Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Ο Μάριο Ντράγκι το ρώτησε ωμά: «Προτιμούμε», είπε, «την ειρήνη ή να έχουμε αναμμένο το κλιματιστικό;».
Το δίλημμα του βετεράνου των ευρωκρίσεων δεν έχει αυτονόητη απάντηση. Η απόκριση κυμαίνεται – ανάλογα με τους κύκλους του συλλογικού συναισθήματος στη δημοκρατία.
Το συναίσθημα απέναντι στον πόλεμο ήδη παρουσιάζει διακυμάνσεις. Ο πόλεμος συμβαίνει εκεί, κάπου μακριά, σε ζωντανή αλλά εικονική σύνδεση. Οι παρενέργειές του όμως βιώνονται εδώ και τώρα. Στον λογαριασμό του ρεύματος. Στον φούρνο.
Ο οικονομικός «πόλεμος» που βιώνεται εδώ επηρεάζει ήδη και την πρόσληψη του αιματηρώς κυριολεκτικού πολέμου που μαίνεται εκεί. Επηρεάζει όχι μόνο τη διάθεσή μας να παρακολουθήσουμε και να συμμετάσχουμε ψυχικά στο γεγονός. Στρεβλώνει ακόμη και την ίδια την πρόσληψή του – το τι «βλέπουμε» και τι καταλήγουμε να πιστεύουμε πως συμβαίνει. Ποιος δολοφονεί και ποιος δολοφονείται. Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο.
Πάνω στο δίλημμα του Ντράγκι –ειρήνη ή κλιματιστικό– αρχίζει ήδη να διαμορφώνεται μια ανατριχιαστικά γνώριμη πόλωση:
Από τη μία, η κοσμοπολίτικη μεσαία τάξη των δυτικών δημοκρατιών που μπορούν να αντέξουν μια ελαφρά μείωση της αγοραστικής τους δύναμης προκειμένου να «χρηματοδοτήσουν» την υπεράσπιση των κοινών τους αξιών· οι «ελίτ» που βλέπουν κιόλας ότι ο πόλεμος επισπεύδει τις προσδοκίες τους, όπως η βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση και η πράσινη μετάβαση.
Από την άλλη, το ρεύμα της αντι-παγκοσμιοποίησης, του οποίου ο ορίζοντας εξαντλείται στα εθνικά σύνορα και στην υπεραπλουστευτική εκμετάλλευση της βιοτικής αγωνίας εκείνων που ήδη ζούσαν επισφαλώς· το ρεύμα που εξέφραζε και προπολεμικά την καχυποψία για τον «κοπανιστό αέρα» των αιολικών.
Αυτές οι δύο παράλληλες, υπερεθνικές κοινωνίες φαινόταν ότι μπορούσαν να συγκλίνουν στον μετα-πανδημικό κόσμο της δημοσιονομικής επέκτασης και της άμπωτης των λαϊκισμών. Ο πόλεμος –και ο πολεμογενής πληθωρισμός– απειλεί πάλι να τις περιχαρακώσει σε κελύφη παράλληλων πραγματικοτήτων.
Θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς τις μεταπτώσεις του εκλογικού κλίματος στη Γαλλία. Θα μπορούσε να ξεχωρίσει τη φιλοπουτινική συγχορδία των ορφανών του Γκρίλο και της Λίγκας του Βορρά στη χώρα του Ντράγκι (σχεδόν το ένα τρίτο των εδράνων, λέει το Politico, έμειναν κενά στην ιταλική Bουλή όταν μίλησε εκεί ο Ζελένσκι). Δεν χρειάζεται όμως να πάμε μακριά.
Οι παράλληλες πραγματικότητες άρχισαν να αναδύονται ξανά και στη χώρα, όπου η λέξη «Αζόφ» έπεσε προχθές σαν σπίρτο στη χυμένη βενζίνη. Στη χώρα που έχει εσωτερικεύσει ως εμφύλιους διχασμούς τις παγκόσμιες αναμετρήσεις του 20ού αιώνα.
Διαφαίνεται πάλι η πιθανότητα για μια εκρηκτική μείξη της οικονομικής κακουχίας με προϋπάρχουσες πολιτικές δοξασίες. Φαίνεται ότι εκείνος ο ιδεολογικός αντιδραστήρας της χρεοκοπίας, που τον νομίζαμε μπαζωμένο, τίθεται πάλι σε κίνηση.
Στις 3 Απριλίου το κρατικό ειδησεογραφικό πρακτορείο RIA Novosti δημοσίευσε ένα κείμενο που εξηγεί την επιχείρηση «αποναζιστικοποίησης» της Ουκρανίας. Εκεί, στο επίσημο όργανο του Κρεμλίνου, ο συντάκτης Timofey Sergeytsev εξηγεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Ουκρανίας «έχει υποταχθεί στο ναζιστικό καθεστώς και έχει αποδεχθεί την ατζέντα του». Στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει, λέει, «η διάκριση “καλός λαός – κακή κυβέρνηση”». Πράγμα που σημαίνει ότι η «αποναζιστικοποίηση» δεν στρέφεται κατά της ηγεσίας του Κιέβου –όπως νομίζαμε– αλλά εναντίον «ενός σημαντικού μέρους των κοινών ανθρώπων που είναι επίσης ένοχοι ως σιωπηλοί ναζί και συνεργάτες τους». Αυτοί πρέπει να εξοντωθούν, και όσοι τέλος πάντων απομείνουν πρέπει «να υποβληθούν σε ανα-διαπαιδαγώγηση». Το κείμενο αυτό φανερώνει ότι το καθεστώς της Μόσχας αντιμετωπίζει σαν εξαλειπτέους εχθρούς του όχι μόνο τον στρατό, αλλά όποιον δηλώνει Ουκρανός.
Δεν υπάρχουν Ουκρανοί. Υπάρχουν μόνο ναζί. Πας Ουκρανός ναζί.
Με αυτή την επιχείρηση συμπλέει όποιος ισχυρίζεται ότι...
το μείζον πρόβλημα σήμερα στην Ουκρανία είναι οι «Ουκρανοί νεοναζί».
Το ίδιο, άλλωστε, ισχυρίζεται και ο Κασιδιάρης.
2012-2022:
Θέλουμε τη δανειακή σύμβαση, αλλά όχι το μνημόνιο. Είμαστε με την Ουκρανία, αλλά όχι με τους «Αζόφ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου