"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Και φοβισμένοι και αφελείς;

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Της ΡΕΑΣ ΒΙΤΑΛΗ

Είναι μερικές σκηνές, στιγμές, φράσεις, στοιχειωμένες μέσα μου. Πυξίδα στη ζωή μου.  


Οπως εκείνη η νύχτα πριν πολλά πολλά χρόνια. Ο γιατρός με ενημέρωσε για τα μαύρα μαντάτα. Την επομένη ήταν επιβεβλημένο να προχωρήσουμε σε εγχείρηση. Ο χώρος του σπιτιού μου δεν με κρατούσε. Ηθελα να είμαι κοντά της. 


Μπήκα στο αυτοκίνητο και έτρεχα παγωμένη συναισθημάτων. Εφτασα στο νοσοκομείο. Τα νοσοκομεία τη νύχτα είναι αλλιώς. Εκείνα τα χαμηλωμένα φώτα και η ανατριχιαστική σιωπή, εν ετοιμότητα μια φωνής, κραυγής, όπως στα θρίλερ… Θεέ μου!  


Εφτασα στο δωμάτιό της. Ανοιξα την πόρτα τόσο γλυκά… Σαν να την άνοιξε αεράκι. Δεν με αντιλήφθηκε. Κι έτσι, είχα χρόνο να τη μελετήσω στο σκοτάδι. Ηταν ξαπλωμένη, αλλά με το ένα πόδι επάνω στο άλλο, τα χέρια πίσω από το σβέρκο της σαν επιπλέον μαξιλάρι και σκεφτόταν παρέα με το ταβάνι. Τα ταβάνια των δωματίων είναι ιερά σημεία.   


Υποψιαζόμουν (τουλάχιστον έτσι αφελώς πίστευα) τι σκεφτόταν.  


Η μαμά μου έχει σπουδαίες ατάκες! Οταν, για παράδειγμα, είναι σε ζόρι κατάσταση από την οποία δεν είναι στο χέρι της να απεμπλακεί, λέει: «Πιάνω έναν κλέφτη. Τον αφήνω δεν μ’ αφήνει». Αυτό σκεφτόταν, έβαζα στοίχημα. Και σίγουρα θα το συνέχισε με άλλη ατάκα, του επόμενου σταδίου της, έτοιμη για κολύμπι: «Τώρα, ό,τι μας βρήκε, μας βρήκε!».  


Σε εκείνο το σημείο την πλησίασα.  


«Γιατί ήρθες, παιδί μου, μέσα στη νύχτα;». 


«Γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς» απάντησα κοφτά και συνεννοηθήκαμε. Κάθισα στην καρέκλα δίπλα της. Τόσα φώτα δανεικά από διαφημιστικές ταμπέλες έπαιζαν στο πρόσωπό της ενώ το δωμάτιο είχε μαύρο σκοτάδι. «Ολα θα πάνε καλά» της είπα. 


Ενώ εκείνη μονολόγησε «Τι καλά ήμασταν! Να ξέραμε, τι καλά ήμασταν!». 


Οντως, όλα πήγαν καλά για το Βεττάκι μας. Ζει και βασιλεύει με εγγόνια ένα σωρό, αλλά η φράση έμεινε. Μια φράση με σοφό παρελθόντα χρόνο. «Τι καλά ήμασταν!», προσέξτε και τη συνέχεια: «Να ξέραμε… Τι καλά ήμασταν!».  


Τη θυμήθηκα εχθές. Είχα μιλήσει με φίλους αγαπημένους. Κάθε επικοινωνία… Ιδια! Τρόμος, περιτυλιγμένος φόβος για το αύριο.  


Μα πότε το αύριο ήταν καπαρωμένο;  


Φόβος που φτύνει, ακυρώνει το «τώρα». Πόσο απαξιώνουμε το τώρα μας;  


Σπίτι μας είναι η ζωή μας. Τα σπίτια μας τα φέρουμε, όπως οι χελώνες. 


Σπίτι μας δεν είναι τα αντικείμενα. Δεν είναι μόνο αυτά.  


Είναι εμείς. Στο «εμείς» συμπεριλαμβάνεται κυρίως ο εαυτός μας. Αισθητική του «χώρου», αισθητική των σχέσεων μας.  


Είναι η επιλογή του/της συντρόφου. 


Είναι τα παιδιά και η ανατροφή που επιλέγουμε. Η γενναιοψυχία να εντοπίσουμε θαρραλέα αυτά που μας παίδεψαν, που μας πόνεσαν στην παιδική μας ηλικία, όχι για να αναθεματίζουμε άγονα, αλλά για να μην τα επαναλάβουμε στα παιδιά μας. 


Είναι η καθαριότητα ή μη, οι σωληνώσεις και η ροή τους, η ίσως αναγκαία απολύμανση τοξικών. 


Αν ασφυκτιούμε στο σπίτι, ασφυκτιούμε στη ζωή μας. 


Ευκαιρία λοιπόν να καταγράψουμε… βλάβες. Τι διορθώνεται και τι όχι… Τι αξίζει να διορθωθεί ή τι αξίζει να πεταχτεί. Και το να πετάς έχει μεγάλη αξία. Τώρα θα το μάθουμε καλύτερα


Αλλά αντίστοιχα να καταγράψουμε, με εντιμότητα, σοβαρότητα και ευγνωμοσύνη, τα βολικά, τα ζεστά, τα γνώριμα και συμφέροντα. Εχουμε χρόνο! 


Εχουμε την τεράστια τύχη ότι...


 πάγωσε η εικόνα μας. Ζούμε παγωμένη εικόνα! Αρα μπορούμε να μελετήσουμε κάθε λεπτομέρεια που μπορεί να είναι θηριώδους σημασίας. 


Μην παιδεύεστε, αναλώνεστε σε μαντεψιές ενός αύριο, αλλά μελετήστε από το παρελθόν σας, τι σόι εργαλεία είστε, τι σόι παίχτες. Αυτό έχει αληθινή σημασία!  


Φοβάμαι ότι όταν η ζωή αλλάξει σελίδα… Πάντα αλλάζει σελίδα… Οταν ξαναμπούμε σε ρυθμό «πλαλάμε!»…. Από τη ζωή μας μπορεί και να πλαλάμε… Ενδέχεται να πούμε, γι’ αυτήν ακριβώς την περίοδο… Τι καλά ήμασταν! Να ξέραμε τι καλά ήμασταν. 


Πότε, πείτε μου πότε γνωρίζατε το αύριο;  


Και φοβισμένοι και αφελείς; 
Δεν πάει πολύ;

Δεν υπάρχουν σχόλια: