτικό σχολείο στη χώρα καταγωγής τους, ενώ περίπου 38.000 γυναίκες γεννημένες στο εξωτερικό έχουν υποβληθεί σε ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων. 

Προστίθεται το πρόβλημα της κατασκοπείας: Τούρκοι διερμηνείς στη Σουηδία έχουν ενθαρρύνει μετανάστες να γίνουν πληροφοριοδότες για λογαριασμό των τουρκικών αρχών.

Η κοινή γνώμη επηρεάζεται περισσότερο από τα ΜΜΕ παρά από την προσωπική εμπειρία: οι μετανάστες αποφεύγουν τις επαφές με Σουηδούς και φοβούνται την πολιτιστική και θρησκευτική «μόλυνση». Η διαβίωσή τους σε δικές τους γειτονιές με δικούς τους κανόνες δυσχεραίνει οποιαδήποτε εξοικείωση. Σήμερα, το 52% των Σουηδών πιστεύουν ότι η επαναπροώθηση, ο επαναπατρισμός, είναι μια καλή πρόταση, ενώ ένα 14% δηλώνει ότι θα ήθελε να αυξηθεί η μετανάστευση: είναι λογικό να πιστεύει κανείς ότι ένα μέρος αυτού του 14% είναι ήδη μουσουλμάνοι μετανάστες —το ποσοστό μουσουλμάνων στον γενικό πληθυσμό υπολογίζεται γύρω στο 9%.

Το 2006, το Centerpartiet, ένα κόμμα υπέρ της ελεύθερης μετανάστευσης, στην εκστρατεία του για τις γενικές εκλογές πρότεινε να διπλασιαστεί ο αριθμός των μεταναστών που εισέρχονται στη Σουηδία. Στα τέλη του 2012, δήλωσε μάλιστα ότι ήθελε να ανοίξει εντελώς τα σύνορα συμπεριλαμβάνοντας την άρση των απαιτήσεων για κάποιες εργασιακές δεξιότητες και για λευκό ποινικό μητρώο. Το κόμμα επικαλέστηκε το καναδικό μοντέλο ως πιο επιτυχημένο, δηλώνοντας ότι αν το ακολουθούσε η Σουηδία, ο πληθυσμός θα έφτανε τα 40 εκατομμύρια το 2012 —κάτι που θεωρούσε θετική εξέλιξη. Δεν συμφωνούσαν όλοι: τον Οκτώβριο του 2017 ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Kjell-Olof Feldt δήλωσε ότι το μισό εκατομμύριο άνεργοι μετανάστες στη Σουηδία είναι μια βόμβα που δεν θα αργήσει να εκραγεί. Και παρόλο που συμφώνησε μαζί του η υπουργός Οικονομικών Magdalena Andersson ζητώντας από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα να κάνει την αυτοκριτική του για την αλλοπρόσαλλη μεταναστευτική του πολιτική, δεν συνέβη τίποτα. Οι Σουηδοί Σοαιαλδημοκράτες κατηγορούν την ακροδεξιά που χαλάει τη δημόσια εικόνα της γενναιόδωρης Σουηδίας, αλλά, προς το παρόν, δεν έχουν σταθεί αυτοκριτικά απέναντι στη μεταναστευτική τους πολιτική. Πάντως, πολλοί από το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα  συμφωνούν σιωπηρά με τα μέτρα κατά των αναγκαστικών γάμων —στη Σουηδία εξετάζεται η αύξηση του ηλικιακού ορίου από τα 18 στα 21 χρόνια— καθώς και με τη διατήρηση της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας εκτός Σέγκεν. Στα μέτρα εξορθολογισμού προστίθεται η χρονική οριοθέτηση της εκμάθησης της σουηδικής γλώσσας, η οποία, για μερικούς μετανάστες, διαρκεί επί κάμποσα χρόνια. Η μεταναστευτική πολιτική, όπως κάθε πολιτική, είναι μια χάραξη ορίων —μια μεταφορά για τα εδαφικά σύνορα.

Στο μεταξύ, συνεχίζονται οι καύσεις Κορανίων και ως απάντηση οι απειλές για τρομοκρατία από τις ισλαμικές οργανώσεις. Στις 19 Αυγούστου η 47χρονη Ιρανή Marjan Bahrami έκανε αίτηση για να κάψει το Κοράνι σε μια παραλία στο Bromma, 10 χιλιόμετρα από το κέντρο της Στοκχόλμης. Από την πλευρά της, η μουσουλμανική αποστολή Ahmadiyya έστησε 90 περίπτερα σε ολόκληρη τη χώρα όπου μοιράζει ή πουλάει Kοράνια, συζητώντας με τους πολίτες.

Toύτων λεχθέντων, τονίζω εδώ ότι στη Σκανδιναβία, παρά τα αντιμεταναστευτικά κόμματα και τη ρητορική μίσους, κανείς δεν κακομεταχειρίζεται τους αλλοδαπούς: στην Ελλάδα, δεν καίμε Κοράνια αλλά αφήνουμε να καίγονται άνθρωποι.  



Δεν υπάρχουν σχόλια: