ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΣΟΥΡΓΕΛΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Το τέλος των 80s - Πώς βλέπαμε τα 80s όταν τα ζούσαμε (ΑΡΘΡΑΡΑ 30 ΧΡΌΝΩΝ του Φώτη Γεωργελέ που θα σας ΚΑΘΗΛΩΣΕΙ...)
Ένα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ άρθρο του Φ. Γεωργελέ ο οποίος περιέγραφε
τότε τα 80s μέσα από τη στήλη Α112 του περιοδικού «Ταχυδρόμος», μας
δείχνει τον τρόπο που βλέπαμε τη δεκαετία εκείνη τότε που μόλις
τελείωνε.
Τη δεκαετία του ’70, το βασικό ερώτημα ήταν: Είναι η γραβάτα σημείο
καπιταλιστικής αλλοτρίωσης;
Τη δεκαετία του ’80, το ερώτημα μετατράπηκε
αρκετά: Μια μπλε γραβάτα πάει με καφέ Τίμπερλαντ παπούτσια;
Μη βιαστείτε
ν’ απαντήσετε. Οι απαντήσεις έχουν σημασία μόνο αν δοθούν την εποχή που
τέθηκαν οι ερωτήσεις. Τώρα, λίγες μέρες πριν το 1990, ξέρουμε. Η
δεκαετία τελειώνει, γίναμε τουλάχιστον λίγο σοφότεροι;
Τώρα που η
δεκαετία τελειώνει, την ονομάζουν τα Χρόνια του Κενού. Όχι άδικα. Τα
έιτις δόξασαν το image, την τηλεοπτική εικόνα της πραγματικότητας, το
clean. Ήταν η πρώτη δεκαετία που δεν γνώρισε αντιστάσεις και εναλλακτική
κουλτούρα, με τη μορφή που υπήρχαν πριν. Τα νέα κινήματα ήταν μόδα
αύριο, ξεπερασμένα την επόμενη σεζόν. Είχαν στόχο τους άλλωστε να γίνουν
μόδα. Για πρώτη φορά η επιτυχία είχε κοινή μονάδα μέτρησης για όλους,
για τους γονείς και τα παιδιά τους. Επιτυχία σήμαινε χρήμα και φήμη.
Στη
γενική σύγχυση αξιών της δεκαετίας, οι δυο προηγούμενες ήταν οι μόνες
σταθερές.
Στη δεκαετία του ’60 θέλαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο.
Στη
δεκαετία του ’70 τον εαυτό μας.
Στη δεκαετία του ’80 είπαμε, αφού τίποτα
δεν καταφέραμε απ’ αυτά, δεν βγάζουμε τουλάχιστον λεφτά;
Ο κόσμος, αφού
τα προηγούμενα χρόνια ασχολήθηκε με την ψυχή και το μυαλό του,
αποφάσισε στα 80s να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα, αφού το να την
αλλάξει αποδείχτηκε κάπως δύσκολο. Χρησιμοποίησε βέβαια όλα τα άλλοθι.:
Το κυνήγι του χρήματος ονομάστηκε «σύγχρονη περιπέτεια» και το όνειρο
της κοινωνικής ανόδου κρυβόταν κάτω από in και out.
Το «think positive»
εξαφάνισε κάθε αντίσταση.
Μετά την ιδεολογικοποίηση της
προηγούμενης δεκαετίας ακολούθησε η έκπτωση των ιδεών.
Η αυτοκρατορία
του Εφήμερου ήταν η απάντηση στην κυριαρχία της ιδεολογίας. Τα «πρέπει»
της κάθε εφήμερης μόδας καθόριζαν και ομογενοποιούσαν συμπεριφορές. Όλοι
μπορούσαν να είναι κάποιοι, αρκεί να «φαίνονται» τέτοιοι. Το στιλ ήταν
πάντα η άμυνα των λαϊκών τάξεων, η κομψότητα εκεί που το αφεντικό δεν
είχε παρά μόνο χρήματα.
Στα έιτις όμως το προσωπικό στιλ, το στιλ των
ομάδων, υποχώρησε χάριν του λουκ. Του λουκ που έδειχνε ότι είσαι μέσα
στα πράγματα, που υποδήλωνε τους προνομιούχους. Αυτούς που πέρναγαν το
face-control του πορτιέρη. Τους επώνυμους. Καθώς οι κοινωνικές δομές
παρέμεναν βέβαια ίδιες, το θέμα ήταν να «φαίνεσαι» τέτοιος. Ποτέ τόσοι
πολλοί δεν προσπάθησαν να φανούν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, όσο αυτά
τα χρόνια. Ψεύτικα Ρόλεξ, απομιμήσεις Καρτιέ, ψεύτικες συμπεριφορές.
Fake and faux. Μπιζού και άνθρωποι.
Καθώς το λουκ είναι ανοιχτό
στη μίμηση, έπρεπε να ανανεώνεται συνεχώς για να επανακαθορίζει τους
νέους προνομιούχους.
Οι «προχωρημένοι» έπρεπε ν’ αποδεικνύουν την
πρωτοπορία τους από σεζόν σε σεζόν και ιδίως σε κάθε νέα κολεξιόν. Το
life-style έγινε στήλη περιοδικών, το night-clubbing καθόριζε κοινωνικές
συμπεριφορές, η ανάπτυξη των media και τα νέα επαγγέλματα δημιούργησαν
τους νέους επώνυμους, το λουκ έψαχνε τους νέους χώρους για να φανεί.
Στις ντισκοτέκ δείχνουμε το λουκ, προάγουμε το δίσκο μας, τις
φωτογραφίες μας, τους πίνακες ή απλά τον εαυτό μας. Δείχνουμε ότι
είμαστε πάντα στα σιρκουί. Γιατί πρέπει πάντα να είσαι στο σιρκουί. Να
έχεις πρόσκληση για κάθε βραδιά. Να φαίνεσαι. Αυτό σημαίνει, πρεμιέρες,
προσκλήσεις, κοκτέιλ, βερνισάζ. Όχι απαραίτητα δημιουργία.
Οι νέοι
επώνυμοι δεν ήταν αυτοί που έκαναν κάτι για το οποίο γίνονται γνωστοί,
αλλά αυτοί που φέρονται σαν επώνυμοι. Για περισσότερη ευκολία όλοι
ασχολήθηκαν με κάτι αφηρημένο, δηλαδή την Τέχνη, αφού πρώτα αναγόρευσαν
οτιδήποτε σε Τέχνη. Η μόδα έγινε τέχνη, η διαφήμιση έγινε τέχνη, η
κουζίνα έγινε τέχνη, η διακόσμηση έγινε τέχνη, το επάγγελμα του πορτιέρη
έγινε τέχνη, τα μοντέλα, οι κομμωτές, οι μακιγιέζ και οι
μανικουρίστριες έγιναν καλλιτέχνες, ο μπάρμαν έγινε καλλιτέχνης, το να
ανοίγεις εστιατόριο έγινε τέχνη, όλα έγιναν τέχνη. Όλοι άνοιγαν μπαρ,
όλοι ήταν άνθρωποι «της νύχτας». Κατά τα μέσα της δεκαετίας, κανείς δεν
ήταν αρχιτέκτονας, πωλήτρια, ράφτης, μαγαζάτορας. Όλοι ήταν ντιζάινερς,
σχεδιαστές κοσμημάτων, διακοσμητές εσωτερικών χώρων, ιδιοκτήτες χώρων
έκφρασης, καλλιτεχνικοί σύμβουλοι διαφημίσεων, στιλίστες, φωτογράφοι,
παραγωγοί, μάνατζερ, μοντέλα.
Τα γκόλντεν-μπόις δεν τα βοήθησε η
Σοφοκλέους, αλλά οι γιάπις όταν έφτασαν και κατάλαβαν ποιοι είναι
διαβάζοντας ξένα περιοδικά, έβαλαν θριαμβευτικά τη σφραγίδα τους στην
εποχή. Ζωντάνεψαν το αμέρικαν dream, αφού το ’καναν να μοιάζει λίγο με
το ελληνικό όνειρο κοινωνικής αποκατάστασης της δεκαετίας του ’50. Μήπως
και το «Working girl», αν βάλεις αντί Μανχάταν Κολωνάκι, αντί Staten
island Κολωνό και αντί Μέλανι Γκρίφιθ Τζένη Καρέζη, σε τι διαφέρει από
τις ελληνικές ταινίες του ’50;
Η δεκαετία της μεταμφίεσης είχε
είδωλα τους στιλίστες, αυτούς που κατασκεύαζαν τις εφήμερες
μεταμφιέσεις.
Η δεκαετία έπασχε από περιεχόμενο γι’ αυτό έπαιζε με την
εικόνα. Χωρίς περιεχόμενο οι φόρμες δεν αντιπροσώπευαν τίποτα, γι’ αυτό
έπρεπε ν’ αλλάζουν συνεχώς. Η κούραση και οι γιάπις, που απασχολημένοι
όλη μέρα δεν είχαν χρόνο και φαντασία, έφεραν την επιστροφή στο κλασικό.
Ο κλασικισμός απαιτούσε γνώση πέντε βασικών ετικετών και χρήμα.
Ακολούθησε η ομοιομορφία της «ποιότητας». Οι σχεδιαστές μπερδεμένοι
ανάμεσα στη λειτουργικότητα και την Τέχνη, χωρίς να έχουν έμπνευση πια
από τα νεολαιίστικα στιλ που είχαν ήδη ισοπεδωθεί, επιστρέφουν στις
προηγούμενες δεκαετίες. Η νοσταλγία όμως δεν διακρίνεται για την
αυθεντικότητα, αλλά για τη μίμηση, και στο αδιέξοδο, οι «δημιουργοί»
φτιάχνουν όλο και περισσότερο στολές παράστασης παρά ρούχα. Η
δεκαετία-παράσταση όμως τελειώνει και ο κόσμος αντί ν’ αλλάζει στολές
κάθε σεζόν προσπαθεί πια να βρει τη στολή του εαυτού του. Η παντοδυναμία
της μόδας τελειώνει, ένα νέο αξίωμα επικρατεί: Τη μόδα τη συζητάμε, τη
θαυμάζουμε, την αναλύουμε, αλλά δεν τη φοράμε.
Την προηγούμενη
δεκαετία, ήταν η τελευταία φορά που η μουσική διαφοροποίησε κοινωνικές
ομάδες. Το πανκ από μόνο του ήταν κίνημα αυτοκτονίας. Και σαν τέτοιο,
λιτό και απέριττο: Λόγια: fuck. Ρυθμός: μπανγκ-μπανγκ. Μήνυμα: No
future. Το νιου γουέιβ προσπάθησε να μετατρέψει την άρνηση άνευ στόχων,
σε ανταρτοπόλεμο σημειολογικών κωδίκων. Ήταν πάρα πολύ έξυπνο για την
εποχή του. Νιου γουέιβ, κολντ γουέιβ των πρώτων χρόνων, ήταν περισσότερο
υπολείμματα της προηγουμένης δεκαετίας. Μετά ακολούθησε η μουσική
ομοιομορφία. Ηλεκτρονική ποπ, τοπ-τεν, χιτ-παρέιντ, επιστροφές,
νοσταλγία. Στο τέλος της δεκαετίας, με την επιστροφή των χαμένων
ευαισθησιών, επανανακαλύπτεται ο κοινωνικός ρόλος της μουσικής.
Band-aid, live-aid, απαρτχάιντ και τρίτος κόσμος, έθνικ, και λάτιν. Ούτε
αυτό όμως διαφοροποιεί τίποτα, συμπεριφορές ή κοινωνικές ομάδες. Όλοι
είμαστε φιλάνθρωποι, όπως όλοι άλλωστε είμαστε και αριστεροί σ’ αυτή τη
χώρα. Άσε τριτοκοσμικοί…
Στο σινεμά θριαμβεύει η μοντερνιτέ, το
φιλμ περιπέτειας και μεγάλου θεάματος. Ο Besson με τον «Υπόγειο», ο
Beneix με το «Φεγγάρι στον υπόνομο», η διαφημιστική ματιά. Γρήγορη,
ακαριαία, αποτελεσματική, θεαματική. Όπως αρμόζει στην εποχή μας, αλλά
όλα αυτά δεν συνεπάγονται ότι έχει και κάτι να πει. Κάποιοι Αλμοντοβάρ
χαμογελάνε ειρωνικά σχολιάζοντας τη ζωή μας στα πρόθυρα νευρικής κρίσης,
ενώ ο Σπίλμπεργκ εκμεταλλεύεται την εποχή των υπερπαραγωγών για να
ονειρεύεται το μέλλον ντόλμπι, σινεμασκόπ και γκραν σπεκτάκλ.
Στην
αρχιτεκτονική η αισθητική νικάει τη χρησιμότητα, το ντιζάιν και το χάι
τεκ θριαμβεύουν, οι Σταρκ και Πουτμάν γίνονται τα επόμενα είδωλα μετά
τους στιλίστες μόδας. Τα αντικείμενα παίρνουν ονόματα. Δεν κάθεσαι σε
μια καρέκλα, αλλά σ’ ένα Cassina, όπως δεν φοράς ένα πουκάμισο αλλά ένα
Γκοτιέ. Όταν το ιντούστριαλ και τα σπίτια-εκθέσεις αρχίζουν να παγώνουν,
η δεκαετία τελειώνει, ακολουθούν οι επιστροφές, οι νοσταλγίες, το
ανακάτωμα των στιλ, το κιτς σαν άποψη, το μεταμοντέρνο.
Το
night-clubbing ήταν στα χρόνια του ’80 τρόπος ζωής, τα κλαμπ ήταν οι
χώροι που άθροιζαν τις αξίες της δεκαετίας: Το κοινωνικό status, την
επιλογή των προνομιούχων στην είσοδο, το θέαμα, τις δημόσιες
σχέσεις-μπίζνες, τη διασκέδαση. Η φήμη και το χρήμα όμως απαιτούν
εργασία και χρόνο. Έτσι αυτό που από τα προηγούμενα χρόνια χανόταν όλο
και περισσότερο ήταν το τελευταίο, δηλαδή η διασκέδαση. Τα
fashion-victims ήταν πολύ απασχολημένα μέχρι να βρουν το σωστό στήσιμο,
ώστε να προλάβουν να διασκεδάσουν, και οι γιάπις πολύ κουρασμένοι. Το
δείπνο στο ρεστοράν έγινε η βραδινή διασκέδαση, τα μπαρ έγιναν
εστιατόρια. Στη δεκαετία του ντιζάιν και του νέου, η κουζίνα έγινε
νουβέλ. Στη νουβέλ Κυζίν το φαγητό είναι λίγο, για να διατηρηθεί το
γούστο, είναι μαγειρεμένο στον ατμό και θυμίζει νοσοκομείο, το
σερβίρισμα είναι τέχνη. Τα σπαράγγια, τα μπιζέλια, τα σπανάκια, είναι
σωστά τοποθετημένα και σχηματίζουν άψογους χρωματικούς συνδυασμούς στο
πιάτο, τα ονόματα είναι περίεργα.
Με δυο λόγια το φαγητό είναι
κακό, οι σερβιτόροι κακοί και όλα πανάκριβα. Αλλά στα καλά εστιατόρια
πάμε για να δούμε, όχι να φάμε.
Αυτά τα χρόνια αναποδογύρισαν τα
γαστρονομικά μας ήθη, χάσαμε το είδος. Άρχισε με τα κινέζικα,
συνεχίστηκε εξωτικά, μεξικάνικα, μετά φτάσαμε στην «παλιά Ευρώπη». Με
την επιστροφή στο σπίτι, η πρόσκληση «θέλεις να φάμε μαζί το βράδυ;»
άλλαξε: Το βράδυ θα σας μαγειρέψω κινέζικο.
Το φαγητό απέκτησε μεγάλη
σημασία, αφού θεωρήθηκε μέρος της αναβάθμισης της καθημερινής ζωής. Τα
πάρτι έγιναν κοκτέιλ δημοσίων σχέσεων και οι ντισκοτέκ πείραμα
εξακρίβωσης της κοινωνικής μας αποδοχής.
«Θα περάσουμε το face-control;»
Χιλιάδες άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια στάθηκαν ώρες ατέλειωτες στο κρύο
έξω από την πόρτα ενός κλαμπ για να μπουν κάποτε μέσα, εκεί που τίποτα
δεν συνέβαινε.
Στο τέλος της δεκαετίας διαπιστώσαμε ότι...
όλα αυτά τα
χρόνια δεν διασκεδάσαμε. Το χάουζ ήρθε λίγο σαν κάθαρση σ’ όλα τα
προηγούμενα. Βαρύ, εξοντωτικό, ιδρωμένο, υστερικό, συνέτριψε πόζες και
καθωσπρεπισμούς.
Η
φόρμα και η υγεία κυριάρχησαν. Τζόκινγκ, αερόμπικ, μπόντι μπίλντινγκ,
γυμναστήρια. Φόρμες με φίρμες και αθλητισμός για κοινωνικές
συναναστροφές. Από το γυμνασμένο σώμα, στην κουλτούρα της γυμναστικής.
Αθλητικά κέντρα-λέσχες, γνωριμίες, η σημασία των αξεσουάρ, σωστή φόρμα,
σωστά παπούτσια, σωστό μπόντι, σωστή τσάντα. Το σώμα λειτουργεί και πάλι
και μάλιστα χωρίς κίνδυνο. Χωρίς Aids, χωρίς ψυχολογικά στρες που
δημιουργεί η επαφή των σύγχρονων ανθρώπων.
No sex, βαράκια. «Φρέσκα»
τρόφιμα και βετζετέριαν. Υγιεινές διατροφές, φυτοφαγία. Μπίρα χωρίς
αλκοόλ, τσιγάρα χωρίς καπνό, κόκα κόλα χωρίς ζάχαρη, σαλάτα χωρίς λάδι,
μάθαμε να τρώμε χωρίς όρεξη. Diet and light. Πολύ λάιτ. Επιστροφή στη
φύση, αλλά με έναν τρόπο μετα-οικολογικό. Στα σέβεντις είχαμε μπίρες σε
συσκευασία των 24. Στα μέσα της δεκαετίας, οι προχωρημένοι ειδήμονες στα
εστιατόρια δοκίμαζαν με ύφος κρασί μαζικής παραγωγής από το
σουπερμάρκετ. Στο τέλος της δεκαετίας, ήρθε η ώρα του μεταλλικού νερού.
Ήταν όμως Περιέ.
Η κουλτούρα ήταν ένα πάτσγουορκ που καταναλωνόταν
γρήγορα. Fast-food κουλτούρα. Λατινοαμερικάνοι και αμερικάνικα
μπεστ-σέλερ. Κόμικς και αστυνομικά μυθιστορήματα. Τηλεοπτικές σειρές και
MTV. Βιογραφίες διάσημων και Ουμπέρτο Έκο. Μαρκές, Έκο και φαστ
κουλτούρα; Καμιά αντίφαση. Ήταν οι υπερπαραγωγές του είδους. Όπως τα
«τρικάσετα» στα βιντεάδικα, οι σειρές για overdose. Κυρίως όμως
περιοδικά.
Η δεκαετία ήταν ο θρίαμβος των περιοδικών που στη εποχή της
εικόνας πέρασαν από την κατηγορία-κείμενο στην κατηγορία-θέαμα. Οι
στήλες υποκατέστησαν το αντικείμενό τους. Διαβάζαμε βιβλιοκριτικές αντί
για βιβλία, δισκοκριτικές αντί ν’ ακούμε μουσική.
Το ζάπιν έγινε τρόπος
ζωής του σύγχρονου ανθρώπου και όχι μόνο στην τηλεόραση. Οι
αποσπασματικές εικόνες, το σοκ της φωτογραφίας, η ασταμάτητη ροή
πληροφοριών, η ψυχεδέλεια της πληροφορικής, η απουσία κριτικής, η
δυσκολία κριτικής. Ο clipman μένει σε λοφτ, δουλεύει μπρος στην οθόνη
του κομπιούτερ, κάνει ζάπιν στα κανάλια, ντύνεται με ετικέτες, κάθεται
σε ετικέτες, καταναλώνει ετικέτες, δεν έχει χρόνο, δεν προλαβαίνει να
σκεφτεί. Γοητεύεται από τις διαφημίσεις, τις εικόνες, τα σλόγκαν.
Η
πολιτική παίζει στο παιχνίδι της εποχής. Πολιτικό μάρκετινγκ. Η σημασία
ενός χαμόγελου, ενός χρώματος, ενός σλόγκαν. Κοινές διαφημιστικές
πρακτικές. Μαζί, μαζί κι εσύ, όλοι μαζί. Το θέμα δεν είναι να πείθεις,
αλλά να γοητεύεις.
Δεν αρέσουμε πια, λέει η Μελίνα. Σκηνοθετικές
πρακτικές. Τα σπέσιαλ εφέ του κ. Μπιρσίμ. Το ζουμάρισμα στο δάκρυ της
Μαρίκας. Γιγάντια κονσέρτα εναντίον φυσαρμόνικας. Οι ιδέες τέλειωσαν,
μαζί και οι συγκρούσεις, μαζί όμως και οι συγκινήσεις. Οι ανατριχίλες
μεταφέρονται στο Παρί-Ντακάρ, στο Camel Trophy, στο Marlboro adventure
team, στις ορειβασίες, στα επικίνδυνα ακροβατικά σπορ. Οι αγώνες στα
γήπεδα, το μποξ γίνεται της μόδας, θεαματοποιώντας τη βία σαν παιχνίδι.
Τζόγος, ιππόδρομος, καζίνα, προπό, υποκαθιστούν την ένταση, την αγωνία,
τον κίνδυνο.
Η δεκαετία άρχισε, ανήκοντας στους «μόνους». Στο ένα
απ’ τα δυο σπίτια στη Γαλλία, κατοικεί εργένης. Η λέξη δεν είναι ακριβώς
μοναξιά αλλά «βρίσκω τον εαυτό μου». Πρωινό, αυτόματος τηλεφωνητής,
στερεοφωνικό, δορυφορική, περιοδικά, αυτοσυγκέντρωση. Απομόνωση.
Ιδιωτικό νησί, σπίτι καταφύγιο. Έξω, το στρες, η δυσκολία επικοινωνίας.
Οι ανύπαντροι για πρώτη φορά και πρώτη γενιά δεν είναι «γεροντοπαλίκαρα»
ή «γεροντοκόρες», αλλά τρόπος ζωής. Τα νέα ζευγάρια μπορεί να ’χουν μια
σχέση χρόνια, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αναγκαστικά γάμο. Δεν μένουν
στο ίδιο σπίτι, έχουν πιο ανοιχτές σχέσεις. Οι σημερινοί ρυθμοί και το
στρες κάνουν δύσκολη τη συγκατοίκηση, οι άνθρωποι δύσκολα ανέχονται την
αναγκαστική συμβίωση κάθε στιγμή.
Στο δεύτερο μισό όμως της δεκαετίας,
μεταξύ Aids και χρηματιστηριακού κραχ, η ανασφάλεια κυριαρχεί, ο εργένης
φωνάζει ξανά έντρομος: Οικογένεια!
Το Aids αλλάζει τα σεξουαλικά ήθη,
τις αντιλήψεις, τη συμπεριφορά. Επιστροφή στην ασφάλεια, την οικογένεια,
το νεορομαντισμό, την προφύλαξη, το συντηρητισμό. Είναι η εποχή των
προφυλακτικών, των ερωτικών εκπομπών στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο,
των sex-phone, των πορνό περιοδικών και βίντεο, του βλέπε και μην
αγγίζεις. Οικογένεια και φαντασιώσεις, φετίχ και Μίλο Μανάρα. Η
σεξουαλική απελευθέρωση των προηγούμενων δεκαετιών είχε φτάσει στη
fast-love. Η απάντηση στις αρχές της δεκαετίας ήταν η αδιαφορία, η
μπλαζέ αντιμετώπιση και σ’ αυτό τον τομέα.
Μόλις ο σύγχρονος άνθρωπος
άρχιζε να βρίσκει σιγά-σιγά την ισορροπία του, ήλθε ο φόβος του θανάτου
και σταμάτησε την εξέλιξη. Τέρμα οι ανεκτικότητες, τα παιχνίδια του
Γκοτιέ, οι διαφημίσεις που ανέτρεπαν τους ερωτικούς κώδικες, τα
ανδρόγυνα στο σόου-μπιζ, η αναγνώριση των γκέι. Επιστροφή στην
οικογένεια. Ονομάστηκε Cocooning. Επιστροφή στο κουκούλι. Σπίτι,
οικογένεια, φιλικά ζευγάρια, σίγουρες αξίες. Παιδιά. Συζητήσεις για
μωρά, διαφημίσεις για μωρά, έργα για μωρά, Κένζο, Σαντάλ Τομάς, Ρίκιελ
ρούχα για μωρά υψηλής κολεξιόν. Τα επιτραπέζια παιχνίδια γίνονται μόδα, η
επιστροφή στο σπίτι αναζητά βοηθήματα.
Πριν ακόμα τελειώσει η
δεκαετία, η επιστροφή στο συντηρητισμό αρχίζει να χάνει έδαφος. Τίποτα
δεν τον δικαιολογεί στο σύγχρονο τρόπο ζωής, εκτός από το φόβο του Aids.
Ο πολλαπλασιασμός των γάμων οδήγησε ξανά σε ένα νέο πολλαπλασιασμό των
διαζυγίων. Οι οικογένειες έγιναν, μόνο που τώρα είναι πολυμελείς. Τα
παιδιά από τον πρώτο γάμο με τα παιδιά της γυναίκας σου από το δεύτερό
της γάμο, που παίζουν μαζί με τα παιδιά της φιλενάδας σου που είχε από
τον προηγούμενο γάμο, που τα πηγαίνει στο πάρκο η αδελφή της πρώην
γυναίκας σου, που μαζί της έχεις τις πιο ήρεμες ερωτικές σχέσεις αλλά
αυτή προτιμάει τη φιλενάδα σου.
Με όλο το μπέρδεμα, γίναμε πια
ανεκτικοί, η οικογένεια είναι αυτοί που αγαπούμε, που είναι γύρω μας, οι
«άνθρωποί» μας, η ανάγκη για ζεστασιά δεν επιβάλλει την επανάληψη
παλαιών προτύπων, όπως και η επιθυμία να «βρεις τον εαυτό σου» δεν
επιβάλλει τη μοναξιά.
Τα όρια γίνονται πιο ανοιχτά, οι μαμάδες έχουν σαν
πρότυπα την Τζέιν Μπίρκιν, και την Agnes B., ο Γκοτιέ και ο Μοσκίνο μάς
συμφιλιώνουν με τους γέρους. Λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας, μια
συντονισμένη καμπάνια στο σινεμά και τη διαφήμιση μας απαλλάσσει και από
τη λατρεία του μωρού. Αρκουδάκια, σκυλάκια, γατάκια και γοριλάκια
αντικαθιστούν τα μωρά στη μικρή και μεγάλη οθόνη. Στα 70s μάς γοήτευσε
το σεξ, στα 80s τα μωρά, αρχές 90s τα ζώα. Σιγά-σιγά θ’ αγαπήσουμε και
τους εαυτούς μας, δηλαδή τους άλλους.
Κομπιούτερ, βιντεοάρτ,
γκράφιτι, κόμπακτ ντισκ, φάιλοφαξ, Ντοκ Μάρτενς, πιστωτικές κάρτες,
συνθεσάιζερ, ροκ, κόμικς, ιδιωτική ραδιοφωνία, δορυφορική, γουόκμαν,
ηλεκτρονικά παιχνίδια, GTI, Ρόλεξ, ψεύτικα Ρόλεξ, αντίντας, λάτιν,
σφηνάκια, τζιν τόνικ, ντιζάιν, χάιτεκ, βότκα πορτοκάλι, λάμπες αλογόνου,
προσκλήσεις, εστιατόρια, μπλάιντς. Diet, light, fast, soft. Η δεκαετία
που φεύγει. Από το χαρντ ροκ και το χαρντ κορ στο software. Με πολλούς
διάσημους και κανέναν ήρωα. Με τη λατρεία του Γουόρχολ για τα Μακ
Ντόναλντς και τα Μακ Ντόναλντς στη Μόσχα. Με την αποθέωση της μόδας
μέχρι τον κορεσμό των fashion victims, τη λατρεία του κόμικ μέχρι να
γίνει μανία. Της διαφήμισης μέχρι να γίνει ντελίριο. Την ευκολία να
δημιουργεί «cult» χωρίς αιτία. Με πολλούς καλλιτέχνες και ελάχιστη
τέχνη. Πολλούς δημιουργούς και λίγες προσωπικότητες. Με fake
συμπεριφορές. Με σύμβολα αξιών αντί για αξίες. Πλούσιο αμπαλάζ και
έλλειψη περιεχομένου.
Οι νεολαίες αρχίζουν τις δεκαετίες στα 20
και τις τελειώνουν στα 30. Οι προηγούμενοι στα 20 τους χρόνια ήταν στο
Πολυτεχνείο. Οι πιο προηγούμενοι στα συλλαλητήρια του 1-1-4. Οι νέοι της
δεκαετίας του ’80, στα 20 τους ήταν στο «Εργοστάσιο» και στα 30 τους
στο «Μερσεντές». Δεν έχουν αναφορά στο παρελθόν, δεν είναι
πολιτικοποιημένοι με τον τρόπο που ήταν οι προηγούμενοι τουλάχιστον, δεν
έχουν κανένα μίσος για το σύστημα. Τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα
έχουν αμφισβητηθεί, η Αριστερά στην εξουσία δεν τους αφορά. Ωστόσο,
ακόμα και σήμερα οι αλτερνατίβες, που αποσπασματικά παρουσιάζονται,
είναι προοδευτικές. Μετά από μια δεκαετία κενού, αναζητάμε τις νέες
αξίες. Η δεκαετία του ’80 καθάρισε με τους ρομαντισμούς και τις αφέλειες
των προηγούμενων χρόνων. Αυτή ήταν η δικιά της συνεισφορά. Τώρα, με το
τέλος της, τελειώνουμε και με τη δικιά της αφέλεια, τη λατρεία του
«Νέου». Το περιεχόμενο θ’ αναζητηθεί ξανά. Οι παραπολιτικές και
παρακαλλιτεχνικές στήλες θα δώσουν τη θέση τους στην κριτική.
Ο
φόβος ίσως κάνει τον έρωτα καλύτερο. Όχι με επιστροφή στην αφελή
απελευθέρωση των σίξτις, γρήγορα κι εύκολα, ούτε με το βάρος στα σατέν
σεντόνια και στο ντεκόρ όπως στα έιτις. Ίσως μετά από απελευθερώσεις,
φόβους, επιστροφές και ιλουστρέ ερωτισμούς, ανακαλύψουμε τώρα την
ωριμότητα. Θα αναζητήσουμε τους ήρωες γύρω μας, χορτάσαμε από διάσημους.
Οι Μπάτμαν δεν είναι μόνο στις οθόνες. Τα κόμικς δεν γίνονται τυχαία
φέτος όλα ταινίες. Οι χάρτινοι ήταν οι μόνοι πρόχειροι ήρωες που είχαμε.
Λίγο νευρασθενικοί όπως ο Μπάτμαν, ανασφαλείς, αυτοειρωνικοί,
φοβισμένοι όπως ο Ίντι, έτοιμοι όμως για ρίσκο, έτσι θα ’ναι οι ήρωες
των 90s.
Έχουμε ήδη αρχίσει να σκεφτόμαστε ξανά «μάκρο» για πρώτη
φορά μετά από χρόνια. Μας ενδιαφέρει η γη, η οικολογία, το μέλλον του
πλανήτη και της ανθρώπινης φυλής, εκεί που τόσα χρόνια μας ενδιέφερε το
ύψος του ατομικού μας λογαριασμού στην τράπεζα. Δεν μπορούμε να
προτείνουμε ακόμα, αλλά ξέρουμε τώρα τι όχι. Θα ονομάζουμε πάλι την
κοινωνική κριτική με τ’ όνομά της, θα αναζητάμε την ποιότητα, τη
διαφορά, την αυθεντικότητα, την προσωπικότητα. Η επόμενη δεκαετία είναι
εντελώς θολή ακόμα. Χωρίς προβλέψεις. Το μόνο εφόδιο που αφήνει η
δεκαετία που φεύγει, είναι ότι «τέλειωσε» τα πάντα. Τα κατεδάφισε. Τις
επαναστατικές ψευδαισθήσεις, τις τεχνολογικές πασπαρτού λύσεις, την
πολιτική των πολιτικών, τις επιστροφές στην ασφάλεια και στις αξίας του
παρελθόντος. Η στροφή στο τέλος της δεκαετίας δείχνει ότι ο άνθρωπος
είναι ον που δεν εφησυχάζει εύκολα. Ότι δέκα ιλουστρέ χρόνια είναι
αρκετά για να τον κουράσουν. Τελικά δεν είμαστε και τόσο άσχημη
κατασκευή. Αρχίζει ένα νέο επεισόδιο. Προσδεθείτε…
Είναι Πέμπτη. Κι όπως κάθε Πέμπτη, ακούγατε τον Α112. Εκπομπή μηδέν.
Τριάντα εφτά μέρες πριν το τέλος της δεκαετίας. Τελευταία λεπτά της
παράτασης.
Ο εκφωνητής, μετά τα 80s, μιλάει για τον εαυτό του. Προσπαθεί
να εξηγήσει την απόφασή του και σε μένα τον ίδιο. Γύρω καλώδια, άδεια
τραπέζια, λευκοί τοίχοι, κλειστά μικρόφωνα. Λουκέτο. Όταν κλείνουν οι
σταθμοί είναι άγριο πράγμα. Μοναξιά, ανασφάλεια.
Τώρα θα ακούει κανείς;
Ήταν λίγο πιο δύσκολο απ’ ό,τι νόμιζα. Ο Α112 σήμερα νιώθει θλιμμένος. Η
τελευταία εκπομπή είναι με ακουστικά και κλειστά φώτα. Το ρολόι δείχνει
τέσσερις και τριανταέξι. Στο πικάπ «Blue Velvet». Τσιγάρο. Ψυχραιμία.
Στο κάτω κάτω, μια δουλειά ήταν. Όμως αυτές οι Πέμπτες ήταν το μόνο
ραντεβού που δεν έχανα αυτά τα χρόνια. Ήταν η απόδειξη ότι θυμάμαι ακόμα
πώς μιλάνε. Πώς ακούνε. Το ταξίδι στον άγριο κόσμο των media
συνεχίζεται. Χωρίς τον Α112.
Το 1985 που πρωτοβγήκε στον αέρα, πολλά
ήταν διαφορετικά. Τότε η μουσική άνηκε στις στήλες δισκοκριτικής, τα
media ήταν στο πρόγραμμα της τηλεόρασης και κάποιοι έλεγαν τα βιντεάδικα
«νέα σουβλατζίδικα». Το πρώτο σλόγκαν του Α112 ήταν «η μουσική
υπόκρουση της ζωής σας». Η μουσική, η τηλεόραση, οι διαφημίσεις, τα
βιντεοκλίπ, οι σταθμοί, η δορυφορική, η μόδα, τα κλαμπ, η νυχτερινή ζωή
καθόρισαν τη δεκαετία του ’80. Ας ήταν ’85. Αυτά που χρωματίζουν κάθε
δεκαετία, διακρίνονται από τη μέση της. ’56, ’67, ’76. Τότε έπρεπε να
φανούν οι συμπεριφορές που διαμόρφωναν ένα νέο τρόπο ζωής.
Τώρα,
αυτά που καθόρισαν την εποχή μας έγιναν κατεστημένος τρόπος ζωής. Η
μουσική δεν διαφοροποιεί πια τους ανθρώπους, ούτε η εμφάνιση. Τα media
υπάρχουν, αλλά τώρα το ταξίδι είναι για όλους. Ο άγριος κόσμος των media
είναι ο κόσμος μας. Έτσι, τα τελευταία χρόνια ήδη, το θέμα δεν ήταν
αυτό που φαίνεσαι αλλά αυτό που είσαι. Χωρίς κινήματα και υποκουλτούρες,
η μουσική και το στιλ δεν εκφράζουν κοινωνικές ομάδες. Οι κοινωνικές
ομάδες έγιναν υποσύνολα, μετά ατομικές περιπτώσεις. Το ψευδώνυμο του
σταθμού δεν έκφραζε πια τίποτα, ο Α112 ήταν μόνο ο εαυτός του, που
έψαχνε στο ακροατήριο συγγενείς περιπτώσεις.
Η σημασία από τον ήχο
και την εικόνα μετατοπίστηκε στο λόγο. Η διαφοροποίηση εκφράζεται μ’
αυτό που λες, όχι μ’ αυτό που φαίνεσαι. Ο Α112, από «μουσική υπόκρουση
της ζωής σας», έγινε το ημερολόγιο αυτής της ζωής.
Τα σλόγκαν άλλαξαν.
Το «η νέα γενιά αυτιών βρήκε το μήκος κύματός της», έγινε «σταθμός για
ειδικά αυτιά». Τώρα δεν υπάρχουν νέες γενιές αυτιών, η δεκαετία τέλειωσε
και ’μεις μεγαλώσαμε. Τώρα υπάρχουν μόνο ειδικά αυτιά που ξέρουν να
ξεχωρίζουν τα μηνύματα. Ανάμεσα σε παράσιτα, παρεμβολές, άσκοπο θόρυβο.
Τα ξένα περιοδικά κάνουν αφιερώματα στα «χρόνια της βλακείας». Στην
Ελλάδα, ήταν κάτι παραπάνω. Η δεκαετία της αρπαχτής. Της φτήνιας, των
απομιμήσεων, του ανέξοδου τσαμπουκά. Δύσκολος καιρός για ειδικά αυτιά.
Τώρα που τελειώνει, σαν υπακούοντας σε αρχικές προβλέψεις, ο κόσμος
ταράζεται. Το γκρέμισμα του τείχους στο Βερολίνο είναι η συμβολική πράξη
του τέλους μιας εποχής 70 ετών, που σημάδεψε τον αιώνα μας. Ο κόσμος
γίνεται ένας. Δεν είναι μόνο που δεν θα υπάρχει πια αντίπαλος «έξω» παρά
μόνο «μέσα».
Δεν είναι που δεν θα υπάρχουν ψευδαισθήσεις. Σκοποί. Είναι
που ο άνθρωπος θα ορμήσει με ταχύτητα στο μέλλον, με βιασύνη, με πίκρα,
χωρίς σταθερές και χωρίς συλλογικές ελπίδες. Σ’ ένα μέλλον που θα
μοιάζει με σκηνικό Μπλέιντ Ράνερ. Με εμπόριο παιδιών του τρίτου κόσμου
για τις τράπεζες οργάνων της Δύσης και κτίρια ύψους 2.000 μέτρων, που θα
στεγάζουν πολιτείες 300.000 ατόμων στο Τόκιο. Ζούμε αυτές τις μέρες,
τις στιγμές που θα καθορίσουν την επόμενη δεκαετία. Και μόνο ο ελληνικός
Τύπος έχει στα πρωτοσέλιδα, «του ’φαγε το αυτί για πολιτικές διαφορές»
και «συμπλοκές χούλιγκανς στο Φάληρο».
Το τέλος των -ισμών, το
αναστάτωμα του κόσμου, ο σεισμός του Σαν Φραντσίσκο, το ηφαίστειο της
Αίτνας, το Βορονέζ. Ο Νοστράδαμος δεν ήταν κι άσχημος δημοσιογράφος, αν
σκεφτείς την τόση απόστασή του από τα γεγονότα. Οι προφητείες προμηνύουν
μια δεκαετία συγκλονιστική. Σε λίγα χρόνια, θα διαπιστώσουμε τη δύναμη
των σημερινών προφητειών. Ο Μπιλάλ βάζει την Τζιλ Μπιοσκόπ να στέλνει
ανταποκρίσεις στο 1993 από το 2023, ανταποκρίσεις που μιλάνε για
αιγύπτιους θεούς που κατεβαίνουν με διαστημόπλοια-πυραμίδες. Το
κυβερνοπάνκ περιγράφει τις αυριανές κοινωνίες της ψυχεδέλειας της
ηλεκτρονικής, των χημικών ναρκωτικών και του πολέμου των συμμοριών
πληροφορίας. Ό,τι και να ’ναι, μπαίνουμε στο τέλος μιας χιλιετηρίδας και
δεν ξέρουμε πια το επόμενο στάδιο. Μόνο που αυτή τη φορά είναι δύσκολο
να ’ρθει με θεωρίες, μόδες, επιστροφές, γιατί τις τελειώσαμε όλες. Ίσως
έρθει, δραματικό ή ελκυστικό, απ’ «έξω», από την τεχνολογία, το Aids ή
τα σινεμασκόπ όνειρα του Σπίλμπεργκ.
Όπως και να ’ναι, πρέπει να
συνηθίσουμε στην ιδέα ότι η νέα εποχή δεν εγγυάται την ασφάλεια. Ότι η
ευτυχία είναι μόνο γνώση. Και αγάπη. Όπως πριν δέκα χρόνια, ο εκφωνητής
για πρώτη φορά πάλι, αισθάνεται στο κενό. Έχει έλλειψη στόχων. Από τα
είδωλα της εποχής μας, χρήμα, look, sex, το χρήμα όταν το αποκτούσα δεν
ήξερα τι να το κάνω, το look κι αυτό που είχα το ’χασα, προσπαθώντας
αθέατος να παρατηρώ τους άλλους, όσο για το σεξ, σ’ αυτή την εποχή των
ιλουστρέ ερωτισμών, η τόση αναζήτηση της λεπτομέρειας, της
διακριτικότητας, της ειδικής στιγμής, μόνο σε εμμονές με οδήγησε.
Εικόνες
βιντεοκλίπ περνούν από μπροστά μου, αποσπασματικές, χωρίς μνήμη.
Δευτερόλεπτα ζάπιν, το Τείχος του Βερολίνου, Γιουβέντους, Prince, CNN,
RAI, MTV. Είναι αυτά τα πρώτα εφέ μιας νέας κουλτούρας; Γράφω ξαπλωμένος
στο κρεβάτι, ακουστικά στο ραδιόφωνο, τηλεόραση χωρίς ήχο. Αν αυτό το
κάνω εγώ, τότε ένας 15χρονος θα μπορεί, συγχρόνως μ’ αυτά, να κάνει μαζί
ταξίδια στη μνήμη του υπολογιστή του. Ίσως τότε, στα είκοσι, να είναι
γέρος. Δεν ξέρω. Μια νέα εποχή ξεκινάει, που μάλλον θα είναι άγρια και
συναρπαστική για όσους έχουν κουράγιο να τη ζήσουν.
Ο Α112 νιώθει τον
τελευταίο καιρό κουρασμένος. Αυτός και κάποιοι άλλοι σαν κι αυτόν,
κάνουν τον τελευταίο καιρό με πείσμα και μανία πράγματα που δεν ξέρουν
ακριβώς γιατί τα κάνουν, ψάχνοντας κάτι που δεν ξέρουν ακριβώς τι είναι.
Τους λείπουν οι απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα, ώστε ήρεμοι πια να
λύνουν τα προβλήματα του καθημερινού επεισοδίου.
Η επιβίωση σήμερα
απαιτεί την καλλιέργεια μιας αυστηράς ελεγχόμενης παράνοιας, που σε
βοηθάει να αντιμετωπίσεις έναν κόσμο που αποτελείται από δήθεν άνετους
και κυνηγούς της «ευτυχίας», παραμένοντας ίδιος, χωρίς να γίνεις
μελοδραματικός ή μίζερος.
Όμως, το «αυστηρά ελεγχόμενη» είναι σχετικό,
κινδυνεύεις πάντα στις κλειστές στροφές να βγεις έξω. Γι’ αυτό, το
τελευταίο σλόγκαν του σταθμού ήταν «Α112, σταθμός για εξασκημένα αυτιά
και γερά νεύρα». Τον τελευταίο καιρό έβλεπα κόκκινα φωτάκια ν’ ανάβουν
το ένα μετά το άλλο σε κάποιο φανταστικό κέντρο ελέγχου μέσα μου. Μετά
από 250 εκπομπές, αισιόδοξες και απελπισμένες, χαρούμενες και θλιμμένες,
γκρινιάρικες ή ειρωνικές, ο σταθμός αποφάσισε, κίνδυνος, διακοπή
μεταδόσεων. Το σλόγκαν «αν δεν πιάνετε τα μηνύματα δεν φταίνε πάντα οι
πομποί, ξεσκουριάστε τους δέκτες σας», είναι σωστό. Αρκεί οι πομποί να
μην νιώθουν υπερθέρμανση, το χρόνο να βαραίνει πάνω τους.
Στο
πέλαγος της ελεύθερης ραδιοφωνίας δεν χρειάζονται πια έντυποι σταθμοί,
αναζητήστε τις φωνές στα ερτζιανά. Ο Α112 είναι τώρα απλώς ένας αριθμός,
που δεν αντιπροσωπεύει τίποτα πια, εκτός από τον εαυτό του. Ο εκφωνητής
χρειάζεται διάλειμμα. Χρειάζεται τις 37 μέρες μέχρι το τέλος του χρόνου
για να κάνει ένα μικρό συμβούλιο με τον εαυτό του, θέλει να τελειώσει
με τη «δεκαετία του Κενού», χωρίς να κουβαλάει τίποτα απ’ αυτή μαζί του.
Θέλει να συγκεντρώσει τα διαφορετικά του πρόσωπα στον εαυτό του.
Θέλει
να επαναπροσδιορίσει τις προϋποθέσεις που σου επιτρέπουν να εκπέμπεις.
Γούστο; Ευαισθησία; Αντικείμενο; Ή απλώς η επιθυμία να εκπέμψεις;
Θέλει
να συναντήσει την επόμενη δεκαετία ελεύθερος και έτοιμος να την
αντιμετωπίσει.
Τελευταία εκπομπή, βραδινή, με πανσέληνο, η τελευταία
πανσέληνος του Α112. Ανατολή ηλίου 0.74, δηλαδή αυτή τη στιγμή.
Ο
κυβερνήτης του σκάφους και το πλήρωμα σας ευχαριστεί που ταξιδέψατε με
τις πτήσεις μας τα τελευταία αυτά χρόνια. Από τον Α112, σάινοφ, τέλος
Ετικέτες
ΓΕΩΡΓΕΛΕΣ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ,
ΠΑΡΑΚΜΗ,
ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου