Στο κενό πολιτικής που βρίσκεται σήμερα ο κόσμος, υπάρχουν δύο αντίρροπες τάσεις.
Η μία τάση νοσταλγεί με ενεργητικό τρόπο την πολιτική κληρονομιά της Δύσης από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν στη μακρά περίοδο από το 1950 ώς το 1989 εμφανίστηκαν πολιτικές προσωπικότητες ολκής.
Και η άλλη τάση εκφράζει την ανάγκη για την ανάδυση ενός νέου τύπου πολιτικού, που θα είναι σύνθεση μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας και θα απαντά στα αιτήματα του σήμερα με υλικό από το τώρα.
Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο τάσεις χρεώνουν στη σύγχρονη διεθνή πολιτική σκηνή αδυναμία άρσης στο ύψος των περιστάσεων και δυστοκία στην παραγωγή του νέου πολιτικού ανθρωπότυπου.
Mπορούν ή όχι η Τερέζα Μέι, ο Ντόναλντ Τραμπ, η Χίλαρι Κλίντον –και άλλοι πολλοί– να είναι πολιτικές μορφές «της εποχής μας»;
Σε ένα άρθρο του στους Financial Times (16/17 Ιουλίου 2016), o 47χρονος αρθρογράφος Simon Kuper, με την πάντα ανθρωπολογική ματιά του, αναζητεί τον «νέο πολιτικό». Διασκεδάζει τη σοβαρότητα της αναζήτησης όταν λέει ότι –ανεξάρτητα από τη δική του επιθυμία– το «νέο» θα έρθει όταν διασταυρωθεί η ευπρεπής αμεσότητα της Τζο Κοξ με τη χονδροειδή εξωστρέφεια του Ντόναλντ Τραμπ. Επί της ουσίας, μιλάει όχι τόσο για τον νέο πολιτικό αλλά για τη νέα κοινωνία, την οποία θα πρέπει κάθε μελλοντικός ηγέτης να καταλάβει ώστε να την προσεγγίσει.
Η ιδέα αυτή, ότι δηλαδή οι τεράστιες κοινωνικές αλλαγές της τελευταίας 20ετίας υποχρεώνουν τους πολιτικούς σε ασκήσεις ύφους και μεθόδου, μοιάζει να επενδύει στο μοντέλο της κινητικότητας από κάτω προς τα πάνω (από την κοινωνία προς την ηγεσία) και όχι το αντίθετο. Αλλοι αναλυτές λαμβάνουν περισσότερο υπόψη το μοντέλο της «προσωπικότητας», επιλέγουν δηλαδή την κινητικότητα από πάνω προς τα κάτω (από την ηγεσία προς την κοινωνία), αλλά τελικά τείνουν να προκρίνουν τη σύνθεση και αλληλεπίδραση και των δύο τάσεων.
Μπορεί δηλαδή το σημείο βρασμού, το σημείο όπου θα συναντώνται, θα τέμνονται, θα έλκονται όσο και θα απωθούνται, οι «κοινωνίες» και τα παράγωγα του «πολιτικού συστήματος» να είναι αυτή ακριβώς η τομή ανάμεσα στο ανώνυμο λαϊκό «αίτημα» και στην ύλη του «ενός» ή της «μιας».
Ο Simon Kuper λέει κάτι ενδιαφέρον:
Οτι η Τζο Κοξ εκπροσώπησε τη mainstream Βρετανία με ευπρέπεια. Βεβαίως, η Κοξ απέκτησε διεθνές εκτόπισμα μετά τον θάνατό της, αλλά αναμφισβήτητα ήταν ένα πρόσωπο με το οποίο μπορούσε να γίνει λαϊκή ταύτιση ως πρόσωπο «εμπιστοσύνης» και πρόσωπο της «διπλανής πόρτας». Σαφώς, οι λαϊκές προβολές στα πολιτικά πρόσωπα έχουν άμεσα ή έμμεσα ερωτική προέλευση, κάτι εντελώς διακριτό από τη σεξουαλική επιθυμία, γι’ αυτό και η προβολή αυτή είναι λανθάνουσα, άφυλη και υφέρπουσα. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπως του Χίτλερ αυτό λειτουργούσε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ακόμη και με τον φόβο, τη δύναμη ή την υποταγή. Η περίπτωση του Ερντογάν είναι επίσης σύνθετη και δυναμική σε ανάλυση. Η περίπτωση του Ολάντ, όχι.
Το σημερινό κενό γίνεται ακόμη πιο εμφανές όταν προκαλούνται –ακριβώς λόγω αυτής της ένδειας– φαινόμενα όπως το Brexit. To Βrexit μας διδάσκει πολλά. Αφήνει, επίσης, πολλά αιωρούμενα ερωτήματα. Το κενό μιας ιδέας που θα συμπυκνώσει μια κοινωνική επιθυμία για πρόοδο είναι εμφανές. Συνοψίζει αυτήν την αίσθηση ο Νικόλας Σεβαστάκης, σε ένα πρόσφατο άρθρο του στη «Lifo» (13 Ιουλίου 2016), όταν μιλώντας για τους πολιτικούς λέει ότι «χρειάζονται αυτοί/αυτές που θα ενσαρκώσουν μια “ορισμένη ιδέα για τη χώρα τους”, ερμηνεύοντας σωστά τη συγκυρία και τη δυναμική των πραγμάτων».
Εκατομμύρια ψηφοφόροι σε πολλές χώρες της Δύσης, που ούτως ή άλλως προβάλλουν μέσω της πολιτικής σκηνής φαντασιώσεις και απωθημένα, δεν θα έλεγαν όχι στον ερχομό ενός πολιτικού μεσσία, παρότι οι συνθήκες δεν είναι –αντικειμενικά– ευνοϊκές. Κανείς όμως δεν αποκλείει ότι η εποχής «μας» δεν θα μπορούσε και αυτή να σηκώσει, να επιβάλει ή ακόμη και να εφεύρει νέες ερμηνείες και δυστυχώς νέες εφαρμογές του πολιτικού μεσσιανισμού. Οσο και να νοσταλγεί κανείς τους statesmen (εδώ περιλαμβάνονται και γυναίκες) του παρελθόντος, η τροχιά μας είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου