"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Το κοινό περί δικαίου αίσθημα

 


Του Πάσχου Μανδραβέλη

Μακάρι να ήταν τα πράγματα τόσο απλά όσο τα παρουσίασε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επί τιμή (ε.τ.) κ. Ισίδωρος Ντογιάκος στο άρθρο του «Οι νόμοι και το “κοινό περί δικαίου αίσθημα”» («Καθημερινή», 30.6.2024).

Αν η απονομή της δικαιοσύνης ήταν απλώς «η εφαρμογή των νόμων και του Συντάγματος της χώρας», δεν θα χρειαζόμασταν δικαστές. Θα έκαναν τη δουλειά «τα κομπιούτερ και οι αλγόριθμοι» με τεράστια εξοικονόμηση χρόνου. Ομως παρεμβάλλονται άνθρωποι. Θέλουμε τους δικαστές επειδή, ως κοινωνικά όντα, «επηρεάζονται» με τρόπο που δεν «επηρεάζεται» η τεχνητή νοημοσύνη.

Υπάρχουν, ωστόσο, δύο λογιών επιρροές στην απονομή δικαίου:

Η μία είναι καταδικαστέα απ’ όλους. Αφορά την άμεση παρέμβαση (πρωτίστως) πολιτικών και (σπανιοτέρως) οικονομικών παραγόντων στους δικαστές. Η παρέμβαση γίνεται είτε με δωροδοκία (ελάχιστες περιπτώσεις έχουν δει το φως της δημοσιότητας) είτε με την υπόσχεση προαγωγών και διορισμών δικαστών μετά τη συνταξιοδότησή τους και άλλα ωφελήματα, από τα πολλά που μπορεί να μοιράσει μια συγκεντρωτική κυβέρνηση ενός αχανούς κράτους. Το τελευταίο, δυστυχώς, πιστοποιείται από πολλά συμβάντα, τόσα που δημιούργησαν την κοινή περί συνδιαλλαγής αίσθηση.

Ο δεύτερος τρόπος επιρροής, διά του «κοινού περί δικαίου αισθήματος», είναι σπάνιος. Από τις χιλιάδες υποθέσεις που δικάζονται κάθε μέρα, ελάχιστες μόνον «ευρίσκονται εις στενωτέραν επαφήν με την λαϊκήν ψυχήν και την λαϊκήν συνείδησιν, καθότι προκαλεί το άμεσον ενδιαφέρον παντός κοινωνού», όπως έγραψε ο αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Ανδρουλάκης και παρέθεσε ο κ. Ντογιάκος.

Η επιρροή διά του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» δεν μπαίνει στον ίδιο τορβά με την παρέμβαση πολιτικών ή οικονομικών παραγόντων.

Πρώτον, η επιρροή του λαϊκού παράγοντα προβλέπεται θεσμικώς, με τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια. Σε πιο φιλελεύθερες χώρες, μόνο οι ένορκοι αποφασίζουν και ας μην είναι τόσο «ανεπηρέαστοι», όσο οι τακτικοί δικαστές.

Δεύτερον, το σχήμα που προκρίνει ο κ. Ντογιάκος, ότι μόνο «η ίδια η Δικαιοσύνη έχει θεσπίσει αξιόπιστες και αποτελεσματικές διαδικασίες επανελέγχου τους από ανώτερα δικαστήρια και ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς σε περίπτωση νομικού ή ουσιαστικού σφάλματος», κλείνει την τρίτη εξουσία σε έναν φαύλο κι ανέλεγκτο κύκλο.

Ας μην ξεχνάμε ότι η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία αλληλοελέγχονται (στην Ελλάδα μόνο θεωρητικώς), ενώ η δικαστική ελέγχει τις άλλες δύο.

 Η δικαστική δεν ελέγχεται –και ορθώς– από καμία.  

Πέρα από την αγαθή προαίρεση των δικαστών (όταν αυτή υφίσταται) δεν υπάρχει άλλη εξασφάλιση για την ορθή απονομή δικαιοσύνης.

Δικαιοσύνη εκτός ελέγχου;

Δεν υπάρχει θεσμικός μηχανισμός ελέγχου της Δικαιοσύνης, η οποία μάλιστα λαμβάνει και τις σημαντικότερες για την ευημερία του ατόμου αποφάσεις. Μπορεί να στερήσει από κάποιον το πολυτιμότερο αγαθό, δηλαδή την ελευθερία του· παλιότερα ακόμη και τη ζωή του.

Συνεπώς, δεν μπορούμε να έχουμε μια τόσο σημαντική εξουσία εκτός ελέγχου και είχε δίκιο ο αείμνηστος καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης όταν έγραφε ότι «η δικαστική εξουσία πρέπει να ανέχεται την οξύτερη κριτική, γιατί είναι η μόνη που δεν ελέγχεται από κανέναν. (…) Το μόνο σοβαρό αντίβαρο στη μεγάλη εξουσία των δικαστών είναι η δημόσια κριτική του έργου τους».

Φυσικά, οι δικαστές δεν κάνουν δημοσκοπήσεις για να εκδώσουν αποφάσεις. Κρίνουν συμφώνως με τον νόμο και τη συνείδησή τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ζουν σε φιλντισένιους πύργους. Πρέπει να είναι δεκτικοί στην κριτική, η οποία συντελεί στη διαμόρφωση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος». Αυτή η κριτική δεν μπορεί να απαξιωθεί με βάση τα κίνητρα. Ορθώς γράφει ο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επί τιμή (ε.τ.) κ. Ισίδωρος Ντογιάκος «κάτι τέτοιο πρακτικά είναι αδύνατο» («Οι νόμοι και το “κοινό περί δικαίου αίσθημα”», «Καθημερινή», 30.6.2024).

Υπάρχει κάτι σημαντικότερο. Το «πρόβλημα των κινήτρων» ισχύει για κάθε παρέμβαση σε οποιονδήποτε τομέα του κοινού μας βίου. Αν αρχίσουμε να απαγορεύουμε την κριτική βάσει κινήτρων, ουδείς πρέπει να ομιλεί. Ούτε καν ο κ. Ντογιάκος, αφού δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια είναι τα κίνητρά του. Ισχύει, βεβαίως, αυτό που επισημαίνει, ότι «σχεδόν πάντοτε (…) παρεμβαίνουν θετικά ή αρνητικά, με διαφόρους τρόπους και εκείνοι οι οποίοι εξαρτούν συμφέροντα από μία δικαστική κρίση», αλλά το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις των άλλων δύο εξουσιών: «Σχεδόν πάντοτε παρεμβαίνουν θετικά ή αρνητικά, με διαφόρους τρόπους και εκείνοι οι οποίοι εξαρτούν συμφέροντα από έναν νόμο».

Μήπως, λοιπόν, πρέπει να σταματήσει και η πολιτική κριτική, επειδή κάποιοι τη χρησιμοποιούν για ίδιο σκοπό;

Στο κάτω κάτω της γραφής, οι άλλες δύο εξουσίες ελέγχονται από τη Δικαιοσύνη.

Η Δικαιοσύνη από ποιον θα ελεγχθεί;

Δεν αρκεί ο ενδοδικαστικός έλεγχος, γιατί...

 

 υπάρχουν και συντεχνιακά κίνητρα και αυτός μπορεί να καταντήσει κάτι σαν τις ΕΔΕ της αστυνομίας. Απόδειξη, η υπόθεση της εισαγγελέως της ΕΥΠ. Ο έλεγχος των ανωτέρων της τα βρήκε όλα καλά, δίχως να προβληματιστεί ούτε για τον όγκο των παρακολουθήσεων (15.475 εισαγγελικές διατάξεις το 2021!) ούτε για το γεγονός ότι παρακολουθούνταν με δικαστική βούλα ένας αρχηγός κόμματος, κάμποσοι υπουργοί, δημοσιογράφοι και στρατηγοί.

Η «κοινή περί δικαίου αδιαφορία»

Ο αείμνηστος καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης έγραφε ότι «η προσωρινή κράτηση αποτελεί παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που επιτάσσει να μη στερείται κανείς την ελευθερία του παρά μόνον έπειτα από ποινή που του έχει υποβληθεί από νόμιμα συγκροτημένο δικαστήριο». Ομως στην Ελλάδα «έχει καταντήσει σύνηθες όπλο στα χέρια των ανακριτών, οι οποίοι δεν διστάζουν να το χρησιμοποιήσουν επί δικαίους και αδίκους» («Δικαστικές αγριότητες», «Ελευθεροτυπία», 4.6.2009).

Οι αθρόες άδικες προφυλακίσεις, όπως αυτή του εθελοντή δασοπυροσβέστη το 2022, διαψεύδουν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ε.τ. κ. Ισίδωρο Ντογιάκο όταν γράφει ότι «η ίδια η Δικαιοσύνη έχει θεσπίσει αξιόπιστες και αποτελεσματικές διαδικασίες επανελέγχου τους από ανώτερα δικαστήρια και ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς σε περίπτωση νομικού ή ουσιαστικού σφάλματος» («Οι νόμοι και το “κοινό περί δικαίου αίσθημα”», «Καθημερινή» 30.6.2024).

Βεβαίως, μακροχρονίως κάποιοι αθώοι μπορεί να δικαιωθούν. Αλλά να περάσει κάποιος 18 μήνες φυλακή διότι στη Δικαιοσύνη κυριαρχεί το δημοσιοϋπαλληλικό «κλείσ’ τον μέσα, μη γίνει τίποτε κι έχουμε τραβήγματα», είναι βαρύ πράγμα. Βαρύτερο ακόμη είναι η «περιφρόνηση της νομιμότητας», όταν σε μία τουλάχιστον περίπτωση η προφυλάκιση έφτασε τους 30 μήνες!

Το πρόβλημα εν προκειμένω είναι η «κοινή περί δικαίου αδιαφορία». Οχι από τους απλούς πολίτες, που δεν πολυκαταλαβαίνουν, αλλά από δικηγόρους, δικαστές, καθηγητές νομικής, δημοσιογράφους κ.ά.

Δυστυχώς, το περιλάλητο «κοινό περί δικαίου αίσθημα» αφυπνίζεται μόνον αν τηρηθεί η νομιμότητα και δεν προκύψει προφυλάκιση ως «προκαταβολή ποινής». Ουδέποτε γράφτηκαν πύρινα άρθρα για τη Δικαιοσύνη όταν προφυλακίζει σωρηδόν ανθρώπους που μπορεί να αποδειχθούν αθώοι. Πρόβλημα προκύπτει όταν (σπανίως) αφήνει κανέναν ελεύθερο, ασχέτως αν τηρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου. Εξ ου και η αλγεινή εντύπωση που προκάλεσε η υφ’ όρων απόλυση του κ. Απόστολου Λύτρα· δεν τα συνηθίζει η Δικαιοσύνη αυτά, για να τα διδαχθούν και οι πολίτες.

Οπως γράφαμε και παλιότερα, «το κοινό περί δικαίου αίσθημα θέλει έγκλημα και τιμωρία, χωρίς κάτι στο ενδιάμεσο. Εξ ου και η αγανάκτηση κάθε φορά που δεν αποφασίζεται η προφυλάκιση κάποιου, ο οποίος εξωδίκως έχει κηρυχθεί ένοχος. Η προφυλάκιση θεωρείται προκαταβολή ποινής και “έχουμε λαμβάνειν” μετά τη δίκη» («Καθημερινή», 17.7.2022).

Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» στραβά αρμενίζει, όχι διότι όπως γράφει ο κ. Ντογιάκος «παρεμβαίνουν θετικά ή αρνητικά εκείνοι οι οποίοι εξαρτούν συμφέροντα από μία δικαστική κρίση», αλλά διότι στραβά το διδάσκουν οι ίδιοι οι δικαστές.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: