Οσα ζούμε διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης μας. Μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα πως ένας παράγοντας που συνέβαλε αποφασιστικά στο ποιος είμαι είναι τα ταξίδια με τον ναυτικό πατέρα μου. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 οι ναύλοι μας αφορούσαν κυρίως χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι εικόνες που έχει καταγράψει η μνήμη μου καθόρισαν τον τρόπο ζωής μου. Εικόνες που εξηγούν, τώρα που με αφορμή τον θάνατο του Κάστρο έγινε κουβέντα περί Δημοκρατίας, τη δική μου θέση. Την απέχθειά μου για τα πολιτεύματα που «αποφεύγουν» τις εκλογές.
Τα γνώρισα ως παιδί (ένα παιδί πολύ παρατηρητικό) σε χώρες όπως η Ανατολική Γερμανία, η Πολωνία, η Ρουμανία, στα λιμάνια και στα ναυπηγεία, δηλαδή στη συναναστροφή μου με τους εργάτες, ούτε ως τουρίστας σε γκρουπ ούτε ως καλεσμένος από την κυβέρνηση.
Καταθέτω ό,τι θυμάμαι, απαλλαγμένο (όσο μπορώ) από το συναίσθημα: Με το που έφτανε το πλοίο, όποιοι ανέβαιναν, από τους λιμενικούς έως τους φορτοεκφορτωτές, προσέγγιζαν τον καπετάνιο για να πάρουν το... δωράκι τους. Ολες οι δουλειές γίνονταν στο πι και φι για μερικές κονσέρβες ζαμπόν, λίγο τυρί από τα ψυγεία μας, ένα μπουκάλι ουίσκι. Υπήρχαν και εκείνοι που προτιμούσαν υφάσματα, ρούχα, ρολόγια. Αν δεν δωροδοκούσες (και σε δολάρια), δεν προχωρούσε τίποτα.
Αγαπημένο παιχνίδι;
Να δίνω μπίρες στον σκοπό που στεκόταν επί εικοσιτετραώρου βάσεως στη σκάλα του πλοίου. Εκρυβα τα μπουκάλια στις τσέπες μου, του τα έδινα, και εκείνος τα έκρυβε κάτω από το παλτό του. Παρά την αυστηρή φύλαξη, υπήρξαν φορές που το πλήρωμα ανακάλυπτε κρυμμένους στα αμπάρια πολίτες οι οποίοι προσπαθούσαν να βγουν από τη χώρα. Τους πήγαιναν στον πατέρα μου, και εκείνος δεν ήξερε τι να τους κάνει.
Τα σπίτια των ντόπιων, κακοφτιαγμένα και στενόχωρα διαμερίσματα με «χάρτινους» τοίχους, σε πολυκατοικίες χωρίς ασανσέρ (ναι, απέξω είχαν παρκάκια με παιδικές χαρές). Οι διακοπές ρεύματος και νερού αρκετά συχνές. Τα μαγαζιά δεν είχαν εμπορεύματα.
Τρώγαμε υπέροχα σε εστιατόρια και μέναμε σε ξενοδοχεία που δέχονταν μόνο εκείνους που είχαν τον τρόπο τους: ξένους και υψηλόβαθμους κρατικούς υπαλλήλους. Στους δρόμους ουρές για μία (κάκιστης ποιότητας) φραντζόλα ψωμί. Τα γλυκά είχαν υφή και γεύση στόκου. Τα παιχνίδια ήταν φτηνιάρικα. Το χαρτί τουαλέτας και οι χαρτοπετσέτες έμοιαζαν με σμυριδόχαρτο.
Τη στέρηση την έβλεπες στα ρούχα και στα βλέμματα των ανθρώπων.
Υπήρχε φόβος. Θυμάμαι ένα ζευγάρι που μοιράζονταν την ίδια δουλειά αντικαθιστώντας ο ένας τον άλλον ανά 12ωρο στο εργοστάσιο, με αποτέλεσμα να μη συναντιούνται ποτέ. Και κοπέλες πρόθυμες να κοιμηθούν με έναν ναυτικό για μια κολόνια - δεν αναφέρομαι σε επαγγελματίες πόρνες. Και καθ' όλα αξιοπρεπείς κυρίους που όταν πήραν το... ρεγάλο τους (την τσάντα με τις κονσέρβες) έσκυψαν να φιλήσουν το χέρι του αμήχανου πατέρα μου. Αυτοί οι άνθρωποι, όταν ξεθάρρευαν, μετά το πρώτο κέρασμα στη φιλόξενη και ασφαλή καμπίνα του καπετάνιου, διηγούνταν φοβερές ιστορίες. Ολα αυτά τα έζησα, δεν μου τα είπαν.
Στα μέρη εκείνα επέστρεψα μεγάλος (μέχρι Ουζμπεκιστάν έφτασα), έχοντας διαβάσει, αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματα που με απασχολούσαν:
Τη θλίψη μπορούσα να τη μυρίσω ακόμη στον αέρα. Ξέρω πως θα βρεθούν φίλοι/φίλες με άλλες εικόνες/εντυπώσεις. Δεν θα τους αμφισβητήσω. Ισως είδαν κάτι που εγώ δεν είδα, κάτι που να δίνει άλλη οπτική σε ένα, ας πούμε, πολυδιάστατο παζλ. Ακόμη, όμως, και αν καταφέρουν να με πείσουν πως τα πράγματα δεν ήταν άσπρο-μαύρο, το σκοτάδι που συνάντησα εγώ ήταν τόσο πυκνό που τα σκέπαζε όλα. Γι' αυτό στη δική μου κοσμοθεωρία μοναδικό φως είναι η Δημοκρατία στην οποία συμμετέχουν όλοι. Χωρίς «ναι μεν, αλλά». Μια Δημοκρατία που δεν περιμένω να μου εξηγήσουν οι γνωρίζοντες (;) πώς λειτουργεί για να την καταλάβω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου